Συζήτηση χρήστη:Locoego

Τα περιεχόμενα της σελίδας δεν υποστηρίζονται σε άλλες γλώσσες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Φοβικός Ρεαλισμός[επεξεργασία κώδικα]

Ο Φοβικός Ρεαλισμός είναι το λογοτεχνικό ρεύμα βάσει του οποίου γεγονότα ρεαλιστικού χαρακτήρα αποβαίνουν σε υπερρεαλιστική εκτίμηση, λόγω κάποιου φοβικού ερεθίσματος, δίνοντας έμφαση στην υπερβολή της υποκειμενικότητας, στον ελεύθερο συνειρμό και στην απομείωση του χάσματος της πραγματικότητας με την φαντασία (ορισμός).

Αναζητά τα θεμελιώδη στοιχεία του μέσα από τα ήδη υφιστάμενα έργα της παγκόσμιας πεζογραφίας, αλλά και από έργα νέων συγγραφέων, ώστε τα κείμενα που θα παραχθούν να εντάσσονται αμιγώς στις βάσεις του ρεύματος αυτού.

Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο 2ο Διεθνές Συνέδριο "Δημιουργική Γραφή" [1] που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα (Ελλάδα), στις 6-8 Οκτωβρίου 2015, από τον συγγραφέα και δικηγόρο Γιώργο Σπυράκη [2]

Εισαγωγική προσέγγιση της «φοβίας» στην ιστορικότητα της λογοτεχνίας[επεξεργασία κώδικα]

Παρακολουθώντας επί σειρά ετών όλα τα λογοτεχνικά και θεωρητικά ρεύματα – κινήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας κατέστη σαφές ότι τόσο παλαιότεροι συγγραφείς και λογοτέχνες, όσο και οι πιο σύγχρονοι, τόλμησαν να ξεφύγουν απ’ το κατεστημένο της γραφής και να αφηγηθούν (ή περιγράψουν) καταστάσεις που πηγάζουν από βαθιά μέσα μας∙ από την άβυσσο που όλοι μας κρύβουμε με τρόπο αριστοτεχνικό και την οποία κανείς μας δεν τολμά να την αναδεύει.

Ενώ βέβαια ο ρεαλισμός και ο υπερρεαλισμός υπερτερούν σε πληθώρα κειμένων –ως βασικοί άξονες λογοτεχνικής απόδοσης– έχει παρατηρηθεί ότι νέα παρακλάδια και παράπλευρα ρεύματα εμφανίστηκαν, τα οποία αποτελούν ουσιαστικές εναλλακτικές στη δομή του ευρύτερου λογοτεχνικού κινήματος. Συγγραφείς τόλμησαν να αποτυπώσουν καταστάσεις εξωπραγματικές, φανταστικές, ακόμα και ουτοπικές, ενώ άλλοι ξεπέρασαν τα όρια της φύσης και του λογικού για να καταλήξουν στην αφήγηση στοιχείων που ίσως κανένα μυαλό δεν έχει βιώσει, ούτε καν έχει φανταστεί· εκτός από το δικό τους βέβαια, εκείνη τη μοναδική στιγμή.

Υπό το πρίσμα αυτό, μεταξύ άλλων, γεννήθηκε η φανταστική λογοτεχνία με υπερφυσικά στοιχεία, η επιστημονική φαντασία στη λογοτεχνία, η φαντασία και ο τρόμος, ο μαγικός ρεαλισμός κ.λπ. ώστε τα κείμενα αυτά να αποτυπώσουν όχι μόνο βιώματα των συγγραφέων, αλλά και καταστάσεις που η καθημερινή λογική απέκρυπτε.

Τα πιο ιδιαίτερα όνειρα, ίσως και οι εφιάλτες, έγιναν ιστορίες μυστηρίου. Το πιο αποτρόπαια εγκλήματα είχαν ως κίνητρο ψυχαναλυτικές καταστάσεις πέραν κάθε λογικής και αποτυπώθηκαν στην υπερβολή τους σε αστυνομική λογοτεχνική πλοκή. Ακόμα δε και μικρές στιγμές τρόμου ήταν ένας καλός λόγος για να προκαλέσουν οι συγγραφείς φοβικά συναισθήματα στους αναγνώστες, δαγκώνοντας κάτι απ’ τη λογική του μυαλού τους.

Τον 19ο αιώνα ο Edgar Allan Poe (1809 – 1849) ξεπροβάλλει σαν εκπρόσωπος του αμερικανικού ρομαντισμού και ποιητής. Το συνολικό του έργο όμως στήριξε τα σύγχρονα λογοτεχνικά είδη της αστυνομικής λογοτεχνίας και των ιστοριών φαντασίας και τρόμου. «Είναι αλήθεια ότι μεταγενέστεροι συγγραφείς μπορεί να έγραψαν σημαντικότερα έργα […] αυτός και μόνο αυτός τους δίδαξε με παραδείγματα και κανόνες την τέχνη. […] Ο Πόε έκανε εκείνο που κανείς άλλος δεν είχε κάνει ή θα μπορούσε να κάνει ποτέ, και σε αυτόν χρωστάμε τη σύγχρονη ιστορία φρίκης στην οριστική και τελειοποιημένη μορφή της. […] Έτσι, τα φαντάσματα του Πόε απέκτησαν μια πειστική κακότητα που δεν την διέθεταν εκείνα των προκατόχων του, εδραιώνοντας ένα νέο κριτήριο ρεαλισμού στα χρονικά της λογοτεχνικής φρίκης» (Lovecraft 1938, μτφ 2008). Με το έργο του άσκησε σημαντική επίδραση σε Αμερική και Ευρώπη, ιδίως δε στο κίνημα του γαλλικού συμβολισμού. Παρ’ όλα αυτά κείμενά του αποτελούν θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη των μεταγενέστερων λογοτεχνικών ειδών της αστυνομικής λογοτεχνίας και των ιστοριών τρόμου και φαντασίας.

