Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νεστοριανικό σχίσμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Νεστοριανικό σχίσμα ονομάζεται το εκκλησιαστικό σχίσμα το οποίο εκδηλώθηκε το 431 - κατόπιν της καταδίκης των χριστολογικών απόψεων τού έως τότε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου - με την απόσχιση από την κανονική Εκκλησία, της Εκκλησίας των Ασσυρίων, η οποία Εκκλησία είχε διακηρύξει την ανεξαρτησία της το 424 στη Σύνοδο του Μαρκάμπτα[1]. Η Εκκλησία των Ασσυρίων είχε την περίοδο της εκδήλωσης του σχίσματος έξι μητροπόλεις, τις εξής : α) Βαβυλώνος : που περιλάμβανε τη Βαβυλωνία και είχε έδρα την Κτησιφώνα, πρωτεύουσα του κράτους των Σασσανιδών Περσών, που βρισκόταν ΝΑ της σημερινής Βαγδάτης, β) Σουσιανής : ήταν περιφέρεια ΒΑ της Βαβυλωνίας (όμορες) με σημαντικότερη πόλη τη Σελεύκεια, γ) Βορείου Μεσοποταμίας, δ) Μεσηνής : η Μεσήνη ή Μεσηνή ή Χαρακηνή ήταν περιφέρεια στον εσώτερο μυχό του Περσικού Κόλπου, νότια και ανατολικά της Βαβυλωνίας, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια ή Χάρακα. Περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του σημερινού Κουβέιτ, και τις όμορες σε αυτό παραθαλάσσιες περιοχές του Ιράκ και Ιράν, ε) Αδαβηνής : η Αδαβηνή ή Αδιαβηνή ήταν περιοχή της βορείου Ασσυρίας, στην περιοχή του σημερινού ιρακινού Κουρδιστάν, στο βόρειο Ιράκ, με έδρα της μητρόπολης τη σημερινή Αρμπίλ, στ) Καραμέας : περιοχή νοτίως της Αδιαβηνής (όμορες) με έδρα το σημερινό Κιρκούκ του Ιράκ[2]. Από την ως άνω γεωγραφική οριοθέτηση της Ασσυριακής Εκκλησίας καθίσταται πρόδηλο ότι ο Νεστοριανισμός υιοθετήθηκε κυρίως σε περιοχές που ανήκαν στα όρια της Περσίας των Σασσανιδών, αλλά διάδοση υπήρξε και σε όμορες σ' αυτές περιοχές. Έτσι, η Ασσυριακή Εκκλησία με την έντονη δραστηριότητα που ανέπτυξε, έπληξε καίρια την Εκκλησία της Αντιόχειας, στερώντας της μεγάλο αριθμό πιστών Ας μεταφερθούμε όμως στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να παρακολουθήσουμε την εκδήλωση της νεστοριανικής χριστολογικής έριδας στο κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η εκδήλωση του σχίσματος στην Κωνσταντινούπολη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός στο έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία ξεκινάει την αφήγησή του σχετικά με το νεστοριανικό σχίσμα περιγράφοντας τα πρώτα δείγματα γραφής του Νεστορίου ως Πατριάρχη, και εν συνεχεία συνδέει την αρχική εκδήλωση της αίρεσης στην Κωνσταντινούπολη με τα κηρύγματα του πρεσβυτέρου Αναστασίου του Αντιοχέως, συμβούλου του Νεστορίου και συνοδού του στο ταξίδι του από την Αντιόχεια προς την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να προχειρισθεί Πατριάρχης (Απρίλιος 428)[3]. Πιο συγκεκριμένα, ο Αναστάσιος σε κάποιο κήρυγμά του