Πύλη:Κύπρος/Επιλεγμένο λήμμα/11

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Κυπριακή διάλεκτος (Κυπριακή Ελληνική ή Κυπριακά) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται από περίπου επτακόσιες πενήντα χιλιάδες Έλληνες στην Κύπρο και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Κύπρου της διασποράς, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και την Ελλάδα. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται ως επίσημος γραπτός λόγος, αλλά είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων Ελληνοκυπρίων. Είναι επίσης η πρώτη γλώσσα πιο ηλικιωμένων Τουρκοκυπρίων από χωριά όπως η Λουρουκίνα και από την περιοχή της Τυλληρίας. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι μιλούν τα Ελληνικά με Κυπριακή Διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα.

Συνήθως, σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής (όπως στα σχολεία, στο κοινοβούλιο, στα μέσα ενημέρωσης και στην παρουσία μη Κυπρίων ομιλητών της Ελληνικής). Από γλωσσολογικής πλευράς υπάρχει διμορφία ανάμεσα στην Κοινή Νέα Ελληνική και την Κυπριακή διάλεκτο.

(περισσότερα)