Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ισπανία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης
Το έμβλημα του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης της Ισπανίας
Κάτοχος
Κάρλος Λέσμες Σεράνο

από τις 11 Δεκεμβρίου 2013
ΠροσφώνησηΑυτού Εξοχότητα
ΈδραΒασιλικό Μοναστήρι Σαλέσας, Μαδρίτη
ΠροτείνωνΓενικό Συμβούλιο της Δικαιοσύνης
Διορισμός απόΒασιλιάς της Ισπανίας
Διάρκεια θητείας5 έτη, δικαίωμα 2 θητειών
Δημιουργία1812
Πρώτος κάτοχοςΡαμόν Ποσάδα ι Σότο
ΑναπληρωτήςΑντιπρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Μισθός138.132 ετησίως[1]
Ιστοσελίδαpoderjudicial.es

Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και επίσης Πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης είναι η ανώτατη δικαστική αρχή του Βασιλείου της Ισπανίας. Τα καθήκοντα του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβλέπονται στο Σύνταγμα, ενώ ο διορισμός γίνεται από το Μονάρχη, αφού προηγουμένως ο υποψήφιος έχει καθοριστεί από την Ολομέλεια του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης. Η θητεία του είναι πενταετής και μπορεί να τερματιστεί νωρίτερα με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης ή λόγω παραίτησης του ίδιου του Προέδρου. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου προεδρεύει ακόμη επί των ειδικών δικαστηρίων, όπως το Ειδικό Επιμελητήριο που επιλύει συγκρούσεις μεταξύ αστικής και στρατιωτικής δικαιοδοσίας.[2]

Από τότε που ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο το 1812, 48 άνδρες έχουν υπηρετήσει στο αξίωμα του Προέδρου. Ο πρώτος ήταν ο Ραμόν Ποσάδα ι Σότο (1812-1814). Το Γενικό Συμβούλιο της Δικαιοσύνης ιδρύθηκε το 1978 και η πρώτη συνεδρίασή του πραγματοποιήθηκε το 1980, εκλέγοντας τον Άνχελ Εσκουδέρο ντελ Κοράλ ως Πρόεδρό του. Από το 2013, 48ος Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και 8ος Πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης είναι ο Κάρλος Λέσμες Σεράνο.[3]

Σύμφωνα με το Άρθρο 598 της Οργανικής Πράξης Δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει τα κάτωθι καθήκοντα:[4]

  • Να εκπροσωπεί το Γενικό Συμβούλιο της Δικαιοσύνης.
  • Να συγκαλεί και να προεδρεύει στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας και της Μόνιμης Επιτροπής, αποφασίζοντας σε περιπτώσεις ισοψηφίας..
  • Να καθορίζει την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων της Ολομέλειας και της Μόνιμης Επιτροπής.
  • Να προτείνει στην Ολομέλεια και στη Μόνιμη Επιτροπή οποιοδήποτε θέμα κρίνει κατάλληλο για την αρμοδιότητά τους.
  • Να προτείνει το διορισμό του δικαστή εκείνου που θα είναι υπεύθυνος για τη λήψη απόφασης στο Συμβούλιο κατά την προετοιμασία της επίλυσης ενός θέματος.
  • Να εξουσιοδοτεί με την υπογραφή του τις αποφάσεις της Ολομέλειας και της Μόνιμης Επιτροπής.
  • Να ασκεί την ανώτερη διοίκηση των δραστηριοτήτων των τεχνικών οργάνων του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης.
  • Να καθορίζει την πολιτική του Γραφείου Τύπου του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης.
  • Να διορίζει και να απολύει τον Διευθυντή του Γραφείου του Προέδρου και τον Διευθυντή του Γραφείου Τύπου, καθώς και προσωπικού στην υπηρεσία του Προέδρου.
  • Να διενεργεί τον διορισμό του δικαστή του Β΄ και του Γ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και το διορισμό του αναπληρωτή δικαστή των ανωτέρω τμημάτων, που αναλαμβάνει καθήκοντα σε περίπτωση κενής θέσης, απουσίας ή αδυναμίας.
  • Να προτείνει στην Ολομέλεια τον υποψήφιο Αντιπρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τον Γενικό Γραμματέα και τον Αναπληρωτή Γενικό Γραμματέα. Στις δύο τελευταίες θέσεις έχει εξουσία απόλυσής τους[5]
  • Να αναθέτει καθήκοντα σε συγκεκριμένους φορείς του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης ή σε ομάδες εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η ανάθεση δεν είναι μόνιμη ή απεριόριστου χρόνου.

