Σαλονία
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σαλονία | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Salonia (Λατινικά) |
Γέννηση | 2ος αιώνας π.Χ. |
Θάνατος | 2ος αιώνας π.Χ. (πιθανώς) |
Χώρα πολιτογράφησης | Αρχαία Ρώμη |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Κάτων ο Πρεσβύτερος[1][2] |
Τέκνα | Μάρκος Πόρκιος Κάτων Σαλονιανός[1][3][4] |
Γονείς | Σαλόνιος (σκλάβος) |
Η Σαλονία (λατινικά: Salonia) ήταν Ρωμαία σκλάβα και αργότερα απελεύθερη, που έζησε στα μέσα τού 2ου αι. π.Χ. και η οποία ήταν η δεύτερη σύζυγος τού Κάτωνα τού Πρεσβύτερου. Ήταν η νεαρή κόρη τού δούλου Σαλόνιου, που ήταν υπογραμματέας τού Κάτωνα τού Πρεσβύτερου.[5] Μετά το τέλος της πρώτης του συζύγου, ο Κάτων άρχισε να παρηγορείται με μία σκλάβα, που επισκαπτόταν κρυφά το κρεβάτι του.[6]
Ωστόσο, ο γιος του Μάρκος Πόρκιος Κάτων Λικινιανός και η σύζυγος τού γιου του αποδοκίμασαν τη σχέση, έτσι ο Κάτων αποφάσισε να νυμφευτεί τη Σαλονία, για να λύσει το πρόβλημα.[7][8] Ωστόσο, όταν το έμαθε ο Μ. Π. Κ. Λικινιανός παραπονέθηκε, ότι τώρα το πρόβλημά του ήταν με τον γάμο τού πατέρα του με τη Σαλονία.[9] Ο Κάτων απάντησε ότι αγαπούσε τον γιο του, και γι' αυτόν τον λόγο, ήθελε να έχει περισσότερους γιους σαν αυτόν.[10]
Το 154 π.Χ. η Σαλονία γέννησε τον Mάρκο Πόρκιο Κάτωνα Σαλονιανό [11] που ήταν μόλις πέντε ετών, όταν απεβίωσε ο πατέρας του. Μέσω του γιου της, η Σαλονία έγινε γιαγιά τού Λεύκιου Πόρκιου Κάτωνα και τού Mάρκου Πόρκιου Κάτωνα, και προγιαγιά τού Κάτωνα τού Νεότερου.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 www
.strachan .dk /family /porcius .htm. - ↑ «Salonii» (Ρωσικά)
- ↑ «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 3944. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021.
- ↑ «Digital Prosopography of the Roman Republic» (Αγγλικά) 3369. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2021.
- ↑ Plutarch, Cato the Elder, 24.2.
- ↑ Plutarch, Cato the Elder, 24.1.
- ↑ Plutarch, Cato the Elder, 24.3
- ↑ Plutarch, Cato the Elder, 24.4.
- ↑ Plutarch, Cato the Elder, 24.4
- ↑ Plutarch, Cato the Elder, 24.5
- ↑ Plutarch, Cato the Elder, 24.6