Λίγα χρόνια αργότερα ο H.P. Lovecraft (1880 – 1937) υποστήριζε ότι «δεν είναι η κοιμισμένη λογική που γεννά τέρατα, αλλά η λογική με τα μάτια της ορθάνοιχτα» (Γιαννουλάκης & Καβακόπουλος 2000). Ο H.P. Lovecraft εμφανίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα για να αποδείξει ότι ο καθένας μέσα του έχει μια σκούρα άβυσσο από φοβίες, την οποία αποφεύγει να αγγίξει, χωρίς όμως να μπορεί και να την διαγράψει οριστικά. Συνειδητά εγκλωβίζεται σε μια δική του κοσμοθεωρία και διαμορφώνει νέα δομή στη θεματολογία, νέα άποψη στη λογοτεχνία, νέα αφηγηματική απόδοση του εσωτερικού μας εαυτού. Γεννά την θεωρία του Κθούλου χωρίς να συμπλέει με τα λογοτεχνικά κινήματα και τα ρεύματα της εποχής του. Με μεγάλη προσοχή, αφοσίωση και συνέπεια γίνεται ο πατέρας της Μυθολογίας Κθούλου (Cthulhu Mythos). Διηγήματα και επιστολές που καθηλώνουν τον αναγνώστη, απορροφούν τη σκέψη, αποδομούν τη λογική και σαν ένα απλό υποχείριο τον ταξιδεύουν μέσα σε ένα κόσμο παράδοξο, μαγικό, βγαλμένο από τις πιο απροσδιόριστες φοβικές στιγμές του καθενός μας. Εκεί ο H.P. Lovecraft επιμένει να υπάρχει συνεπής και επιβλητικός, στήνοντας ίσως και άθελά του την «Λαβκραφτική Παράδοση» και επί της ουσίας αφήνει τα στίγματά του στους μεταγενέστερους αυτού συγγραφείς του φανταστικού. Δεν περιγράφει, δεν αποδίδει, ούτε προσδιορίζει επακριβώς. Διαμορφώνει τον μύθο του Κθούλου (The Call of Cthulhu, 1928) ενώ «το ίδιο το πλάσμα δεν μπορεί να περιγραφεί – δεν υπάρχει γλώσσα για ν’ αποδώσει μια τόσο αβυσσαλέα φρίκη και πανάρχαιη παραφροσύνη για τέτοιες δαιμονικές αντιθέσεις προς κάθε έννοια ύλης, ενέργειας και κοσμικής τάξης» (Μπαλάνος 1993 & 1998). Μέσα από τη συγγραφική του αυτή ικανότητα εδραιώνει τη λεγόμενη Λογοτεχνία Υπερφυσικού Τρόμου, τη Λογοτεχνία του Παράξενου αλλά και πτυχές της Επιστημονικής Φαντασίας. Ο H.P. Lovecraft μόλις είχε γεννήσει μια νέα σχολή μέσα απ’ τα κείμενά του, τους φανατικούς του αναγνώστες αλλά και μαθητές, στηριζόμενος στη βασική του θεωρία: «δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να ακινητεί, και με το πέρασμα παράξενων αιώνων ακόμη και ο θάνατος μπορεί να πεθάνει.»

Αρκετές δεκαετίες μετά και συγγραφείς όπως ο Stephen King εμφανίζονται για να συνδυάσουν αποτυπώματα του παρελθόντος και να κάνουν ένα ακόμα βήμα στη λογοτεχνία. Ο S. King συλλέγει όλα τα στοιχεία από τους προγενέστερους συγγραφείς του τρόμου και της φαντασίας και πλάθει μια δική του λογοτεχνική προσέγγιση. Επιλέγει απλούς καθημερινούς ήρωες –ακόμα και αναγνώστες–, θεματικές από την διπλανή μας πόρτα και μέσα από ιστορίες οι οποίες κάποιες στιγμές αγγίζουν ακόμα και τα όρια του υπερφυσικού, μπαίνει μέσα στο μυαλό μας και παράγει τρόμο και φαντασία.

Στο «Περί Συγγραφής» δίνει έμφαση στο ρόλο του συγγραφέα και στην υποχρέωση που έχει απέναντι στους αναγνώστες του. Μιλά για συνέπεια και σεβασμό, ενώ δανείζεται μια έκφραση του Γουίλιαμ Στράνκ και αναφέρει ότι «είναι παλαιά παρατήρηση ότι οι περισσότεροι συγγραφείς κάποιες φορές αγνοούν τους κανόνες της ρητορικής. Είναι μάλλον προτιμότερο (ο συγγραφέας) να ακολουθεί του κανόνες, εκτός κι αν είναι σίγουρος ότι τα καταφέρνει καλά» (Stephen King 2000).

Μέσα από όλη την πορεία του υιοθετεί παρελθοντικές επιρροές, αλλά προχωρά κι αυτός παραπέρα, διαμορφώνοντας ένα δικό του ύφος και στυλ στη λογοτεχνία. Αφηγήθηκε με απλές προτάσεις, αφηγηματικές τεχνικές και όπως αναφέρει ο Έλγουιν Μπρουκς Γουάιτ «ο αναγνώστης είναι ένα άνθρωπος που προσπαθεί να προχωρήσει μέσα σε ένα βάλτο, και είναι καθήκον όποιου προσπαθεί να γράψει […] να αποστραγγίσει γρήγορα αυτόν τον βάλτο και να βγάλει τον άνθρωπο σε στεγνό έδαφος ή τουλάχιστον να του ρίξει ένα σχοινί» (Strunk & White 1999). Ο S. King, αλλά και άλλοι πολλοί συγγραφείς στο είδος τους, τουλάχιστον μας έριξαν το σχοινί.

Όλα τα παραπάνω είναι μια σύντομη περιπλάνηση στο εύρος και στις δυνατότητες που η ίδια η λογοτεχνική φύση κρύβει, όπως επίσης και στο ότι όλες αυτές οι εξωπραγματικές προσεγγίσεις και ιδέες, αποτυπώθηκαν στα λογοτεχνικά κείμενα μέσα από ένα μικρό ερέθισμα, μια χαραμάδα σε κάποια από τις πόρτες που για αρκετά χρόνια παρέμεναν σκουριασμένες και ακίνητες. Όλοι μας όμως ως συγγραφείς έχουμε την υποχρέωση να σπρώξουμε την πόρτα που μας ταιριάζει και σκάβοντας να ανοίξουμε έναν ακόμα ορίζοντα στους αναγνώστες μας.

Φόβος & Φοβίες [ορισμοί και διάκριση][επεξεργασία κώδικα]

Όπως διάφορες άλλες παρεμφερείς έννοιες έτσι και η φοβία ουσιαστικά απέχει από τον φόβο. Μπορεί οι δύο λέξεις να μοιάζουν συνώνυμες, λόγω της κοινής τους ρίζας, αλλά υπάρχει αυτή η λεπτή διάκριση που επεξηγεί τη διαφορετικότητα.

Κατ’ απόλυτη εννοιολογική προσέγγιση, ο φόβος οριοθετείται ως «το εξαιρετικά δυσάρεστο συναίσθημα που καταλαμβάνει κάποιον στην παρουσία ή τη σκέψη πραγματικού ή υποθετικού κινδύνου ή απειλής» (Μπαμπινιώτης 2006). Αποτελεί ένα έμφυτο αίσθημα που υπακούει στο αρχέγονο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ο Αριστοτέλης υπονοεί στην Ρητορική ότι ο φόβος έρχεται όταν ο κίνδυνος πλησιάζει, «γιατί τα πολύ μακρινά δεν τα φοβούνται (οι άνθρωποι)». Αυτό που μας ενδιαφέρει βέβαια είναι ο δικός μας φόβος, αυτός που εμάς απειλεί και όχι τους άλλους, λησμονώντας κάθε στιγμή ότι «ο φόβος του θανάτου και του θνήσκειν είναι συνεχώς παρών στην ιστορία» (Bourke 2005).

