Μετάβαση στο περιεχόμενο

Συνήθεις Ύποπτοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συνήθεις Ύποπτοι
The Usual Suspects
Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας.
ΣκηνοθεσίαΜπράιαν Σίνγκερ
ΠαραγωγήΚένεθ Κόκιν
Μάικλ ΜακΝτόνελ
Μπράιαν Σίνγκερ
ΣενάριοΚρίστοφερ Μαγκουάιρ
ΠρωταγωνιστέςΣτίβεν Μπάλντουιν
Γκάμπριελ Μπερν
Μπενίσιο ντελ Τόρο
Κέβιν Πόλακ
Τσαζ Παλμιντέρι
Κέβιν Σπέισι
ΑφήγησηΚέβιν Σπέισι
ΜουσικήΤζον Ότμαν
ΦωτογραφίαΝιούτον Τόμας Σίγκελ
ΜοντάζΤζον Ότμαν
Εταιρεία παραγωγής
Διανομή
Πρώτη προβολή25 Ιανουαρίου 1995
Διάρκεια106 λεπτά[1]
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες
ΓλώσσαΑγγλικά
Προϋπολογισμός$6 εκατομμύρια[2]
Ακαθάριστα έσοδα$34,4 εκατομμύρια[2]

Το Συνήθεις ΎποπτοιΟι Συνήθεις Ύποπτοι) (πρωτότυπος τίτλος: The Usual Suspects) είναι αμερικανική neo-noir,[3] θρίλερ, αστυνομική ταινία μυστηρίου, του 1995, σε σκηνοθεσία Μπράιαν Σίνγκερ και σε σενάριο Κρίστοφερ Μαγκουάιρ. Πρωταγωνιστούν οι Στίβεν Μπάλντουιν, Γκάμπριελ Μπερν, Μπενίσιο ντελ Τόρο, Κέβιν Πόλακ, Τσαζ Παλμιντέρι και Κέβιν Σπέισι.

Η ταινία εξελίσσεται μέσα από την ανάκριση του Ρότζερ "Βέρμπαλ" Κιντ, ενός ανάπηρου μικρολωποδύτη, ο οποίος είναι ο μόνος επιζών από μία σφαγή που έγινε στην προβλήτα του λιμανιού του Λος Άντζελες. Ο Βέρμπαλ εξηγεί στον αστυνομικό πώς η συμμορία του βρέθηκε εκεί, αλλά και πώς ο (τρομερός) νονός της νύχτας Κάιζερ Σόζε τους χάλασε τη δουλειά. Η ανάκριση γίνεται μέσω αφηγήσεων και φλασ μπακ, ενώ όσο προχωράει γίνεται ιδιαιτέρως πολύπλοκη.

Η ταινία γυρίστηκε με προϋπολογισμό περί τα 6 εκατομμύρια δολάρια. Η όλη ιδέα ξεκίνησε από τον τίτλο της ταινίας, ο οποίος πάρθηκε από μία στήλη του περιοδικού Spy, The Usual Suspects, μίας από τις πιο γνωστές ατάκες του Κλοντ Ρέινς, από το κλασικό έργο, Καζαμπλάνκα. Ο Σίνγκερ σκέφτηκε πως επρόκειτο για καλό τίτλο ταινίας, ενώ η κινηματογραφική αφίσα, που δημιούργησε αυτός με τον Μαγκουάιρ, ήταν η πρώτη οπτική ιδέα του έργου.

Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1995[4] και ακολούθως κυκλοφόρησε και στους κινηματογράφους. Οι κριτικές, εν τέλει, ήταν ως επί το πλείστον θετικές και η κινηματογραφική διανομή διευρύνθηκε. Ο Μαγκουάιρ, αργότερα, κέρδισε ένα Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, ενώ ο Σπέισι ένα Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Το Writers Guild of America βαθμολόγησε το σενάριο της ταινίας 35ο ανάμεσα στα καλύτερα σενάριο όλων των εποχών.[5] Πλέον, φημίζεται ότι έχει μία από τις διασημότερες ανατροπές στην ιστορία του κινηματογράφου.

