Ούγος του Βιέν (Μποζονιδών)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ούγος του Βιέν (Μποζονιδών)
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος948
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΤέκναTeobaldo di Vienne[1][2]
Αδέλα της Βουργουνδίας
ΓονείςGuerner de Troyes και Τευτμπέργκα της Αρλ

Ο Ούγος, γαλλ.: Hugues de Vienne, ή λανθασμένα Hugues de Troyes, (π. 900-948) από τον Οίκο του Τρουά, ήταν παλατινός κόμης του βασιλείου της Άνω (Πέραν του Ιούρα) Βουργουνδίας, κόμης στην επαρχία Μπεζανσόν και στη συνέχεια κόμης και μαρκήσιος στη Λυών και στο Βιέν (Εντεύθεν των Άλπεων).

Ήταν μέλος του Οίκου των Μποζονιδών, γιος του Γκαρνιέ του Σαν (Sens) και της Τευτμπέργκας της Αρλ (Arles). Ο Ούγος ήταν αδελφός του Mανασσή αρχιεπισκόπου της Aρλ και ανιψιός του Ούγου βασιλιά της Αρλ (Προβηγκίας).

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν γιος του Γκαρνιέ (Garnier) [3] υποκόμη του Σαν και ίσως του Τρουά (Troyes), αξιωματικού στην αυλή του βασιλιά Ροδόλφου Α΄ της Βουργουνδίας, και της Tευτμπέργκας, κόρης του Tιμπώ της Aρλ. Το πιο σωστό όνομά του είναι Oύγος κόμης του Βιέν. Μερικές φορές βρίσκουμε το όνομα Ούγος του Τρουά [4], ωστόσο δεν είχε καμία δικαιοδοσία στο Τρουά, σε αντίθεση με τον πατέρα του ή τον αδελφό του Ριχάρδο [5] κόμη του Τρουά. Ονομάστηκε επίσης από τους σύγχρονους χρονικογράφους Ούγος των Εντεύθεν των Άλπεων μερών (Hugues de Cisalpine) [6] (δηλ. των Βιενουά [Viennois] και Λυοναί [Lyonnais]) και Ούγος του Ταγιεφέρ (Hugues Taillefer) . Δεν πρέπει να συγχέεται με τον σύγχρονο συνονόματό του Ούγο τον Μέλανα [7].

Είναι το 912 που ο Ούγος του Βιέν εμφανίζεται στις γραπτές πηγές: στο τέλος μιας δωρεάς του θείου του Ούγου της Αρλ/Προβηγκίας στην εκκλησία του Βιέν, ο Γκαρνιέ και τα παιδιά του Ούγος και Ριχάρδος υπέγραψαν ως μάρτυρες.

Ο Ούγος νυμφεύτηκε τη νεαρή Βίλλα (Willa) του Tούργκαου, ανιψιά [8] του Ροδόλφου της Βουργουνδίας, μετά το 915.

Το 920 [9] έγινε η πώληση μιας βίλας και της εκκλησίας της από τον μαρκήσιο Ούγο της Αρλ "στον Άγιο Μαξίμ, πρώην επίσκοπο του Ριέ (Riez), που βρίσκεται στο αβαείο του Σαιν-Αντρέ-λε-Μπα, και στον Λουδοβίκο Γ΄, αυτοκράτορα και επόπτη (rector) αυτής της βασιλικής". Μεταξύ των μαρτύρων, βρίσκουμε τον Ούγο, τους αδελφούς του Ριχάρδο και Mανασσή, όπου ο τελευταίος, ο οποίος έγινε αρχιεπίσκοπος της Aρλ, να είναι ο μόνος με τίτλο. Και οι τρεις είναι οι Βουργουνδοί ανιψιοί του Ούγου της Αρλ.

Το 923/924, όταν ο Ούγος της Αρλ [10] θέλησε να αποκαταστήσει το αβαείο του Σαιν-Πιέρ του Βιέν, αναφέρει έναν μάρτυρα, που ονομάζεται Ούγος, που θα μπορούσε να είναι ο ανιψιός του. Μπορούμε ακόμη περισσότερο να πιστεύουμε ότι ο Ούγος της Αρλ έθεσε, ως αφιερωτές της ευσεβούς χειρονομίας του, τους αδελφούς και τις αδελφές του Ούγου του Βιέν, καθώς και τη μητέρα του.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 920, ο Ούγος του Βιέν έγινε παλατινός κόμης [11] στην αυλή του βασιλιά Ροδόλφου Β' της Βουργουνδίας, εξαδέλφου της συζύγου του Βίλλας. Εμφανίζεται με αυτόν τον τίτλο στην πράξη no 256 του Καταστατικού του Κλυνύ.