Η λέξη φοβία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το έτος 1786 (σύμφωνα με το Oxford English Dictionary) και είχε ονομαστεί αρχικά «αγχώδης υστερία» (Word 2010). Πλέον προσδιορίζεται ως «ο αγχώδης και παράλογος και επίπονος φόβος για συγκεκριμένο αντικείμενο, πρόσωπο, ζώο ή κατάσταση, του οποίου τον παράλογο και υπερβολικό χαρακτήρα αναγνωρίζει ο πάσχων, χωρίς όμως να μπορεί να απαλλαγεί από αυτόν, χωρίς να μπορεί να τον διαχειριστεί».

Οι ψυχαναλυτικές ερμηνείες της φοβίας ασχολούνται με τον εσωτερικό κόσμο και κυρίως με τη σημαντική επίδραση της φαντασίωσης, του άγχους, της ψυχικής σύγκρουσης και ιδίως της αμφιθυμίας (σύγκρουση μεταξύ συναισθημάτων και διαρκής εναλλαγή).

Εμφανίζονται όταν το άτομο φοβάται κάποια εξωτερικά ερεθίσματα ή συνθήκες που δεν είναι αντικειμενικά επικίνδυνες (ύψος, έντομα, αίμα κ.λπ.), γιατί η κάθε φοβία αφορά έναν ακούσιο και εξαιρετικά έντονο φόβο για μια κατάσταση ή αντικείμενο, το οποίο όμως δεν αποτελεί έντονη απειλή τη συγκεκριμένη στιγμή.

Η ουσιαστική διάκριση μεταξύ φόβου και φοβίας (Κουσιάδης Ε. http://www.kousiadis.gr) είναι ότι «φόβος είναι μία φυσιολογική και αναμενόμενη αντίδραση απέναντι σε έναν πραγματικό κίνδυνο ή μία ορατή απειλή, ενώ η φοβία είναι μία υπερβολική αντίδραση φόβου, καθαρά υποκειμενική και εντελώς δυσανάλογη με το μέγεθος του πραγματικού κινδύνου ή της επικείμενης απειλής (Marshall, 1994)».

Εν προκειμένω επικεντρωνόμαστε στο εννοιολογικό ζήτημα της φοβίας, όπως αυτή μπορεί να αποτυπωθεί ή αποδοθεί στα διάφορα λογοτεχνικά είδη και προσδίδει στον αναγνώστη το συναίσθημα του παράλογου φόβου (= φοβία) με τέτοιο τρόπο, ώστε ο δέκτης του κειμένου να παγιδευτεί στο συναίσθημα, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του πραγματικού φόβου. Επομένως, ο Φοβικός Ρεαλισμός στηρίζεται στη δύναμη του κειμένου να προκαλέσει στον αναγνώστη τέτοια αντίδραση σαν να απειλείται η ζωή του, υποβάλλοντάς τον στην υποκειμενική επεξεργασία και αξιολόγηση μιας κατάστασης ως απειλητικής, εκδηλώνοντας υπερβολικό άγχος και καταλήγοντας στο αίσθημα της φοβίας (Marks, 1969).

Ορισμός του Φοβικού Ρεαλισμού[επεξεργασία κώδικα]

Το λογοτεχνικό ρεύμα βάσει του οποίου γεγονότα ρεαλιστικού χαρακτήρα αποβαίνουν σε υπερρεαλιστική εκτίμηση, λόγω κάποιου φοβικού ερεθίσματος, δίνοντας έμφαση στην υπερβολή της υποκειμενικότητας, στον ελεύθερο συνειρμό και στην απομείωση του χάσματος της πραγματικότητας με την φαντασία.

Στοιχεία του Φοβικού Ρεαλισμού[επεξεργασία κώδικα]

Με σκοπό την οριοθέτηση ενός πλαισίου-πυρήνα του Φοβικού Ρεαλισμού, κρίνεται σκόπιμο να προσδιοριστούν τα βασικά στοιχεία του ή αλλιώς οι κατ’ ελάχιστον θεμελιώδεις προϋποθέσεις που πρέπει να εμπεριέχονται σε ένα λογοτεχνικό έργο, ώστε να υπάγεται στο πλαίσιο του «φοβικού ρεαλισμού».


(i) Αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο[επεξεργασία κώδικα]

Σκοπός είναι ο αναγνώστης –ως ανυποψίαστος δέκτης του κειμένου– να πλησιάσει τον ήρωα και με την αμεσότητα της αφήγησης να ταυτιστεί μαζί του.

Από καθαρά τεχνικής πλευράς απόδοσης η δευτεροπρόσωπη αφήγηση προσδίδει στο κείμενο την απαιτούμενη αμεσότητα*. Ο τρόπος αυτός απόδοσης της ιστορίας μύθου στοχεύει ώστε ο αναγνώστης να μετατραπεί από απλό παρατηρητή σε παθητικό δέκτη και μέρος της. Τόσο οι λέξεις και οι φράσεις, όσο και η δομή του κειμένου αλλά και ο τρόπος απόδοσής του θα πρέπει να επενεργούν στη συνειδητή βούληση του αναγνώστη και να ανατρέπουν την όποια πρόθεσή του –ή έστω δυναμική του– αντίστασης προς την ενσάρκωση των όσων βιώνει ο ήρωας. Το κείμενο αποσκοπεί στην εξ αρχής διάπλαση λογοτεχνικής φοβίας στον αναγνώστη, να τον φέρνει κοντά σ’ αυτήν και να τον περιτυλίγει σε μια φοβική κατάσταση ακόμα και αν δεν το επιλέγει συνειδητά.

Η προοπτική του αφηγητή στην ιστορία (οπτική γωνία) και η σχέση του με την υπόθεση θα πρέπει να είναι εσωτερική, δηλαδή ο ήρωας να αφηγείται την ιστορία και όσα υποπίπτουν στην αντίληψή του. Ο αυτοδιηγητικός τύπος αφήγησης συστήνεται ώστε ο ίδιος ο ήρωας–αφηγητής (αναγνώστης) να είναι και ο πρωταγωνιστής στην ιστορία που αφηγείται (G. Genette, 2007 & Ε. Καψωμένος, 2014). Με τον τρόπο αυτόν το αίσθημα του άγχους και της φοβίας, παγιώνεται στον ήρωα και ο αναγνώστης με τη σειρά του δεν παραμένει ένας απλός παρατηρητής, αλλά το βιώνει δεκτικά. Είναι μάλιστα σημαντικό η πρόκληση αυτού του αισθήματος να αποσκοπεί ακόμα και σε όσους αναγνώστες δεν θέλουν να το πιστέψουν, αφού κάπου μέσα μας –στο αχανές ασυνείδητο– υπάρχουν μικρές φοβίες που καραδοκούν και κανείς δεν θέλουμε να τις ενοχλήσει.

