Πολυμέρεια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πολυμέρεια (στα Αγγλ.: merosity και στα Γαλλ.: polymery, ονομάζεται επίσης και X-Mérie ή n-Mérie), αναφέρεται στον αριθμό των συμμετρικών τμημάτων (γενικά αξονική συμμετρία) των σπειρών (περιάνθιο, φύλλα, κλαδιά) ενός φυτού.

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των λουλουδιών, στην οποία περίπτωση αναφέρεται στον αριθμό των σεπάλων (sepals)[Σημ. 1] στον κάλυκα,[Σημ. 2] τον αριθμό των πετάλων στην στεφάνη του άνθους και τον αριθμό των στημόνων σε κάθε βλαστικό κρίκο του ανδρείου (androecium).[1][Σημ. 3] Ο όρος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί, για να αναφερθεί στον αριθμό των φύλλων στις ελικώσεις των φύλλων.

Βασικοί τύποι πολυμερειών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 2: διμερή, διμερείς, 2-μερείς
  • 3: τριμερή, τριμερείς, 3-μερείς
  • 4: τετραμερή, τετραμερείς, 4-μερείς
  • 5: πενταμερή, πενταμερείς, 5-μερείς
  • υψηλός αριθμός: πολυμερή, πολυμερείς, ν-μερείς

Πινακοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ένα σέπαλο, είναι ένα μέρος του άνθους των αγγειόσπερμων (ανθοφόρα φυτά), που συνήθως είναι πράσινο. Τα σέπαλα, τυπικώς λειτουργούν ως προστασία για τον οφθαλμό του λουλουδιού και συχνά ως υποστήριξη για τα πέταλα, όταν βρίσκονται στην άνθιση. [Παρ. Σημ. 1] [Παρ. Σημ. 2] [Παρ. Σημ. 3]
  2. Κάλυξ (πληθυντικός: κάλυκες), ο εξωτερικός βλαστικός κρίκος ενός λουλουδιού, συνήθως πράσινος· τα σέπαλα από ένα λουλούδι συλλογικά.
  3. Ανδρείον (androecium), αρσενικά μέρη του άνθους· οι στήμονες από ένα λουλούδι συλλογικά· συγκρ. γυναικείον.
Παραπομπές σημειώσεων
  1. «Oxford dictionary». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2016. 
  2. «Collins dictionary». 
  3. Beentje, Henk (2010). The Kew Plant Glossary. Richmond, Surrey: Royal Botanic Gardens, Kew. ISBN 978-1-84246-422-9. , p. 106

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόσθετη ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • (Αγγλικά) Decraene, L. P. Ronse; Smets, E. F. (1994). «Merosity in flowers: Definition, origin, and taxonomic significance». Plant Systematics and Evolution 191 (1–2): 83–104. doi:10.1007/BF00985344.