Από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου εξαρτάται το Συμβούλιο της Προεδρίας, με επικεφαλής έναν Διευθυντή, ο οποίος διορίζεται και απολύεται ελεύθερα από τον εκάστοτε Πρόεδρο. Το Συμβούλιο και ο Διευθυντής αυτού ασκούν τα καθήκοντα που του αναθέτει ο Πρόεδρος και διευθύνουν τις Υπηρεσίες της Γραμματείας της Προεδρίας, τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης.[6] Μόνο ένας δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου ή δικαστικοί υπάλληλοι που πληρούν τις νομικές προϋποθέσεις για άνοδο μέχρι το αξίωμα του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορούν να κατέχουν το αξίωμα του Διευθυντή του Συμβουλίου της Προεδρίας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 586 της Οργανικής Πράξης Δικαιοσύνης, εκείνος που θα εκλεγεί Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης:

«Είναι απαραίτητο να είναι μέλος του δικαστικού σώματος και Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να πληρεί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να είναι Πρόεδρος κάποιου Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή να είναι δικαστής αναγνωρισμένης επάρκεια με περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια αρχαιότητας κατά την άσκηση του επαγγέλματος»

— Άρθρο 586,1, LOPJ

Ο πρόεδρος εκλέγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου εάν έχει λάβει την ψήφο των τριών πέμπτων των μελών της Ολομέλειας. Εάν δεν συμβεί αυτό, διεξάγεται μια δεύτερη ψηφοφορία μεταξύ των δύο υποψηφίων που έλαβαν τις περισσότερες ψήφους στην πρώτη ψηφοφορία και εκείνος που λαμβάνει τελικώς τη μεγαλύτερη υποστήριξη εκλέγεται πρόεδρος. Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία, τα αποτελέσματα κοινοποιούνται στον Μονάρχη της Ισπανίας, ο οποίος εγκρίνει τον υποψήφιο και τον διορίζει στη θέση του Προέδρου. Στη συνέχεια, ο διορισμένος Πρόεδρος ορκίζεται ενώπιον του Μονάρχη και της Ολομέλειας του Δικαστηρίου.[7]

Σύμφωνα με το άρθρο 588 της Οργανικής Πράξης Δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το Γενικό Συμβούλιο της Δικαιοσύνης μπορεί να παυθεί από τα καθήκοντά του για τους ακόλουθους λόγους:[8]

  1. Λόγω της λήξης της θητείας του.
  2. Λόγω παραίτησής του.
  3. Έπειτα από απόφαση της Ολομέλειας του Γενικού Συμβουλίου της Δικαιοσύνης, λόγω αποδεδειγμένης ανικανότητας ή σοβαρής παραβίασης των καθηκόντων του. Τέτοια απόφαση πρέπει να ψηφιστεί από τα τρία πέμπτα των μελών της Ολομέλειας.

Ο Όρκος του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δίνεται ακόμη από όλους τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και από όλα τα μέλη του δικαστικού σώματος, σύμφωνα με το Άρθρο 318 της Οργανικής Πράξης Δικαιοσύνης.

«Ορκίζομαι ευπειθώς να υπακούω και να επιβάλλω ανά πάσα στιγμή το Σύνταγμα και τα υπόλοιπα νομοθετήματα, με πίστη στο Στέμμα, να αποδίδω δίκαιη και αμερόληπτη δικαιοσύνη και να εκπληρώνω τα δικαστικά μου καθήκοντα».

— LOPJ, Άρθρο 318