«Χάνεις μονάχα ό,τι ξεχνάς. Και επειδή πολλά πράγματα δεν είναι στ’ αλήθεια ξεχασμένα αλλά απλώς καταχωνιασμένα σε κάποιες αραχνιασμένες και ασύχναστες γωνιές της πανανθρώπινης φυλετικής μνήμης, ανεξίτηλα αποτυπωμένα στους ίδιους ντελικάτους κρυστάλλους της έλικας του DNA –ποιος ξέρει;– ίσως μπορεί και να ξαναβρεθούν. Κάποια μονοπάτια για πιο παράξενους κόσμους!» (Μπαλάνος 1993 & 1998).


*Συστήνεται η δευτεροπρόσωπη αφήγηση ως πιο άμεση επικοινωνία μεταξύ αφηγητή και αναγνώστη. Δεν αποκλείεται και η επιλογή της τριτοπρόσωπης ή και πρωτοπρόσωπης αφήγησης, αρκεί να επιτευχθεί η εξομοίωση του αναγνώστη με τον αφηγητή–ήρωα.


(ii) Αφήγηση καταστάσεων και όχι περιγραφή[επεξεργασία κώδικα]

Απαιτείται η αφηγηματική προσέγγιση καταστάσεων και αισθημάτων, δηλαδή ενασχόληση με πράξεις ή συμβάντα που λαμβάνονται ως καθαρές διαδικασίες (Genette, Marin Mathieu – Colas 1987). Όχι απλή περιγραφική απόδοση που καθιστά ανενεργή τη φαντασία, μειώνει τη δυναμική του φοβικού αντικειμένου και εν τέλει απομακρύνει τον αναγνώστη απ’ το κείμενο.

Όπως έλεγε και ο Γάλλος κριτικός Σερζ Ντουμπρόβσκι, «η λογοτεχνία είναι φτιαγμένη από τόσες λέξεις όσες και σιωπές, αυτό που λέει, αποκτά το πλήρες νόημά του μέσα από αυτό που δεν λέει: και αυτό ακριβώς είναι η σημασία της» (Doubrovsky 1973).

Η φαντασία του αναγνώστη πρέπει να λειτουργήσει ελεύθερα μέσα από αφαιρετικά και απροσδιόριστα στοιχεία της φοβίας, χωρίς αυστηρές υποδείξεις και συγκεκριμενοποίηση καταστάσεων ή γεγονότων. Δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται επακριβώς το φοβικό στοιχείο. Αρκεί η αφήγηση να σπέρνει ανοίκεια ψήγματα, ικανά να αφομοιωθούν από τον αναγνώστη και μετά να τον αφήνει μόνο του να τα αντιμετωπίσει. Έτσι κι αλλιώς «η γλώσσα εκφράζει τόσο με ό,τι βρίσκεται ανάμεσα στις λέξεις όσο και με τις λέξεις τις ίδιες και με ό,τι δεν λέγει όσο και με ό,τι λέγει, καθώς ο ζωγράφος ζωγραφίζει τόσο με ό,τι σχεδιάζει όσο και με τα κενά που αφήνει ή με τις πινελιές που δεν εκτέλεσε» (Merleau – Ponty 1992).

Μέσα απ’ το κείμενο θα πρέπει να έρχονται στην επιφάνεια εκείνα τα στοιχεία που δομούν τη φοβική κατάσταση, αλλά η περιγραφική τελική εικόνα να μην αποδίδεται. Η κειμενική μορφή είναι που θα αποδώσει την ουσία του περιεχομένου αφού η μορφή κατά κάποιον τρόπο αντηχεί, συμπληρώνει, ή υποδεικνύει το περιεχόμενο (Hawthorn 2012). Στο πλαίσιο αυτό ο αναγνώστης «αιχμαλωτίζεται» από τα ερεθίσματα της φοβικής κατάστασης και σε συνδυασμό με την πλοκή, την διαμορφώνει στο νου μόνος του, χωρίς υποδείξεις και επακριβείς προσδιορισμούς. Το φοβικό αντικείμενο θα περάσει μέσα απ’ την ιστορία και τον ήρωα, στον αναγνώστη-δέκτη, θα καταστεί οικείο και θα τον κάνει να πιστέψει ότι υπάρχει, ότι είναι και ο ίδιος μέρος αυτού και ότι δεν ελέγχεται με τη λογική του. Είναι ακριβώς το σημείο που ο αναγνώστης δεν συμπάσχει με τον ήρωα, ούτε τον λυπάται, αλλά γίνεται κομμάτι της ιστορίας του.

Υπό το πρίσμα αυτό η ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα θα τον βοηθήσει να ενσαρκώσει έναν φοβικό χαρακτήρα, χωρίς όμως να γνωρίζει και να έχει επίγνωση της αιτίας του παράλογου φόβου ή ακόμα και της πραγματικής του υπόστασης. Ακόμα μάλιστα και αν αποδεχθεί ότι ο φόβος είναι «άλογος», δεν επαρκεί για να τον τραβήξει από την ψυχολογική κατάσταση που πλάθει και βιώνει. Παραμένει εγκλωβισμένος στην αρπαγή απ’ την φοβική αντίδραση και σέρνεται με τη ροή της αφήγησης. Ο συγγραφέας οφείλει μέσω του αφηγητή να κρατήσει γερά απ’ το χέρι τον αναγνώστη και να τον τραβήξει στις πιο μύχιες σκέψεις του. Να τον πείσει ότι το κείμενο απευθύνεται σ’ αυτόν τον ίδιο, δίχως επιλογή. Έτσι κι αλλιώς αρκετές φορές μιλάμε ή γράφουμε για κοινά πράγματα, αλλά ο καθένας μας τα αντιλαμβάνεται με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Αυτός ο τρόπος είναι που κάνει τη διαφορά γιατί ο καθένας μας κρύβει το δικό του φοβικό θυμικό. Είναι ακριβώς όπως στην περίπτωση που «…το κορίτσι αυτό αντέκρουε τις καλοπροαίρετες διαβεβαιώσεις του πατέρα της ότι τα λιοντάρια δεν μπορούν να σκαρφαλώσουν μέχρι το δωμάτιό της, λέγοντας με παράπονο πως, βέβαια, ο πατέρας της μιλούσε για τα πραγματικά λιοντάρια που δεν μπορούν να σκαρφαλώσουν, αλλά τα δικά της λιοντάρια μπορούν και παραμπορούν…» (Freud, A. 1977).

Ο αφηγητής εμβαθύνει και επεμβαίνει στον ψυχισμό του ανυποψίαστου αναγνώστη για να προκαλέσει έστω και το ελάχιστο, να φυτέψει μια σπίθα παράλογου φόβου· αφού ένα λογοτεχνικό έργο ποτέ δεν γίνεται αντιληπτό από τον αναγνώστη με αθωότητα (Hawthorn 2012).

