Συμφωνία των μερών
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η συμφωνία των μερών είναι μία από τις προϋποθέσεις της σύμβασης στnν ιταλική αστική έννομη τάξη. Καθορίζεται από το άρθρο 1325 του αστικού κώδικα , σύμφωνα με το οποίο: "Οι προϋποθέσεις της σύμβασης είναι: η συμφωνία των μερών˙ η αιτία˙ το αντικείμενο˙ ο τύπος, όταν προκύπτει ότι αυτός καθορίζεται από το νόμο επί ποινή ακυρότητας".
Τύποι Συμφωνίας μεταξύ των μερών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συμφωνία μεταξύ των μερών μπορεί να εκδηλωθεί με δύο τρόπους:
Σιωπηρά: Η πρόθεση σύναψης της σύμβασης εκδηλώνεται μέσω της συμπεριφορά των μερών.
Ρητά: Συνίσταται σε μια συγκεκριμένη δήλωση, έγγραφη (υπογραφή της σύμβασης με δήλωση της βούλησης) ή προφορική (προφορική εκδήλωση της βούλησης για την ολοκλήρωση της σύμβασης (π. χ.: μια απλή αγορά στο χασάπη όπου εμείς ζητώντας το προϊόν εκφράζουμε τη βούληση να ολοκληρώσουμε τη σύμβαση αγοράς του του συγκεκριμένου προϊόντος)), που περιέχει τη βούληση για σύναψη μίας συγκεκριμένης σύμβασης.
Η ρύθμιση του αστικού κώδικα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αστικός κώδικας, αφού αναφέρει στο άρθρο 1325 τη συμφωνία των μερών ως μία από τις προϋποθέσεις της σύμβασης, την καθορίζει λεπτομερώς στα άρθρα 1326-1342, που απαρτίζουν το τμήμα με τίτλο "Περί συμφωνίας των μερών". Μία συμφωνία υφίσταται όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα εκδηλώνουν αμοιβαία τις βουλήσεις τους και αυτές απευθύνονται προς τον ίδιο σκοπό.
Με τη συμφωνία η σύμβαση καταρτίζεται ή ολοκληρώνεται. Εάν ωστόσο πρόκειται για μια τυπική σύμβαση ή για μια σύμβαση που καταρτίζεται με την παράδοση του πράγματος, η στιγμή της σύναψης, αφότου παράγονται έννομα αποτελέσματα, είναι μεταγενέστερη της συμφωνίας: εάν είναι τυπική, θα πρέπει η συμφωνία να εκδηλώνεται σύμφωνα με τον τύπο που ο νόμος απαιτεί (π. χ. έγγραφος τύπος για τη σύμβαση αγοραπωλησίας ακινήτου) εάν είναι σύμβαση που ολοκληρώνεται με την παράδοση του πράγματος, θα πρέπει να παραδοθεί το πράγμα.
Οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να διαμορφωθεί η συμφωνία είναι ποικίλοι, αλλά όλοι μπορούν να αναχθούν σε αυτό το απλό σχήμα: υπάρχει μια πρόταση από την πλευρά ενός προσώπου απευθυντέα προς ένα άλλο πρόσωπο, η οποία ακολουθείται από την αποδοχή της εκ μέρους του παραλήπτη, που απευθύνεται προς τον προτείνοντα. Η πρόταση παράγει έννομα αποτελέσματα εάν περιέχει τη ρύθμιση όλων των θεμάτων που σχετίζονται με την οικονομική λειτουργία, που η σύμβαση δημιουργεί. Η πρόταση και η αποδοχή είναι μονομερείς δηλώσεις βούλησης.
Η αποδοχή παράγει έννομα αποτελέσματα εάν είναι σύμφωνη με την πρόταση. Σε διαφορετική περίπτωση, αυτή δεν έχει ως συνέπεια την ολοκλήρωση της σύμβασης, αλλά αντίθετα επέχει θέση νέας αντιπρότασης. Η συμφωνία γενικά ολοκληρώνεται, όταν αυτός που έκανε την πρόταση λαμβάνει γνώση της αποδοχής της ή σε κάθε περίπτωση όταν η αποδοχή περιέλθει στη διεύθυνση αυτού που έκανε την πρόταση, σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1326, παράγραφος 1 και 1335 AK. Η έλλειψη συμφωνίας συνεεπάγεται την ακυρότητα της σύμβασης (σύμφωνα με ένα μέρος της θεωρίας θα μιλούσαμε, πιο σωστά, για ανυπαρξία). Η συμφωνία, θεωρούμενη ως ένωση βουλήσεων μπορεί να μην είναι σταθερή˙αυτό συμβαίνει όταν μία από βουλήσεις πάσχει από ελαττώματα.