Η ταινία αρχίζει με τον εγκληματία Ντιν Κίτον, ξαπλωμένο και βαριά τραυματισμένο στην προβλήτα του Σαν Πέδρο. Εκεί υπάρχει και μία μυστηριώδης φιγούρα, ονομαζόμενη Κάιζερ, ο οποίος τον πυροβολεί και βάζει φωτιά στο πλοίο. Το αιματοκύλισμα που γίνεται στο καράβι αφήνει πίσω του μόνο δύο επιζήσαντες: τον Άρκος Κόβας, έναν Ούγγρο μαφιόζο, ο οποίος είναι σε κρίσιμη κατάσταση και νοσηλεύεται, αλλά και τον Ρότζερ "Βέρμπαλ" Κιντ, έναν μικροαπατεώνα με κινητικά προβλήματα. Ο ντετέκτιβ Dave Kujan, από τη Νέα Υόρκη, ανακρίνει τον Βέρμπαλ, ο οποίος του περιγράφει τα γεγονότα μέσα αναδρομών, μέσω των οποίων τον οδηγεί και σε τέσσερις άλλους εγκληματίες, τον Κίτον, τον Μάικλ ΜακΜάνους, τον Φρεντ Φένστερ και τον Τολντ Χόκνι.

Ο Βέρμπαλ εξηγεί ότι, έξι εβδομάδες αργότερα, στη Νέα Υόρκη, αυτός και οι άλλοι εγκληματίες συνελήφθησαν για υποτιθέμενη αεροπειρατεία, κι εκεί στα κρατητήρια αποφασίζουν και κανονίζουν να κάνουν μία ληστεία. Αρχηγός της επιχείρησης έγινε ο Κίτον, ένας πρώην διεφθαρμένος αστυνομικός. Αρχικά κλέβουν έναν λαθρέμπορο, ο οποίος συνοδευόταν από διεφθαρμένους αστυνομικούς. Αργότερα, πάνε στην Καλιφόρνια να κλέψουν κάτι κοσμήματα, μετά από προτροπή του Redfoot. Αλλά, αντί για κοσμήματα βρίσκουν μόνο ηρωίνη. Ακολούθως, εμφανίζεται ένας δικηγόρος, ο Κομπαγιάσι, ο οποίος τους λέει ότι δουλεύει για τον Κάιζερ Σόζε, έναν Τούρκο εγκληματία, του οποίου η φήμη έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις ανάμεσα στους κακοποιούς. Ο δικηγόρος τους αναλύει πώς ο καθένας τους (κάποια στιγμή) έχει κλέψει έστω μία φορά από τον Κάιζερ Σόζε, έστω χωρίς να το θέλουν. Έτσι, για να πατσίσουν, τους ζητά να πάνε σε μία προβλήτα, όπου ένας Αργεντινός έμπορος ναρκωτικών κατέχει κοκαΐνη αξίας 91 εκατομμυρίων δολαρίων και να την καταστρέψουν.

Όταν ο αστυνομικός ακούει για τον Κάιζερ Σόζε ζητά να μάθει πληροφορίες. Τότε ο ο Βέρμπαλ του λέει την εξής ιστορία: Κάτι αντίπαλοι μαφιόζοι εισβάλουν στην οικία του και κρατάνε ομήρους τη γυναίκα του και το παιδί του. Τότε, για να τους αποδείξει ότι δεν τον ενδιαφέρει, δολοφονεί την οικογένεια του και κατόπιν όλους του Ούγγρους εκτός από έναν, ώστε να αφηγηθεί την ιστορία. Ποτέ ξανά δεν άκουσαν για αυτόν ούτε ποτέ τον είδαν, παρά μόνο κάνει δουλειές μέσω άλλων και αυτοί ίσως ούτε καν γνωρίζουν για ποιον δουλεύουν. Έγινε ένα φόβητρο, ένας αστικός μύθος, μία τρομακτική ιστορία που λένε οι εγκληματίες στα παιδιά τους τη νύχτα (a spook story that criminals tell their kids at night).