Ακόμα και αν όλα παραμείνουν απροσδιόριστα, αποδοθούν ως ακατανόμαστα στοιχεία, σε υποκειμενική βάση παίρνουν μορφή, σχήμα, σάρκα και γίνονται φοβικό ερέθισμα-αντικείμενο που πλάθεται ελεύθερα και το βιώνει ο δέκτης. Γιατί όλοι μας ως αναγνώστες και ως ύπαρξη διαφυλάττουμε την ηρεμία και την ακεραιότητά μας, ακόμα και όταν όλα αρχίζουν να μας ζορίζουν, έστω και πίσω απ’ τις σελίδες. Κάποιες φορές όμως η αφήγηση αναστέλλει τη λογική και τα όριά μας, αφού είναι ίσως ο πιο άμεσος τρόπος να επιτρέψουμε σε ένα κομμάτι του εαυτού μας να τον προδώσει ολόκληρο, μιας και επί της ουσίας τα ανθρώπινα πάθη υποσκάπτουν την ακεραιότητα του έλλογου εαυτού μας.

Δεν είναι αρκετό λοιπόν να υπάρχει αφήγηση, αλλά μέσω αυτής το κείμενο θα πρέπει να κάνει τον αναγνώστη να δώσει αξία στη φοβία που διαμορφώνεται. Να τον καθηλώσει στο πλαίσιο αυτό χωρίς να επιτρέπεται να μετατοπίσει την προσοχή του. Χρειάζεται μια δυνατή απόδοση, μια δυνατή στιγμή στην ιστορία που θα οδηγήσει στην πολυπόθητη ανοικείωση και θα κάνει την φαντασία πραγματικότητα. Έτσι το φοβικό στοιχείο θα ξεπερνά τα προσωπικά όρια του δέκτη και η επίγνωσή του θα παραμένει προσηλωμένη στην αλήθεια της μυθοπλασίας.

Ο H.P. Lovecraft ανέφερε στις επιστολές του (Lovecraft 1976, α’ έκδοση στην Ελληνική γλώσσα 1997): «Οι άξεστοι συγγραφείς χρησιμοποιούν το παλιό κόλπο να αποκαλούν μια κρυμμένη φρίκη “υπερβολικά τερατώδη για να μπορεί να περιγραφεί”, απλώς ως δικαιολογία για να μην συγκροτούν και οι ίδιοι κάποια σαφή εικόνα της υποτιθέμενης φρίκης. Αλλά ο ασκημένος συγγραφέας που ξέρει τι κάνει, μπορεί συχνά να υπαινίσσεται κάτι με περισσότερη αποτελεσματικότητα απ’ όση θα είχε το ίδιο το πράγμα αν λεγόταν ανοιχτά».

Στον Φοβικό Ρεαλισμό δεν αποτυπώνονται καταστάσεις ή αισθήματα. Δεν περιγράφονται οι πιο ενδόμυχες σκέψεις και ανησυχίες. Ο συγγραφέας σπέρνει ερεθίσματα και αφήνει τον νου του αναγνώστη να χαθεί στα δικά του μονοπάτια, αυτά που γνωρίζει, αλλά και εκείνα που για πρώτη φορά θα αφήσει τα χνάρια του.

Έτσι κι αλλιώς «μιλώντας ή γράφοντας δεν αναφερόμαστε σε “κάτι να ειπωθεί” που είναι μπρος μας, διάφορο από κάθε μιλιά, αυτό που έχουμε να πούμε δεν είναι παρά το περίσσευμα αυτού που ζούμε πάνω σ’ αυτό που ήδη έχει λεχθεί» (Merleau – Ponty 1992).


(iii) Ονειρικό στοιχείο[επεξεργασία κώδικα]

Ο συγγραφέας οφείλει με την αφηγηματική τεχνική να πλάθει τα θεμέλια για το ονειρικό στοιχείο. Μόνο έτσι θα μπορέσει να διαμορφώσει το μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Η ρεαλιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται –σε συνδυασμό με τα παιχνίδια του νου (και όχι του μυαλού)– διαμορφώνει σκέψεις, εντυπώσεις και καταστάσεις που δεν άπτονται της πραγματικότητας, αλλά μιας στριφνής φαντασίωσης. Εκεί πρέπει να βρεθεί ο ήρωας και κατ’ επέκταση ο αναγνώστης.

Αυτό ακριβώς είναι το σημείο που ο αφηγητής χάνεται ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον πραγματικό και τον φανταστικό. Το επιλεγόμενο φοβικό ερέθισμα (ένας ήχος στο σκοτάδι, μια αντανάκλαση, ένας θόρυβος στο διπλανό δωμάτιο του σπιτιού, η υπόνοια για μια σκιά κ.λπ.) τον αποσπά απ’ τη λογική εκτίμηση και οριακά τον «έλκει» στην άλλη πλευρά· εκεί που η φαντασίωση οργιάζει και η πραγματικότητα γίνεται κάτι από εφιάλτης. Ο ήρωας χάνει την ψυχραιμία του, οι παλμοί του αυξάνονται, κρύος ιδρώτας λούζει το κορμί του και ο νους σκέφτεται τα χειρότερα. Με μόνο το ερέθισμα διαμορφώνει μια ονειρική κατάσταση που την αποδέχεται ως φανταστική αλλά αδυνατεί να την αποφύγει και δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει με λογική εκτίμηση. Εισέρχεται σε ένα άλλον κόσμο, μια άλλη παράλληλη ιστορία, η οποία όχι μόνο δεν αποτελεί ρεαλιστική αποτύπωση, αλλά τον αναγκάζει να την βιώσει στο έπακρο και με τα δεδομένα της να «παλέψει» για να απαλλαγεί απ’ την φοβία που μόνος του διαμόρφωσε.

Η αφηγηματική αυτή απόδοση, σε συνδυασμό με την ταύτιση του αναγνώστη με τον αφηγητή, θα πρέπει να τον κάνει να σκέφτεται και έξω απ’ το κείμενο και να αναρωτηθεί για την αγωνία που υπερκαλύπτει το φοβικό αίσθημα του ήρωα.

Όταν ο αφηγητής βρεθεί στο μεταίχμιο αυτό επικρατεί το στοιχείο της υπερβολής και οι αγωνιώδεις καταστάσεις του νου. Βυθίζεται στην ονειρώδη αλήθεια, την αποδέχεται ως πραγματικότητα και νοητικά παλεύει για να την ανατρέψει. Έτσι κι αλλιώς τα όνειρα είναι η νυχτερινή υπόμνηση ότι μπορούμε να πιστέψουμε σχεδόν τα πάντα και ο ήρωάς μας βρίσκεται ακριβώς εκεί να κρατά όσο το δυνατόν πιο γερά το χέρι του αναγνώστη μας.

Υπερβολή και μυθοπλασία επομένως, γιατί στα βάθη της φαντασίας μας όλα μοιάζουν στην υπέρβαση, αλλιώς θα μιλάγαμε μόνο για στοιχεία της έλλογης πραγματικότητας.

