Σχετική φτώχεια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η σχετική φτώχεια ορίζεται ως το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με εισόδημα μικρότερο του 60% του διάμεσου εισοδήματος της χώρας. Βλ. Ευρωπαϊκή Στατιστική Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης (EU-SILC).[1]

Για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του μεγέθους και της σύνθεσης των νοικοκυριών, χρησιμοποιείται ο όρος των «ισοδύναμων ενηλίκων» με μια πρότυπη κλίμακα (ισοδυναμία), αποκαλούμενη «τροποποιημένη κλίμακα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ΟΟΣΑ», η οποία αποδίδει συντελεστή στάθμισης 1 για τον πρώτο ενήλικα του νοικοκυριού, συντελεστή στάθμισης 0,5 για κάθε άλλο μέλος του νοικοκυριού ηλικίας άνω των 14 ετών και συντελεστή στάθμισης 0,3 για τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το ισοδύναμο εισόδημα υπολογίζεται με διαίρεση του εισοδήματος κάθε μέλους του νοικοκυριού με τον αντίστοιχο συντελεστή, ώστε να προκύψουν «ισοδύναμοι ενήλικες»[2][3].

Έτσι—ορθότερα—στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η σχετική φτώχεια ορίζεται ως το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με εισόδημα μικρότερο του 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος (αγγλ. median equivalised income - γερμ. Äquivalenzeinkommen) της χώρας[4][5][6]. Ειδικότερα,

  • για εισόδημα κάτω του 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος υπάρχει κίνδυνος φτώχειας και όσοι έχουν τέτοιο εισόδημα θεωρούνται απειλούμενοι από φτώχεια, άρα το μέγεθος αυτό (το 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος) θεωρείται όριο φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
  • όσοι έχουν εισόδημα κάτω του 50% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος θεωρούνται σχετικά φτωχοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή φτωχοί κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) και τον ΟΟΣΑ (OECD).

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]