επεσήμανε ότι κανείς δεν πρέπει να αποκαλεί τη Μητέρα του Χριστού Θεοτόκο, καθόσον αυτή ήταν άνθρωπος, και είναι αδύνατον ο Θεός να γεννηθεί από άνθρωπο. Αυτή η αναφορά προκάλεσε μεγάλη ταραχή στην Πόλη, εν μέσω της οποίας ο Νεστόριος έσπευσε να υποστηρίξει τη θέση αυτή του συμβούλου του. Η διδασκαλία των δύο ανδρών φαίνεται πως προκάλεσε σύγχυση σε μια μερίδα θεολογούντων, οι οποίοι προσπαθούσαν από τη μια να δικαιολογήσουν τη θέση του Νεστορίου, και από την άλλη θέλησαν να κρατηθούν σε απόσταση απ' αυτήν[4]. Οι περισσότεροι όμως, πίστευαν ότι ο Νεστόριος είχε την άποψη ότι ο Ιησούς ήταν απλά άνθρωπος, και όχι Θεός, (ψιλός άνθρωπος), και ότι επανέφερε τις διδασκαλίες του Παύλου του Σαμοσατέως και του Φωτεινού Σιρμίου. Περί της διδασκαλίας του Παύλου του Σαμοσατέως, περί του Ιησού όντος απλού ανθρώπου, ο αναγνώστης ας επισκεφθεί το λήμμα Μοναρχιανισμός, και ειδικότερα την ενότητα 3.3. Όσον αφορά τον Φωτεινό Σιρμίου, αυτός, όπως και ο Παύλος Σαμοσατεύς αρνιόταν τη θεότητα του Χριστού. Και οι δύο άνδρες θεωρούσαν ότι ο Ιησούς υπήρξε αποκλειστικά άνθρωπος, ο οποίος διέφερε από τους κοινούς ανθρώπους λόγω της αξεπέραστης αρετής του και της ποιότητας των έργων τα οποία επετέλεσε, με τη βοήθεια και την ενίσχυση του Θεού. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι Παύλος Σαμοσατεύς και Φωτεινός Σιρμίου απέρριπταν ευθέως το μυστήριο της Αγίας Τριάδος[5].

Ερχόμενοι τώρα στην άποψη του Σωκράτη του Σχολαστικού, αυτός δεν πιστεύει ότι ο Νεστόριος επανεισήγαγε τις διδασκαλίες του Παύλου (διετέλεσε επίσκοπος Αντιοχείας 260-268) και Φωτεινού[6], ούτε πως πίστευε ότι ο Χριστός ήταν αποκλειστικά άνθρωπος. Ο συγγραφέας θεωρεί πως ο Νεστόριος απλά φοβόταν τη λέξη Θεοτόκος με τον τρόπο με τον οποίο κάποιος φοβάται τα μορμολύκια («ως τα μορμολύκια πεφόβηται») και αποδίδει αυτή τη φοβία στη μεγάλη του αμάθεια[7]. Εξηγεί δε ότι ο Νεστόριος αλαζονευόμενος εξαιτίας της ευγλωττίας του, νόμιζε ότι ήταν ανώτερος όλων στη θεολογία, και δεν έδινε την απαιτούμενη βάση στους παλαιούς συγγραφείς. Έτσι δεν έλαβε υπ' όψη του ότι σύμφωνα με παλαιούς ερμηνευτές των θείων Γραφών η ανθρωπότητα του Χριστού έχει συναναληφθεί από τη θεότητα («Συνανείληπται δε η ανθρωπότης τη θεότητι»). Ο Σωκράτης κάνει συγκεκριμένη αναφορά στον Ευσέβιο Παμφίλου, παρατηρώντας ότι στον τρίτο λόγο του πάνω στον βίο του αγίου Κωνσταντίνου (Κωνσταντίνου Α΄) λέγει ότι ο Θεός ανέχθηκε για χάρη μας να υπομείνει και ανθρώπινη γέννηση. Εξάλλου, ο Ωριγένης στον πρώτο τόμο της ερμηνείας του στην Προς Ρωμαίους επιστολή, ερμηνεύει διεξοδικά το πώς η Παρθένος λέγεται Θεοτόκος[8]. Όμως (εν αντιθέσει με τους Μοντανιστές και τους Μανιχαίους), ο Νεστόριος, κατά τον Σωκράτη, δεν αμφισβητούσε την ύπαρξη και το ενυπόστατον του Θεού Λόγου.