Ο Φοβικός Ρεαλισμός έγκειται στο στοιχείο της αυστηρής ακρότητας και της μεγαλοποίησης, της διόγκωσης των πιθανών γεγονότων. Ο ήρωας-αφηγητής φοβάται αληθινά και μαζί με αυτόν και ο αναγνώστης. Υπό το κράτος πανικού, άγχους, φοβικών αισθημάτων, η σκέψη μας ξεφεύγει της αλήθειας και διαμορφώνονται φανταστικές καταστάσεις που διασκεδάζουν τον νου μας.

Το κείμενο και η δομή της ιστορίας θα πρέπει να ξεπερνούν την απλή λογική και τη συσχέτιση του αναγνώστη με την ασφάλεια που του παρέχεται. Ουσιαστικά αποτελεί ένα δημιούργημα της φαντασίας σε συνδυασμό με την διαμορφούμενη εσωτερική κατάσταση που προκαλεί παράλογο φόβο και άγχος. Ο αναγνώστης πρέπει για λίγο να «χαθεί» μέσα στην ιστορία και να πιστέψει την αλήθεια της μυθοπλασίας του νου. Πρέπει να βρεθεί στη δύνη της φανταστικής ιστορίας, με τα ερεθίσματα που πλάθονται από την αφήγηση και έτσι να ενσαρκώσει, να πιστέψει, να ανατριχιάσει και προς στιγμή να πειστεί ότι όλα αυτά είναι πιθανά και εκτός αφήγησης ή ανάγνωσης του βιβλίου. Το ουσιαστικό στάδιο απόδοσης του φοβικού ρεαλισμού έγκειται στο παράδειγμα που ο αναγνώστης –επηρεασμένος απ’ την αφήγηση– κάνει ένα μικρό διάλειμμα για να ελέγξει ότι όλα τα παράθυρα στο σπίτι του είναι ασφαλισμένα και κανένα πλάσμα δεν παραβιάζει την ιδιοκτησία του… ότι τίποτα δεν κρύβεται πίσω απ’ τον καναπέ που κάθεται και επομένως δεν μπορεί να τον αρπάξει απ’ τον σβέρκο… ότι ο θόρυβος που άκουσε από το διπλανό δωμάτιο δεν ήταν κάποιος ή κάτι, οπότε παρέλκει να ελέγξει τους χώρους κ.λπ. Τη στιγμή που ο αναγνώστης θα κατεβάσει για λίγο τις σελίδες του βιβλίου και με πρόφαση να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του, ανάβει στην πορεία του όλα τα φώτα του σπιτιού «για να είναι σίγουρος», τότε ο Φοβικός Ρεαλισμός αποτελεί στοιχείο του λογοτεχνικού κειμένου. Είναι όπως ακριβώς όταν ο αναγνώστης διακόπτει τη συνηθισμένη μοναχική ανάγνωση κατά τις βραδινές ώρες, όχι γιατί νυστάζει, ούτε γιατί κουράστηκε, αλλά γιατί συνειδητά σκέφτεται και επιλέγει ότι προτιμά να συνεχίσει την επόμενη μέρα χωρίς σκοτάδι τριγύρω του ή σε κάποιο μέρος με κόσμο. Κάπως έτσι και ο αφηγητής μας χάνεται στην υπερβολή της ονειρικής πλευράς, μόνο που στην περίπτωσή του οι φράσεις στις σελίδες τον εγκλωβίζουν.

Προς ενίσχυση του αισθήματος αυτού επισημαίνεται και το στοιχείο της αμφισβήτησης. Το κείμενο θα πρέπει εν τω συνόλω του να παράγει φοβικό αίσθημα και ίχνη ανασφάλειας. Πρέπει η αφήγηση να διαμορφώσει αίσθημα στον αναγνώστη (δέκτη) ακόμα και εκεί που δεν υπάρχει. Όχι όμως οποιοδήποτε, αλλά αυτό του άγχους. Το άγχος αποτελεί το πρώτο στάδιο για τον φόβο που κατ’ επέκταση διαμορφώνει φοβικά στοιχεία και μέσω της φαντασίας και του παραλογισμού γίνεται μια γνήσια φοβία. Ο αναγνώστης πρέπει να χάνει την ψυχραιμία του και μόνο σκεπτόμενος. Το παραγόμενο συναίσθημα είναι κυρίαρχο στοιχείο και δεν πρέπει να απομυθοποιείται. Η όποια αποδόμηση αποτελεί και τη διάλυση της φοβίας, οπότε και πρέπει να αποφευχθεί.

Το κείμενο είναι αυτό που θα προκαλεί τέτοιες σκέψεις, ώστε ο αναγνώστης να βιώνει τον κίνδυνο και να ενστερνίζεται τη φοβική κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσω του ήρωα-αφηγητή. Το κείμενο γίνεται ένα με την αλήθεια του αναγνώστη και προκαλεί σκέψεις παράλογου φόβου, ακόμα και κατάσταση πανικού.

Έτσι κι αλλιώς «τα συναισθήματα βασικά δημιουργούνται» (Bourke 2005). Μετά είναι στην κρίση του καθενός πόσο εύκολα θα απαλλαγεί απ’ αυτά ανεξαρτήτως ερεθίσματος. Γιατί αν αυτό είναι δυνατό, τότε αφήνει κατάλοιπα. Ακόμα και όταν κλείσεις το βιβλίο η αίσθησή του θα είναι εκεί, μέσα στο νου, να σε προβληματίζει, να προκαλεί εικόνες και να κρατά δεμένη την επίγνωσή σου όχι μόνο σε όσα διάβασες, αλλά και σε όσα ξύπνησε μέσα σου.


(iv) Η εφαρμογή των «δύο ιστοριών» [η ιστορία μέσα στην ιστορία][επεξεργασία κώδικα]

Στοιχείο του φοβικού ρεαλισμού αποτελεί και η εφαρμογή των «δύο ιστοριών». Η βασική ιστορία εμπεριέχει αφηγηματικά μια δεύτερη, η οποία προκύπτει αναπάντεχα στην πορεία της πλοκής (εγκιβωτισμός).

Η πρωτεύουσα ιστορία δομεί την πλοκή των γεγονότων όπως αυτά συμβαίνουν. Αυτή αποτελεί τον κύριο άξονα του λογοτεχνικού κειμένου και της δράσης. Στην εξέλιξη όμως των γεγονότων και σαν φυσιολογική εκτίμηση, υπάρχει κάποιο συμβάν (φοβικό ερέθισμα = ένας ήχος, μια σκιά, μια παράλογη σκέψη, κατάσταση σκότους κ.λπ.) που γεννά μια νέα ιστορία (δευτερεύουσα) στον αφηγητή και τον παρεκκλίνει από τη ροή της πρωτεύουσας ιστορίας.

Είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα συμβάν, ένα γεγονός, μια προκύπτουσα κατάσταση, για να οδηγηθεί ο ήρωας στη δευτερεύουσα ιστορία. Στο κομβικό αυτό σημείο διαμορφώνεται η καμπή της αφήγησης στον φοβικό ρεαλισμό.

