Οστεομετρία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Οστεομετρία είναι επιμέρους κλάδος της Οστεολογίας με κύριο αντικείμενο έρευνας και μελέτης τη σπουδή ενός ζωικού σκελετού ή τμήματος αυτού με μετρικές μεθόδους.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιδιαίτερη σημασία για την ακρίβεια μιας οστεομέτρησης έχει η κατάσταση του προς εξέταση οστού με δεδομένο ότι η ξήρανση αυτού ή η απώλεια διαφόρων οργανικών ουσιών ή ο εμποτισμός του λόγω κατάδυσης, ή η καταστροφή των χόνδρων ή κάποια χημική προσβολή του αλλοιώνει την μορφή και τις διαστάσεις του, ειδικότερα αν πρόκειται για μικρής ηλικίας άτομο όπου και παρατηρούνται οι μεγαλύτερες μεταβολές.

Διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάλογα με το μέρος του σκελετού όπου επιχειρείται οστεομετρία αυτή διακρίνεται σε κρανιομετρία, θωρακομετρία, σπονδυλομετρία, πυελομετρία, βραχιονομετρία κ.λπ.

Οστεομετρικά όργανα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην οστεομετρία χρησιμοποιούνται διάφορα μετρικά όργανα όπως π.χ. μετρική ταινία, κρανιόμετρα, γωνιόμετρα, πυελόμετρα, οστεομετρικοί άβακες, (για μικρά οστά), παραλληλογράφοι, ειδικοί ζυγοί και διάφορα ογκομετρικά όργανα.

Ειδικότερα με τους οστεομετρικούς άβακες είναι δυνατόν από ένα μικρό αριθμό οστών ή ακόμα και από ένα μόνο να γίνει αναγνώριση του μεγέθους του ατόμου, ή το γένος του κ.λπ. Μάλιστα η οστεομέτρηση του ιερού οστού μέχρι τον κόκκυγα έχει μεγάλη φυλογονική σημασία μεταξύ των διαφορών που παρουσιάζουν οι διάφορες φυλές. Επ΄ αυτού όμως σημαντικότερη καθίσταται η κρανιομετρία στην γενικότερη ανθρωπομετρική.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τ.15ος, σ.25