Συνεχίζοντας την εξιστόρηση τώρα, ο Βέρμπαλ, λέει ότι ένας από τη συμμορία που έφυγε, ο Φένστερ βρέθηκε νεκρός, στο ακριβές σημείο που τους υπέδειξε ο Κομπαγιάσι. Τότε, προσπάθησαν να σκοτώσουν τον Κομπαγιάσι, αλλά εκείνος απείλησε τους αγαπημένους τους και αυτοί υποχώρησαν. Έτσι, η επιχείρηση προχώρησε κανονικά και οι εναπομείναντες της συμμορίας πήγανε στην προβλήτα, σκοτώνοντας πολλούς Ούγγρους και Αργεντίνους μαφιόζους. Προς έκπληξή τους, δεν υπήρχαν καθόλου ναρκωτικά στο πλοίο. Τότε, ο ΜακΜάνους και ο Χόκνι σκοτώνονται από ένα πρόσωπο, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στον Κίτον, του οποίου το έγκλημα το παρακολουθούσε ο Βέρμπαλ, που είχε μείνει εκτός του πλοίου μετά από εντολή του Κίτον.

Όταν ο Βέρμπαλ τελειώνει την ιστορία του, ο αστυνομικός δεν τον πιστεύει. Και ισχυρίζεται ότι ο Κάιζερ Σόζε πρέπει να ήταν ο Κίτον. Και ότι το πραγματικό φορτίο του πλοίου δεν ήταν εξαρχής ναρκωτικά αλλά ο Αρτούρο Μαρκές, ο οποίος θα μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπο του Κάιζερ Σόζε, ο οποίος θα πουλιόταν από τους Αργεντινούς στους Ούγγρους, και ότι η πραγματική αποστολή ήταν να δολοφονηθεί αυτός. Κατόπιν, ο αστυνομικός λέει στον Βέρμπαλ ότι η δικηγόρος και φιλενάδα του Κίτον, Φίνεραν, δολοφονήθηκε, τότε ο Βέρμπαλ παραδέχεται ότι όλο αυτό ήταν ιδέα του Κίτον, όμως αρνείται να κάνει αυτήν την κατάθεση στο δικαστήριο. Κι έτσι, χωρίς να μπορούν να τον κρατήσουν άλλο, τον αφήνουν ελεύθερο.

Στιγμές αργότερα, ο αστυνομικός Κουτζάν, συνειδητοποιεί ότι όλη η ιστορία του Βέρμπαλ ήταν ένα ψέμα: Ονόματα, διευθύνσεις, ημερομηνίες κ.λπ βρισκόντουσαν στον πίνακα πίσω από το γραφείο του, με τον Βέρμπαλ να έχει φτιάξει μία ιστορία με αυτές τις πληροφορίες. Τότε, ο Βέρμπαλ, όπως περπατούσε πετάει το μπαστούνι του και πλέον περπατά κανονικά (προσποιούνταν τον ανάπηρο). Τότε, ο Κουτζάν τρέχει να προλάβει τον Βέρμπαλ. Παράλληλα ένα φαξ καταφτάνει από το αστυνομικό τμήμα της Καλιφόρνιας, στο οποίο ο Ούγγρος που είχε επιζήσει της σφαγής περιγράφει το πρόσωπο του Κάιζερ Σόζε, το οποίο είναι ίδιο με το πρόσωπο του Βέρμπαλ. Εν συνεχεία ο Κουτζάν χάνει τον Βέρμπαλ, ο οποίος επιβιβάζεται σε ένα αυτοκίνητο με οδηγό τον Κομπαγιάσι.

  1. «The Usual Suspects (18)». British Board of Film Classification. 26 Μαΐου 1995. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2014. 
  2. 2,0 2,1 «The Usual Suspects». The Numbers. http://www.the-numbers.com/movie/Usual-Suspects-The#tab=summary. Ανακτήθηκε στις June 17, 2008. 
  3. Conard, Mark T (2007). The Philosophy of Neo-Noir. University Press of Kentucky. ISBN 978-0-8131-3717-9. 
  4. «Festival de Cannes: The Usual Suspects». festival-cannes.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2009. 
  5. WGA.org Αρχειοθετήθηκε 2013-08-20 στο Wayback Machine. Ανακτήθηκε 3.9.2016

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]