Τον Ιούλιο του 926, ο θείος του Ούγος έφυγε από την Αρλ, για να πάρει το στέμμα του βασιλιά της Ιταλίας. Υποστηριζόμενος και εκλεγμένος από τους ευγενείς, κατέλαβε τον θρόνο με την υποστήριξη του Ροδόλφου Β' της Βουργουνδίας. Στις 9 Ιουλίου 926 στέφθηκε βασιλιάς της Λομβαρδίας ("Ιταλίας") στην Παβία. Στη συνέχεια απέδωσε την κομητεία της Αρλ στον τότε πιστό αδελφό του, Μπόζο της Αρλ, που τον αντικατέστησε στην Προβηγκία. Σε αυτά τα γεγονότα, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος στο Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν περί διοικήσεως της Αυτοκρατορίας (De administrando imperio), λέει ότι ο βασιλιάς Ούγος συνοδευόταν από τον αδελφό του (Μπόζο) και τον Hugues Tagliaferro, που αναγνωρίζεται ως ο ανιψιός του [7].

Το 927 ο μαρκήσιος Ούγος (Ούγος ο Μέλας) παρακολούθησε, με τον Ούγο παλατινό κόμη, την επιβεβαίωση, από τον βασιλιά Ροδόλφο Β΄ του Λιμπόν, του επισκόπου της Λωζάνης: αυτή η βασιλική δίκη έγινε στο Σαβορναί, στην επισκοπή της Λωζάνης.

Βρίσκουμε στον "Βίο του Αγίου Tιμπώ της Βιέν", γιου του Ούγου του Βιέν, το αξίωμα [12] του "inter primos palatii» να το έχει τότε τότε.

Τον Απρίλιο του 927 [13], ο κόμης Ούγος, η σύζυγός του Βίλλα, και οι γιοι τους Μπόζο και Γκαρνιέ δώρησαν γη στο Ζενύ (Jeugny, νότια του Τροτά) στο αβαείο του Moντιεραμαί. Ο αδελφός του Ριχάρδος ήταν τότε κόμης του Τρουά ή ακόμη και υποκόμης του Σαν.

Η Πράξη no 419 των καταστατικών του Κλυνύ τον δείχνει τον Ιούνιο του 934 στην επαρχία της Μπεζανσόν. Δώρισε στο Moυτιέ-Ωτεπιέρ (στο Βαραί) τη βίλα Βαρνέριο-Φοντάνα (Warnerio-Fontana, Vernierfontaine ή «Fontaine de Garnier»). Η πράξη εδώ αναφέρεται στην ηγεμονία του βασιλιά Ροδόλφου Β΄.

Ο βασιλιάς Ούγος της Αρλ έδωσε το Σαιν-Ζαν-ντ'Οκταβιόν [14] του Βιενουά στον ανιψιό του κόμη Ούγο, με καταστατικό του Ιουνίου του 936. Ο "Βίος του Αγ. Τιμπώ" δείχνει επίσης, ότι η εξουσία του επεκτάθηκε σε περιοχές της κομητείας Σερμοράν. Το καταστατικό υπέγραψαν οι δύο βασιλείς Ούγος και Λοθάριος Β΄, πατέρας και γιος: πρόσφεραν εκεί μια τεράστια περιουσία στον κόμη Ούγο, τον πολύ αγαπητό τους ανιψιό. Ακολουθούν τα αιτήματά τους, «λαμβάνοντας υπόψη την αγάπη, την αφοσίωση και την πίστη που έχει προς εμάς". Η δωρεά είναι σημαντική. Μετά από 15 χρόνια συνεργασίας με τον Ούγο της Αρλ και τους βασιλείς της Βουργουνδίας, αυτός ο ανιψιός φαίνεται να ικανοποιείται. Ειδικά από τότε που συνέβη η εξέγερση του Μπόζο, αδελφού του Ουγου της Αρλ, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον τελευταίο ως κόμη της Προβηγκίας το 926, στο τέλος της βασιλείας του Λουδοβίκου Γ΄, ενώ ο Ουγος βρισκόταν στην Ιταλία.