Το συμβάν αυτό αποτελεί μέρος της πρωτεύουσας ιστορίας, η οποία διατηρεί το ρεαλιστικό της χαρακτήρα. Το φοβικό γεγονός θα πρέπει να είναι ικανό να προκαλέσει τέτοια αισθήματα, ανησυχία, αλλά και αντίδραση στον αφηγητή, που θα είναι το βασικό ερέθισμα για παράλογες σκέψεις. Η διαμορφούμενη αγχώδης κατάσταση είναι και η βάση ώστε ο αφηγητής να απομακρυνθεί αρμονικά από την πρωτεύουσα ιστορία και να εμείνει στη δευτερεύουσα και στα παιχνίδια του νου που αυτή του επιφυλάσσει. Πλέον η αφήγηση επικεντρώνεται στη δευτερεύουσα πλοκή και στην πάλη του αφηγητή, αφού το κείμενο επενεργεί με την πρόκληση συναισθημάτων και τη διαμόρφωση επίγνωσης μορφής φοβίας (η φοβική κατάσταση αποδίδεται ως αληθινή κατάσταση).

Στο κομβικό αυτό σημείο οι δύο ιστορίες αλλάζουν ρόλους*, αλλάζουν χαρακτήρα και ο αφηγητής αγωνιά και αποδίδει όλες τις παράλογες σκέψεις του, τις τρομακτικές του φαντασιώσεις, αλλά και τους άλογους τρόπους αντίδρασής του με βάση –όχι τα όσα συμβαίνουν– αλλά τα όσα ανέλεγκτα φαντάζεται ότι μπορεί να του συμβούν.


*Δεν αποκλείεται (ίσως και να απαιτείται σε κείμενα με έκταση, νουβέλες ή μυθιστορήματα) μετά την κομβική μετάβαση στη δευτερεύουσα ιστορία, η αφήγηση να επανέλθει στην πρωτεύουσα και να υπάρξει ροή πραγματικών γεγονότων, ακόμα και εκτίμηση σκέψεων και καταστάσεων απ’ τον αφηγητή. Επίσης ίσως είναι σκόπιμα και κάποια μικρά διαλείμματα από την απόδοση της δευτερεύουσας ιστορίας και επιστροφή στην πρωτεύουσα, ώστε να αναδειχθούν επιμέρους στοιχεία του παραλογισμού τους αφηγητή-ήρωα. Η μια ιστορία είναι η πραγματική και ρεαλιστικά εκτυλίσσεται, ενώ η δεύτερη είναι η φανταστική, δηλαδή αυτή που ο αφηγητής πλάθει με το νου του, υπό το κράτος του άγχους και με βάση κάποιο ερέθισμα που προέκυψε απ’ την πραγματική ιστορία. Τα ηνία πλέον ανήκουν στη φοβική ροή της φανταστικής ιστορίας, όπου ακόμα και ο εσωτερικό μονόλογος μπορεί να αποτελεί μια δυνατή έκφραση για τον αφηγητή μας.


(v) Ιστορία χωρίς τέλος[επεξεργασία κώδικα]

Δεν είναι απαραίτητο να έχουν όλα ένα τέλος και μάλιστα οριοθετημένο επακριβώς. Σίγουρα η πρωτεύουσα ιστορία θα έχει μια πραγματική ροή και κατάληξη, αλλά η δευτερεύουσα; Αυτή που θα ανακατεύει τη μανία του νου μας;

Η πρόταση για τα κείμενα του φοβικού ρεαλισμού είναι να μην υπάρχει προσδιορισμένο τέλος. Σε αντίθεση με την κλασσική μορφή λογοτεχνικής αφήγησης και τους κανόνες του κειμένου, ο Φοβικός Ρεαλισμός απλώνει παντού στο κείμενο και στο νου τα δομικά του στοιχεία, αλλά δεν καταλήγει κάπου συγκεκριμένα. Ο ήρωας πάσχει, υποφέρει, ταλαντεύεται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, και εν τέλει βασανίζεται από τον παραλογισμό του.

Ο ήρωας γλιστρά από την πραγματική ιστορία και βυθίζεται στην φανταστική του φοβικού στοιχείου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Κωστής Παπαγιώργης, «η αγοραφοβία με πέταγε στην υπογλυκαιμία και αυτή με τη σειρά της με έριχνε πίσω αδιάφορη στον κατακλυσμικό πανικό. Τότε νομίζω άρχισα να σκέπτομαι σοβαρά την τρέλα» (Παπαγιώργης 1998).

Αυτή ακριβώς η μαγεία πρέπει να διατηρηθεί. Ο αφηγητής διαμορφώνει τις ιστορίες του και ενώ όλα εκτυλίσσονται ρεαλιστικά τα παιχνίδια του φοβικού νου υπερισχύουν και επενεργούν ώστε ο καθένας μας (ως αναγνώστης), εντός και εκτός κειμένου, να έχει μια δική του εξήγηση ή ερμηνεία για την κατάληξη του ήρωα ή και την προσδιοριστική αποτύπωση της φανταστικής απειλής.

Αν η φανταστική μας ιστορία έχει προσδιορισμένη εξήγηση, τότε η λογική θα διαμελίσει κάτι περισσότερο απ’ την ουσία του φοβικού ρεαλισμού και ο αναγνώστης θα χάσει την ελευθερία του νου του… όσο κι αν αυτός τον απειλεί. Βασικό χαρακτηριστικό του Φοβικού Ρεαλισμού είναι ότι διαμορφώνει ένα στεγανό πλαίσιο. Μέσα σε αυτό εγκαθιστά στοιχεία και βασικές προϋποθέσεις ταυτοποίησης, αλλά ποτέ δεν αποδομεί τη φαντασία. Αντίθετα επιδιώκει να εγκλωβίσει τον αναγνώστη στα δεδομένα του πλαισίου αυτού και να του προσφέρει «τόσα όσα». Μετά επενεργεί ο νους από μόνος του και η φαντασία της φοβίας γίνεται στιγμή, εικόνα, απειλή ή και κάτι από δυνατό καρδιοχτύπι.

Γιατί Φοβικός και γιατί Ρεαλισμός[επεξεργασία κώδικα]

Φοβικός γιατί η αφήγηση αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας φοβικής κατάστασης για το θυμικό του αναγνώστη, μέσα απ’ την πλοκή αλλά και τις παράλογες σκέψεις του ήρωα λόγω του φοβικού ερεθίσματος. Ο ήρωας ζει την πραγματικότητα στη ροή των γεγονότων, μέχρι που το φοβικό ερέθισμα τον ωθεί κυριολεκτικά στο άγχος και στον παραλογισμό. Οι αρνητικές σκέψεις γίνονται μανία και η λογική περιθωριοποιείται. Υπερτερούν μόνο το παιχνίδια του νου και τα φοβικά σημεία μιας νοητικής απειλής.

