Πτωχευτικός συμβιβασμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος πτωχευτικός συμβιβασμός είναι νομικός όρος του Πτωχευτικού Δικαίου και αποτελεί σπουδαίο μέτρο αποτροπής μιας πτώχευσης που θα είχε σαν συνέπεια την ολοκληρωτική καταστροφή μιας επιχείρησης.

Στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας ο συμβιβασμός αυτός αποτελεί στη πραγματικότητα ένα αμοιβαίο περιορισμό, (υποχωρήσεις), απαιτήσεων μεταξύ οφειλέτη εμπόρου ή επιχείρησης και δανειστών που λαμβάνει χαρακτήρα αμφοτεροβαρούς σύμβασης.

Σύμφωνα με την νεότερη οικονομική και εμπορική αντίληψη προκειμένου να επέλθει μια ολοκληρωτική καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές συνέπειες, εκτός του πρώτου κινδύνου της απώλειας των οικονομικών απαιτήσεων των δανειστών, όπως του κινδύνου απώλειας εργασίας, ή κατάρρευσης ολόκληρου εμπορικού δικτύου, ή παροχής υπηρεσιών, ανάλογα του τύπου της εταιρείας, κ.ά. έχουν θεσπιστεί διάφορα μέτρα αποτροπής της, μεταξύ των οποίων είναι και αυτό.

Σημειώνεται όμως ότι σύμφωνα με την ελληνική σχετική νομοθεσία (εμπορικού νόμου) τέτοιος συμβιβασμός απαγορεύεται αν ο πτωχεύσας καταδικάστηκε για δόλια χρεοκοπία. Επίσης αν το δικαστήριο για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή των πιστωτών αντιταχθεί στους όρους του συμβιβασμού μπορεί αυτό να το απαγορεύσει.