Τα Χρονικά του Φλοδοάρδου για το έτος 939 [6] μας λένε για: την κατάληψη της χώρας του Βερντέν από τον Λουδοβίκο Δ΄, στη συνέχεια μια διάσκεψη στην Αλσατία με τον Ούγο των Εντεύθεν των Άλπεων μερών. Εκτός από την εγκατάστασή του στο Βιενουά, ο Ούγος διατηρεί επιρροή στην περιοχή της Μπεζανσόν και κυρίως διπλωματικό ρόλο, χάρη στις σχέσεις του με τα δύο βασίλεια της Βουργουνδίας και με αυτό της Ιταλίας.

Το 942 και το 943, οι Ροδόλφοι ολοκλήρωσαν τη διαδικασία ενοποίησης των δύο βασιλείων της Βουργουνδίας. Ο πρώην παλατινός κόμης Ούγος έχει προνόμια έναντι της Λυοναί, του Βιενουά και του Μπιζοντέν. Παρών μαζί με τον νέο κυρίαρχο Κορράδο Γ΄ της Βουργουνδίας πριν από το 942, πιστή διασύνδεση με τον Ούγο της Αρλ, είναι αυτός που εμφανίζεται ως θεματοφύλακας [15] της κληρονομιάς των Μποζονιδών σε αυτό το νέο βασίλειο των Ροδόλφων, όπως τα δικαιώματα που σχετίζονται με τον τίτλο του κόμη του Βιεννουά του Καρόλου-Κωνσταντίνου, που παραχωρήθηκε από τον βασιλιά Λουδοβίκο Δ' του Yπερπόντιου και στη συνέχεια από τον βασιλιά Κορράδο Γ΄.

Στην πράξη no 544 των Καταστατικών του Κλυνύ [16] τον βλέπουμε, τώρα πιστοποιημένο ως κόμη και μαρκήσιο, να είναι μάρτυρας μετά τον βασιλιά Κορράδο Γ΄. Υπογράφει μετά από τον Οντόλρικ, τον νέο παλατινό κόμη, τον Ερρίκο (του Tύργκαου) γιο του Λουδοβίκου του Τύργκαου, και τους κόμητες Ανσελμίδες.

Σε αυτήν την περίοδο ενοποίησης, τον βλέπουμε να επεμβαίνει στη Λυών σχετικά με τις κτήσεις του Κλυνύ, της μονής που ίδρυσε ο Γουλιέλμος Α΄ ο Ευσεβής δούκας της Ακουιτανίας και η σύζυγός του Eνγκελμπέργκα των Μποζονιδών, θεία του Καρόλου-Κωνσταντίνου.

Αυτό ισχύει για τον Tουασαί, με τις πράξεις no 627 ., 628 και 656 των Καταστατικών του Κλυνύ [17] υπό την εξουσία του βασιλιά Κορράδου Γ΄, όπου ο Ούγος περιγράφεται ως κόμης Ούγος, ο εξ αίματος συγγενής μας (Hugo comes, consanguineus noster, Απρίλιος 943) ή Ούγος κόμης και μαρκίων (Hugonis, comitis et marchionis, Μάρτιος 944). Στην τελευταία αυτή πράξη, υπογράφει ενώπιον του πρωταγωνιστή, του υποκόμη Aντεμάρ, και των κόμητων Λιετάλ του Μακόν, Καρόλου-Κωνσταντίνου και Γουλιέλμου.

Αυτό ισχύει και για το Ρομάνς (Aιν), με πράξεις [18] no 544 και 728 των Καταστατικών του Κλυνύ. Το Ρομάνς, στην επαρχία (pagus) της Λυών, όπου μια βίλα δόθηκε στο αβαείο του Kλυνύ το 917, από την Eνγκελμπέργκα της Ακουιτανίας. Ο Ούγος χαρακτηρίζεται εκεί ως Ούγος, χάριτι Θεού κόμης (Hugo, gratia Dei comes).

