Παλληκάρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Παλληκάρι λέγεται ο νέος άντρας, θαρραλέος, μαχητικός, γενναίος, τολμηρός//νεαρός, νιος, ανύπαντρος, εργένης.

Οι λέξεις «παλληκάριον» και «παλληκάριν» υπάρχουν σε μεσαιωνικά ελληνικά κείμενα από τον 7ο αιώνα.[1] Την εποχή του Βυζαντίου "παλληκάρι" ονομαζόταν ο πεζός βοηθός ή ακόλουθος ενός εφίππου στρατιώτη των μεσαιωνικών ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Αντιστοιχούσε στη λέξη «ίνφανς» που χρησιμοποιούσαν στη Δυτική Ευρώπη και σήμαινε "παιδί", ενώ από την ξένη αυτή λέξη προέκυψε στη συνέχεια ο όρος "φαντάρος", που σημαίνει "πεζός στρατιώτης". Στη συνέχεια αντιστοιχούσε στην έννοια του απλού πεζού στρατιώτη που υπηρετούσε κατά κύριο λόγο σε ακριτικές μονάδες και, επομένως, στην έννοια του γενναίου και επιδέξιου πολεμιστή.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης, η λέξη παλληκάρι αντιστοιχούσε σε ένοπλο πολεμιστή που ανήκε σε ομάδα άτακτου στρατού ή σε ομάδα κλεφτών ή αρματολών.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιθανότατα προέρχεται από το αρχαίο "πάλληξ" και "πάλλαξ" που σημαίνουν "νεαρός, νέος που δεν έχει φτάσει ακόμα στην εφηβία".[1][2][3]

Επίσης, υπάρχει πιθανότητα να προέρχεται από το ιαπετικό pele/on ή να πρόκειται για λέξη συγγενή με το εβραϊκό pileges ή το αραμαϊκό pilacta που σημαίνουν "πολεμιστής"[3], αν και αυτές οι προελεύσεις αμφισβητούνται[2].

Λέγεται επίσης πως οι Λακεδαίμονες πολεμιστές συνήθιζαν να "πάλλουν την κάρα" (κουνούν το κεφάλι δεξιά-αριστερά) ώστε η συντονισμένη αυτή κίνηση να προκαλεί δέος στον εχθρό. Το λοφίο στο επάνω μέρος του κράνους πρόσθετε επιπλέον στον εντυπωσιασμό.

Πρόσθετες πληροφορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παροιμίες και φράσεις που περιέχουν τη λέξη "παλληκάρι":

  1. «Στον πόλεμο φαίνονται τα καλά τα παλληκάρια», που αναφέρεται στην τόλμη που επιδεικνύεται στις δυσκολίες.
  2. «Το καλό το παλληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι», εννοώντας αυτούς που γνωρίζουν πώς να υπερνικούν τα εμπόδια.
  3. «Παλληκάρι της φακής», που αναφέρεται σε θρασύδειλους ανθρώπους.

Ελληνικές ταινίες των οποίων ο τίτλος περιέχει τη λέξη "παλληκάρι": Η νεράιδα και το παλικάρι, Κάτι κουρασμένα παλικάρια.

Συνώνυμα:[4] Λεβέντης, λεβεντονιός, ασίκης, τολμηρός, τολμητίας, αντρειωμένος, ήρωας //νεανίας, ανύπαντρος, εργένης, αμούστακος, μπεκιάρης, αγόρι.

Αντίθετα:[4] Φοβητσιάρης, δειλός, λιγόψυχος, άνανδρος, άτολμος.

Παράγωγα:[4] Παλληκαράς/παλικαράς, παλληκαράκι/παλικαράκι, παλλήκαρος/παλίκαρος παλληκαριά/παλικαριά, παλληκαρίσιος/παλικαρίσιος, παλληκαρίστικος/παλικαρίστικος, παλληκαροσύνη/παλικαροσύνη, παλληκαρισμός/παλικαρισμός, παλληκαρόπουλο/παλικαρόπουλο.

Σύνθετα:[4] πρωτοπαλλήκαρο/πρωτοπαλίκαρο, γεροντοπαλλήκαρο/γεροντοπαλίκαρο, ψευτοπαλληκαράς/ψευτοπαλικαράς.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου". ΙΕ. Αθήνα: Έκδοσις της Εγκυκλοπαιδικής Επιθεωρήσεως "Ήλιος". σελ. 373. 
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2005). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. σελ. 1309. ISBN 960-86190-1-7. 
  3. 3,0 3,1 Σακελλαρίου, Χάρης (1990). Νέο Λεξικό της Δημοτικής (9η έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. σελ. 898. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Σακελλαρίου, Χάρης (1994). Λεξικό Συνωνύμων (6η έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. σελίδες 589–590. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]