Πριν περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄ διέταξε να συναθροισθούν οι απανταχού επίσκοποι στην Έφεσο (431). Ενώ δε ο Ιωάννης Αντιοχείας, υποστηρικτής του Νεστορίου, αργούσε να αφιχθεί στην Έφεσο, οι συναχθέντες σ' αυτήν επίσκοποι ξεκίνησαν να συζητούν για το φλέγον ζήτημα. Ο Νεστόριος δε, βλέποντας ότι ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν αρνητικός για τον ίδιο, ανακοίνωσε ότι θα απείχε της συνελεύσεως μέχρι την επίσημη έναρξη των εργασιών[9]. Οι δε εναντιούμενοι στα νεστοριανικά δόγματα συσπειρώθηκαν γύρω από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, και αφού κήρυξαν την έναρξη της συνόδου, κάλεσαν τον Νεστόριο να συμμετάσχει. Αυτός πάλι αρνήθηκε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση, επικαλούμενος την απουσία του Ιωάννου Αντιοχείας. Έτσι, η σύνοδος, πριν φθάσει ο Ιωάννης, και εν τη απουσία του Νεστορίου, καθήρεσε τον τελευταίο, αφού μελετήθηκαν διεξοδικά οι ομιλίες του γύρω από το ζήτημα (22 Ιουνίου 431). Όταν δε ο Ιωάννης Αντιοχείας έφθασε στην Έφεσο και πληροφορήθηκε τα γενόμενα, αγανάκτησε εναντίον του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, θεωρώντας αυτόν ως αίτιο μιας εν θερμώ καθαιρέσεως του Νεστορίου[9]. Ο Σωκράτης σημειώνει εν συνεχεία ότι ο Κύριλλος με τον Αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο, αμυνόμενοι απέναντι στις αιτιάσεις του Ιωάννη, καθαίρεσαν και αυτόν (τον Ιωάννη Αντιοχείας). Ο Νεστόριος, βλέποντας πως είχε πλέον διχαστεί το κοινωνικό σώμα, μεταμελήθηκε και αποδέχθηκε τη χρήση του ονόματος Θεοτόκος για τη Μαρία, αλλά κανείς δεν πίστευε ότι αυτό το έκανε από ειλικρινή μετάνοια. Έτσι, την εποχή που ο Σωκράτης συνέγραφε την Εκκλησιαστική Ιστορία, ο Νεστόριος παρέμενε καθηρημένος και εξόριστος στην Όαση της Αιγύπτου[10]. Ο δε Ιωάννης Αντιοχείας, αφού επέστρεψε στην Αντιόχεια συνεκάλεσε σύνοδο, και αφού συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός επισκόπων, καθαίρεσε και αυτός με τη σειρά του τον Κύριλλο Αλεξανδρείας[11]. Πριν περάσει όμως πολύς χρόνος, οι δύο αρχιερείς συμφιλιώθηκαν και αναγνώρισαν ο καθείς το αρχιεπισκοπικό αξίωμα του άλλου. Πίσω στην Κωνσταντινούπολη, μετά την καθαίρεση του Νεστορίου επικράτησε φοβερή ταραχή στις συνάξεις των πιστών. Όλοι όμως οι κληρικοί συμμετείχαν στον αφορισμό του, πετώντας συμβολικά μία πέτρα κατ' αυτού. Από τότε ήταν που καθιερώθηκε ο κοινός συμβολικός λιθοβολισμός του εκάστοτε βλασφημήσαντος, που γίνεται έτσι ώστε ο σωρός των λίθων, ωσάν να ήταν στήλη, να καθιστά φανερό σε όλους τον αφορισμό του[11].