Προς το τέλος της ζωής του, ο κόμης Ούγος έδωσε υπέρ σωτηρίας της ψυχής του (pro redemptione animae suae) στο Σύλλογο της εκκλησίας Σαιντ-Ετιέν στη Μπεζανσόν, τη βίλα του Πουιγιέ-λε-Βιν (Ντου, Doubs), με την εκκλησία Σαιντ-Αλμπ;eν. Το Σαιντ-Ετιέν στη Μπεζανσόν κατείχε επίσης έναν θησαυρό, που αποτελείται από ιερά σκεύη, λειψανοθήκες, έναν μεγάλο χρυσό σταυρό που θα ανήκε στον Ούγο κόμη του Βιέν, αδελφό της Μπέρτας του Μακόν. Ο Λιετάλ κόμης του Μακόν, από τη δεύτερη σύζυγό του Μπέρτα θα αποκτήσει επίσης προνόμια σε αυτή την επαρχία [7], και θα ταφεί επίσης στη Μπεζανσόν.

Τον Σεπτέμβριο του 948 ο Ούγος του Βιέν είχε ήδη αποβιώσει, επειδή έχουμε μια δωρεά στον Κλυνύ [19] από τον αδελφό του Mανασσή της Aρλ για τις ψυχές της «μητέρας του Tευτμπέργκας της Αρλ, και των αδελφών του Ούγου και Ριχάρδου (του Tρουά) των Μποζονιδών, και για άλλους συγγενείς του». Παραχώρησε τη βίλα Ζυλύ-λε-Μπυξύ με τις εκκλησίες Σαιν-Μωρίς και Σαιν-Μαρτίν ντε Ταρτρ στο μεγάλο αβαείο.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη σύζυγό του Tιτμπέργκα, ο Ούγος είχε [20] παιδιά:

Σημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Charles Cawley: «Medieval Lands». (Αγγλικά) Charles Cawley, "Medieval Lands", 2006-2020.
  2. www.persee.fr/doc/mefr_0223-4874_1899_num_19_1_6203. σελ. 465.
  3. Manteyer, σ. 431-442.
  4. Babey, vol.1, σ. 38-40.
  5. Montiéramey, p. 134.
  6. 6,0 6,1 Flodoard, 939.
  7. 7,0 7,1 7,2 Babey, vol. 1.
  8. 8,0 8,1 Settipani, σ. 5-63.
  9. Cartulaire de Saint-André-le-Bas no 124.
  10. GC, t. 16, col. 59, σ. 689.
  11. Cluny no 256.
  12. Manteyer, notes additionnelles, σ. 264-266.
  13. Montiéramey, σ. 335.
  14. 14,0 14,1 Manteyer, pp. 442-443.
  15. Bijard, pp. 29-31.
  16. Cluny, no 544.
  17. Cluny, no 627, 628 et 656.
  18. Cluny no 544 et no 728.
  19. Cluny no 726.
  20. Babey, vol. 3, tableaux généalogiques.
  21. Montiéramey, no 34.
  22. Montiéramey, no 27, σ. 135.
  23. Bijard, σ. 36-38.
  24. Settipani, σ. 53.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωταρχικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Collection of Charters of the Abbey of Cluny [Cluny] – εκδ. A. Bernard - A. Bruel, 6 vol., Paris, 1876-1904.
  • Flodoard, Annales - επιμέλεια Philippe Lauer, Παρίσι, Picard, 1905.
  • Gallia Christiana [GC] - Έκδοση 1715, διαδικτυακά στη διεύθυνση https://books.google.fr .
  • Cartulary of the Abbey of Montiéramey, εκδ. Abbé Lalore, Troyes, 1890, στο A. Giry, « Καρολίγγιες σπουδές. V : Καρολίγγεια έγγραφα από το Αβαείο του Montiéramey » [Montiéramey] - Μελέτες στην Ιστορία του Μεσαίωνα αφιερωμένες στον Gabriel Monod, Παρίσι, 1896.
  • Liutprand of Cremona, " Antapodosis " - Edition P. Chiesa, Liudprandi Cremonensis Opera Omnia, Corpus Christianorum Continuatio Mediaevalis n°156 - Turnhout, 1998.
  • Cartulary of the Abbey of Saint-André-Le-Bas-de-Vienne [Saint-André], Order of Saint Benedict (Έκδοση 1869).

Δευτερεύουσες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]