Οικονομικό βαρόμετρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα λεγόμενα οικονομικά βαρόμετρα είναι ειδικοί στατιστικοί δείκτες που παρέχουν μια γενική οικονομική εικόνα περιοχής, κράτους, εμπορικού είδους, ή είδους συναλλαγών σε τρέχουσα πάντα περίοδο με στοιχεία πιθανής μελλοντικής διαμόρφωσης.

Οι δείκτες των οικονομικών βαρομέτρων αφορούν διάφορα οικονομικά μεγέθη που συσχετίζονται σ΄ ένα γενικό δείκτη μιας οικονομικής δραστηριότητας. Η όποια διαπίστωση γίνει εξ αυτών επιτρέπει στη συνέχεια μιά "πρόγνωση" μελλοντικού επιπέδου δραστηριότητας όπως ακριβώς οι δείκτες των βαρομέτρων εκ των οποίων προήλθε συνεκδοχικά και η ονομασία τους.

Αρχαιότερο οικονομικό βαρόμετρο με τη παραπάνω έννοια ήταν το "βαρόμετρο Χάρβαντ" του 1917 στις ΗΠΑ που βασίζονταν σε απλούς δείκτες με στοιχεία που δίδονταν ελεύθερα. Η αποτυχία όμως που σημείωσε στη πρόβλεψη της οικονομικής κρίσης που επήλθε με το μεγάλο κραχ (1929-1932) υπήρξε παταγώδης με συνέπεια να εξοβελιστεί ως όργανο και μέθοδος.

Αργότερα το Εθνικό Γραφείο Οικονομικής Έρευνας (National Bureau of Economic Research) των ΗΠΑ, προσπάθησε να τελειοποιήσει τη μέθοδο αυτή με αυστηρότερους και ασφαλέστερους δείκτες πρόγνωσης οικονομικών διακυμάνσεων. Στη προσπάθεια αυτή του αμερικανικού φορέα μεγάλη υπήρξε η βοήθεια που παρείχαν οι καθηγητές Μίτσελ, (W. C. Mitchell), και Μπερνς (Arthur F. Burns), με τις σπουδαίες και πρωτοποριακές, στον τομέα αυτό, μελέτες τους. Στη συνέχεια των τελευταίων αναπτύχθηκαν και άλλοι δείκτες από ευρωπαίους οικονομολόγους έτσι ώστε σήμερα η τεχνική των οικονομικών βαρομέτρων να έχει επεκταθεί σε πάρα πολλούς τομείς μέχρι και στην έρευνα αγοράς, ιδιαίτερα στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες.

  • Σημειώνεται ότι τα οικονομικά βαρόμετρα δεν επιδέχονται πολιτικές, θρησκευτικές, φυλετικές, πολιτιστικές (εκτός συγκεκριμένων τομέων), ή άλλου είδους φορτίσεις.