Η θεολογική βαρύτητα του σχίσματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θεοδώρητος Κύρου στο έργο του Αιρετικής Κακομυθίας Επιμύθιον, αναφερόμενος στον Νεστόριο, παρατηρεί εισαγωγικά ότι καθώς πολλοί λόγω της υπερηφάνειάς τους θεωρούσαν εαυτούς ως μεγάλους δασκάλους της ευσεβείας, και δεν ανέχονταν να μάθουν τίποτα λόγω της αλαζονείας εκείνης που πηγάζει από την αμάθεια, ο διάβολος, ο πατέρας του ψεύδους, αντί να φροντίζει να εξοπλίζει τους έξωθεν φανερούς εχθρούς της Εκκλησίας, προέκρινε να δράσει διαφορετικά εναντίον της. Αφού, λοιπόν, αυτός βρήκε όργανο το οποίο υποδέχθηκε συνολικά την τέχνη του (εννοεί τον Νεστόριο), και το οποίο όργανο έφερε το προκάλυμμα του Ορθοδόξου, εισήγαγε δι' αυτού εκ των πλαγίων στην Εκκλησία την άρνηση της θεότητος και της φιλανθρωπίας του Μονογενούς Υιού[12]. Ο Θεοδώρητος με τον τρόπο αυτό μας εισάγει στον θεολογικό πυρήνα του νεστοριανικού σχίσματος. Από την ορθόδοξη σκοπιά η νεστοριανική χριστολογία σε τελευταία ανάλυση αφαιρεί τη θεότητα από τον Χριστό. Αλλοιώνει τη θεολογία της ενανθρώπισης του Μονογενούς Υιού, και άρα τη διδασκαλία περί της φιλάνθρωπης θεϊκής συγκαταβάσεως για τη σωτηρία του ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα, ο Νεστόριος διεκήρυττε ότι η Παρθένος Μαρία γέννησε ένα άνθρωπο που έφερε τη θεότητα (φορέα της θεότητας), και όχι τον Θεό[13].Στην Επιστολή 5 (Νεστορίου προς Κύριλλον), ερμηνεύει το απόσπασμα 2,5-2,8 της "Προς Φιλιππησίους" επιστολής του Αποστόλου Παύλου όπου διαβάζουμε ως εξής :"τοῦτο γάρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καί ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῆ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ άρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῶ, αλλ' ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὐρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ."[14]. (Μτφρ.: "Τούτο δηλαδή το φρόνημα να υπάρχει σε σάς, το οποίο υπήρχε και στον Χριστό Ιησού, ο οποίος, αν και ήταν στη μορφή Θεού, δεν θεώρησε ευκαιρία για απόλαυση το ότι ήταν ίσος με τον Θεό, αλλά εξουδένωσε τον εαυτό του με το να λάβει τη μορφή δούλου, με το να έλθει στη μορφή των ανθρώπων. Και αφού κατά τη μορφή βρέθηκε άνθρωπος ταπείνωσε τον εαυτό του με το να γίνει υπάκουος μέχρι θανάτου, μάλιστα θανάτου σταυρικού."). Ερμηνεύοντας, λοιπόν, το συγκεκριμένο χωρίο ο Νεστόριος επισημαίνει ότι ο απόστολος, επειδή επρόκειτο να κάνει μνεία του θανάτου του Ιησού, για να μην συναγάγει κάποιος εκ των γραφομένων ότι ο Θεός Λόγος είναι παθητός (επιδεχόμενος πάθος), βάζει στο κείμενό του την ονομασία Χριστός ("Χριστῶ Ἰησοῦ"), καθόσον με την ονομασία (απόκληση) αυτή σημαίνει (δηλώνει) και την απαθή και την παθητή ουσία στο ένα και μοναδικό πρόσωπό του. Κατά τον Νεστόριο δηλαδή, ο Παύλος χρησιμοποιεί την ονομασία Χριστός, για τον Ιησού, ώστε οι αναγνώστες του χωρίου να μπορούν να αποκαλούν τον Χριστό παθητό και απαθή χωρίς τον κίνδυνο συγχύσεως των δύο φύσεων. Ώστε δηλαδή οι αναγνώστες να νοήσουν τον Χριστό ως απαθή κατά τη θεότητα, παθητό δε κατά τη φύση του ανθρωπίνου σώματος[15]. Γίνεται εμφανές ότι με νεστοριανικούς θεολογικούς όρους δεν μπορεί να γίνεται λόγος για το Θείο Πάθος.