Ρεαλισμός γιατί τίποτα δεν αλλάζει στην εξέλιξη των πραγματικών γεγονότων. Ο ήρωας εξακολουθεί να υπάρχει στο σκηνικό της αρχικής πλοκής χωρίς κάτι απ’ όσα στην πορεία φαντάζεται να συμβαίνουν. Το σκοτεινό δωμάτιο, το ερημωμένο πάρκο, η σφραγισμένη σοφίτα, ακόμα και το σκούρο χρώμα της απύθμενης θάλασσας παραμένουν όλα ίδια. Ο ήρωάς μας υπάρχει εκεί για να κοιμάται, να κάνει την βόλτα του, να ψάχνει παλιά αντικείμενα, ή ακόμα και να κολυμπήσει. Ο ρεαλισμός εξαντλείται εκεί και παραμένει ανέπαφος, ακλόνητος.

Το γεγονός ότι οι καταστάσεις ή ακόμα και κάποιο ερέθισμα διαμορφώνουν μια διαφορετική αντίληψη και φοβική προσέγγιση στο νου του ήρωα, δεν ανατρέπει τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της αφήγησης. Ο ήρωας σαν οντότητα υπάρχει ακόμα εκεί. Μέσα στο νου του είναι που ερμηνεύει φοβικά και με άκρατη φαντασία τις καταστάσεις και τις ενδείξεις. Από μόνο του μάλιστα το γεγονός ότι ο ήρωας υπάρχει και σκέφτεται (έστω και εκτός πραγματικότητας) επιβεβαιώνει και τον ρεαλισμό της ύπαρξής του, ο οποίος μάλιστα υπερτερεί στην ιστορία.

Το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος σκέψης και συνειδητής επίγνωσης του ήρωα, όχι η πλοκή της ιστορίας. Εξάλλου, κανείς ποτέ δεν θα μας αποκαλύψει στο τέλος τι πραγματικά συνέβη… έτσι φτιάχνουμε τις μυστικές στιγμές μας –μέχρι να ξημερώσει ή να βγούμε απ’ το σκοτεινό πάρκο που μόνοι μας επιλέξαμε– μήπως και απαλλαγούμε απ’ αυτές.

«Οι ψυχικές ασθένειες μπαίνουνε στην ψυχή με το τσουβάλι και βγαίνουμε, αν βγουν ποτέ, με τη βελόνα» (Παπαγιώργης 1998). Μιλάμε λοιπόν για μια αμιγώς ρεαλιστική κατάσταση (πραγματική ιστορία) η οποία λόγω του φοβικού αισθήματος αγγίζει τα όρια της υπερρεαλιστικής προσέγγισης της φοβίας (φανταστική ιστορία).


Αντί επιλόγου[επεξεργασία κώδικα]

Δεν θα μπορούσε να υπάρχει επίλογος σε μια σκέψη που ξεκινά μέσα από τις σελίδες αυτές. Αντίθετα μάλιστα υπάρχει μόνο μια αρχή, μια διάπλατα ανοιχτή πόρτα για όλους· για όποιον θέλει όχι μόνο να «ρίξει μια γρήγορη ματιά» αλλά και να περάσει στα ενδότερα. Αρκεί να διατηρεί την επίγνωση ότι, ξεπερνώντας το μεταίχμιο αυτό, κάθε βήμα πλέον είναι και ένα ακόμα χνάρι στα παιχνίδια του νου μας, έτσι όπως ποτέ ως τώρα δεν μας τα αφηγήθηκαν. Προσωπικά, λοιπόν, γνωρίζω ότι όλα αυτά ακούγονται σε κάποιους πολύ εκτός πραγματικότητας, αλλά έτσι είναι η αλήθεια μας· εκτός πραγματικότητας, αλλιώς η σκέψη μας δεν θα έτρεχε εκεί!

«Έχω νιώσει τον φόβο στην πιο αποπληκτική και αποκρουστική μορφή του. Ωστόσο τόσο έντονα είναι τα αποτυπώματα του παρελθόντος, που δεν θα σταματήσει ποτέ να με σαγηνεύει ο φόβος ως θέμα που προσφέρεται για αισθητική επεξεργασία» (Lovecraft 1976, μτφ 1997).


Περίληψη εισήγησης συνεδρίου[επεξεργασία κώδικα]

Η παρούσα εισήγηση αφορά αποκλειστικά την οριοθέτηση, προσδιορισμό και εισαγωγή ενός «νέου» λογοτεχνικού ρεύματος – κινήματος, το οποίο ονομάζεται «Φοβικός Ρεαλισμός».

Σκοπός της είναι να παρουσιαστούν τα βασικά στοιχεία – χαρακτηριστικά του ως άνω λογοτεχνικού ρεύματος - κινήματος, οι πηγές και επιρροές του από την παγκόσμια λογοτεχνία, η συνάφεια με άλλα λογοτεχνικά ρεύματα – κινήματα, αλλά και τα θεμελιώδη στοιχεία και σημεία που το διακρίνουν από τα υφιστάμενα λογοτεχνικά ρεύματα – κινήματα.

Αποσκοπεί στην απόδοση και ανάλυση του ορισμού «Φοβικού Ρεαλισμού», οριοθετώντας την εννοιολογική του βάση σε γλωσσολογικό, θεματικό και ρεαλιστικό επίπεδο, την εφαρμογή του (ή και αναγνώρισή του) στα διάφορα λογοτεχνικά είδη (μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, ποίηση, δοκίμιο κ.λπ.), το εύρος της θεματολογίας του, όπως επίσης και η διαφορετικότητα του τρόπου απόδοσης μέσω των λογοτεχνικών τεχνικών - θεωριών που υφίστανται.

Τέλος, θα δοθεί έμφαση στην συνάρτηση, εφαρμογή και προοπτική που δύναται να έχει ο «Φοβικός Ρεαλισμός» στην Ελληνική Λογοτεχνία, ποια είδη κειμένων τον προσεγγίζουν, πώς αντιμετωπίζεται απ’ το λογοτεχνικό κοινό της Ελλάδας (σε σύγκριση με τα άλλα λογοτεχνικά είδη), την βάση της θεματολογίας του (μυθοπλασία ή αμιγώς ρεαλισμός), τις προθέσεις και αντιμετώπιση ενός τέτοιου είδους από τους Έλληνες εκδότες (λόγω κριτηρίου εμπορικότητας κ.λπ.) και τον τρόπο προσέγγισης του ελληνικού αναγνωστικού κοινού.

«Φοβικός Ρεαλισμός» ως μια νέα αρχή στη Διεθνή και Ελληνική λογοτεχνία, και πώς οι λέξεις, η δομή του λόγου και η λογοτεχνία μπορούν να παράγουν συναισθήματα στον αναγνώστη που να αγγίζουν τις φοβίες όλων μας.


  • (2012) Μικρές Φοβίες - Pequeñas Fobias [3], συλλογή διηγημάτων (Γιώργος Σπυράκης, εκδόσεις ΙΑΜΒΟΣ)
  • (2016) ε.σύ [4], μυθιστόρημα (Γιώργος Σπυράκης, LIBRON Εκδοτική [5])