Παράλληλα, από την ορθόδοξη σκοπιά, ο Νεστόριος, διαιρούσε την υιότητα του Χριστού σε δύο φυσικές υιότητες ξέχωρες μεταξύ τους : η μία ήταν η υϊότητα του Λόγου κατά τη θεϊκή φύση, και η άλλη η υϊότητα του Ιησού/ανθρώπου (κατά την ανθρώπινη φύση). Έτσι, το νεστοριανό δόγμα συνεπάγεται δύο χωριστές προσκυνήσεις του Χριστού : συνεπάγεται δηλαδή ότι οι πιστοί θα πρέπει να προσκυνούν λατρευτικά μόνο τον Υιό και Λόγο του Θεού, και τιμητικά τον άνθρωπο-Ιησού[16]. Από τη νεστοριανική σκοπιά τώρα, η υϊότητα του Χριστού είναι μεν μία και όχι δύο ξέχωρες μεταξύ τους, όμως στο πρόσωπο του Χριστού υπάρχουν δύο υποστάσεις ενωμένες μεταξύ τους. Ο Σύριος νεστοριανός μοναχός John Bar Penkaye (Ιωάννης στο Πενκάγιε), γράφει την εποχή που είχε συντελεσθεί η εξάπλωση των Αράβων, στην Περσία, Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο, ότι οι χριστιανοί ήταν χωρισμένοι σε τρία μέρη[17]. Στους Ανατολικούς (εννοεί τους Νεστοριανούς), που ακολουθούσαν τη χριστολογία που δίδασκε ότι ο Χριστός ήταν Θεός και άνθρωπος, άνθρωπος που έγινε Θεός και Θεός που έγινε άνθρωπος, έχοντας δύο υποστάσεις και δύο φύσεις ενωμένες μεταξύ τους, όντας ένα πρόσωπο της υϊότητας· στους Δυτικούς (εννοεί τους Ορθοδόξους), που ακολουθούσαν το δόγμα που δίδασκε το παθητό και θνητό του Θεού, και απέδιδε δύο φύσεις και μια ενιαία υπόσταση στον Χριστό[18]· στους Μονοφυσίτες. Παρακολουθώντας την οριοθέτηση του Ιωάννη στο Πενκάγιε, διαπιστώνουμε ότι Εκκλησία των Ασσυρίων είχε στα τέλη του εβδόμου αιώνα διαφοροποιηθεί δογματικά και από τον Μονοφυσιτισμό και από την Ορθόδοξη δογματική τοποθέτηση. Περαιτέρω, και από την οριοθέτηση του Ιωάννη, αλλά και από το παραπάνω παρατιθέμενο απόσπασμα της Επιστολής 5 του Νεστορίου, αντιλαμβανόμαστε ότι οι Νεστοριανοί απέδιδαν στους "Δυτικούς Χριστιανούς" (στους Ορθοδόξους) απόκλιση προς τον θεοπασχητισμό. Καταλόγιζαν δηλαδή θεοπασχητισμό στην Ορθόδοξη θέση ότι ο Θεάνθρωπος, ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, φέροντας τη θεότητα, υπέφερε, πέθανε και ετάφη[19]. Θεωρούσαν δε απαράδεκτη τη θέση σύμφωνα με την οποία η θεότητα ενανθρωπήσασα εγκατοίκησε στη μήτρα της Παρθένου επί εννέα μήνες και τυλίχθηκε με σπάργανα.

Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση της καταδίκης της χριστολογικής διδασκαλίας του Νεστορίου και στη διατύπωση των αντίστοιχων Ορθοδόξων χριστολογικών θέσεων έπαιξε ο Κύριλλος Αλεξανδρείας[20]. Ο Κύριλλος τόνιζε την ένωση καθ' υπόσταση, δηλαδή την ένωση κατά αλήθειαν των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Θεού Λόγου[21]. Έτσι, από τη σκοπιά της Ορθόδοξης πολεμικής, η διδασκαλία του Νεστορίου για τις δύο φύσεις του Θεού Λόγου συνεπάγεται ότι οι δύο φύσεις βρίσκονται σε εντελώς επιφανειακή ένωση και όχι σε "καθ' υπόστασιν", σε πραγματική δηλαδή ένωση. Ο Κύριλλος αφενός διδάσκει ότι ο Μονογενής φανερώθηκε στους ανθρώπους όντας Θεός και Κύριος των όλων, ότι "επέλαμψε" σ' αυτούς που βρίσκονταν στο σκοτάδι με το να γίνει πραγματικά άνθρωπος (όχι μόνο κατά την εμφάνιση, δηλαδή όχι φαινομενικά), και αφετέρου διευκρινίζει ότι η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με τη θεία, χωρίς καμμία από τις δύο να αλλοιωθεί[22].

Ο σχηματισμός της Νεστοριανής ταυτότητας.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα μέσα του 8ου αι. ο Shahdost, Νεστοριανός Επίσκοπος της Tirhan, επισκοπής που ιδρύθηκε, πιθανώς προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επιρροή που ασκούσε το Μονοφυσιτικό κέντρο του Tagrit, αναφέρεται στα μέλη της Νεστοριανικής Εκκλησίας, ως "Νεστοριανούς Χριστιανούς"[23]. Μέσα στην πραγματεία του Shahdost ο χαρακτηρισμός του Νεστοριανού χρησιμοποιείται για να αντιδιαστείλει (παρατίθενται τα λόγια του Shahdost) τους εκπροσώπους της αληθούς και "Ορθοδόξου" παραδόσεως που μεταδόθηκε από τον Χριστό, τους Αποστόλους και τους αληθινούς διδασκάλους της Εκκλησίας (εννοεί τους Νεστοριανούς) από τους χριστιανούς που ήταν προσηλωμένοι στο δόγμα της μίας φύσεως και της μίας υποστάσεως του Χριστού (στους Μονοφυσίτες) από τη μία, και από τους χριστιανούς που ήταν προσηλωμένοι στο δόγμα των δύο φύσεων και της μίας υποστάσεως του Χριστού (τους Ορθοδόξους) από την άλλη. Ως προς τη δογματική δε διατύπωση της Νεστοριανικής πίστεως, πηγαίνοντας χρονικά προς τα πίσω, διαπιστώνουμε ότι ο Ιωάννης στο Penkaye, με την οριοθέτηση που κάνει ανάμεσα στις τρεις ομολογίες του σύγχρονού του χριστιανισμού[24], επιμαρτυρεί ότι από τα τέλη του 7ου αι. είχε καταστεί ξεκάθαρο ότι η θρησκευτική ταυτότητα της "Εκκλησίας της Ανατολής" (της Νεστοριανικής) απέναντι στον Μονοφυσιτισμό και στους Ορθοδόξους βασιζόταν στην ομολογία πίστεως την οποία οι Νεστοριανοί επίσκοποι της ανατολικής Συρίας είχαν καταθέσει στον Πέρση Σάχη Khusran εν έτει 612[25]. Ακόμα όμως και μετά τη δογματική διατύπωση του 612, οπότε και παγιώθηκε μέσα στην "Εκκλησία της Ανατολής" η στάση τού να θεωρείται επισήμως αιρετικός οποιοσδήποτε ασπαζόταν το δόγμα της μίας υποστάσεως, για τους καθημερινούς ανθρώπους που βρίσκονταν σε κοινωνία με την ως άνω Εκκλησία, ακόμα και τους κληρικούς, η δογματική διαφοροποίηση του Νεστοριανού χριστιανού από τον Ορθόδοξο και τον Μονοφυσίτη παρέμενε είτε ανεξήγητη-ανερμήνευτη είτε και άγνωστη.

  1. Δ. Ν. Μόσχου, Ιστορία Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, ενότητα Ασσυριακή (Νεστοριανική) Εκκλησία Α - Μέχρι την Εξάπλωση στην Κίνα, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σ. 4. [1][νεκρός σύνδεσμος] (Εφεξ. Μόσχ.). Π. Τζουμέρκα, Η Εκκλησία Αντιοχείας (Συνοπτική Ιστορική Παρουσίαση), (Τιμητικός Τόμος Νικολάου Μποχλόγυρου), εκδ. Ιδρυμα Παιδαγωγικών Μελετών και Εφαρμογών, σσ. 379-380.[2]
  2. Μόσχ. σ.4.
  3. Ζωσιμά Εσφιγμενίτου, Εκκλησιαστική Ιστορία Σωκράτους του Σχολαστικού. Εκδίδοται εκ της Β΄. Εκδόσεως του Migne, εκδ. Σπυρίδωνος Κουσουλίνου, Αθήνα 1901 (εφεξ. Εκκλ. Ιστ. Σωκρ.), σσ. 479-483.
  4. Εκκλ. Ιστ. Σωκρ. σσ. 483-484.
  5. Πρωτοπρεσβυτέρου Β. Α. Γεωργόπουλου, Ο Ευγένιος Βούλγαρης και οι Αντιτριαδικοί Σοκινιανοί. Οι Αναφορές στο "Θεολογικό" του. Το άρθρο είναι διαθέσιμο για κατέβασμα εδώ : [3] Αρχειοθετήθηκε 2020-03-03 στο Wayback Machine..
  6. Οι διδασκαλίες των Παύλου και Φωτεινού καταδικάσθηκαν ως αιρετικές από η Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381).
  7. Εκκλ. Ιστ. Σωκρ. σ. 484.
  8. Εκκλ. Ιστ. Σωκρ. σ. 485.
  9. 9,0 9,1 Εκκλ. Ιστ. Σωκρ. σ. 487.
  10. Εκεί παρέμεινε μέχρι την τελευτή του το 450.
  11. 11,0 11,1 Εκκλ. Ιστ. Σωκρ. σ. 488.
  12. PG (Migne) 83, στήλες 432, 433 (εφεξ. PG).
  13. Α. Θεοδώρου, Η Χριστολογική Ορολογία και Διδασκαλία Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Θεοδωρήτου Κύρου, Αθήνα 1955, σ. 31.
  14. Προς Φιλιππησίους, 2,5-2,8.
  15. P.G. 77, 52B, C.
  16. Ειρ. Αρτέμη, Η Αίρεση του Νεστοριανισμού και η Δογματική της Αντιμετώπιση από την Εκκλησία, σ. 2. Το άρθρο διαθέσιμο εδώ. [4] (Εφεξής Αρτέμη)
  17. John bar Penkaye, Ktaba d-res melle, ed. Alphonse Mingana, περιοδ. "Sources syriaques I" (Mosul 1908), σσ. 18-140.
  18. G. J. Reinink, Tradition and the Formation of the "Nestorian" Identity in Sixth-to Seventh-Century Iraq, "Church History and Religious Culture" 89.1-3 (Leiden 2009), (εφεξ. Reinink) σ. 217.
  19. Νεστορίου, Επιστ. 5 – Β προς Κύριλλον, PG 77, 52C.
  20. Αρτέμη, σ. 2.
  21. Αρτέμη κεφ. Β ενότητα 2
  22. Αρτέμη σ. 2.
  23. Reinink σ.219.
  24. Βλ. παραπάνω στη δεύτερη παράγραφο της ενότητας Η θεολογική βαρύτητα του σχίσματος.
  25. Reinink σσ. 217-218. Για το κείμενο της παραπάνω ομολογίας βλ. τη σημείωση 2, σ. 218.