Μεταγιγνώσκειν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το μεταγιγνώσκειν (απόδοση του αγγλικού όρου metacognition) αποτελεί έναν νέο όρο για την ελληνική γλώσσα και αναφέρεται στη γνώση και την ενημερότητα του υποκειμένου για τις γνωστικές του διεργασίες. Χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η συλλογή πληροφοριών αναφορικά με το τι αισθάνεται και συνειδητοποιεί το άτομο για τις γνώσεις, τις πεποιθήσεις, τις σκέψεις, τις κρίσεις και τα αισθήματα που το χαρακτηρίζουν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή[1]. Οι σκέψεις αυτές δεν ταυτίζονται με τις διεργασίες που επιτελούνται την ώρα της γνωστικής επεξεργασίας ή της επίλυσης ενός προβλήματος, αλλά αφορούν στο τι πιστεύει το άτομο ότι συμβαίνει στο γιγνώσκειν του σε σχέση με διάφορα γνωστικά αντικείμενα.

Το μεταγιγνώσκειν αποτελεί ερευνητικό αντικείμενο της ψυχολογίας και συγκεκριμένα της γνωστικής ψυχολογίας, με ποικίλες όμως προεκτάσεις σε διάφορους τομείς όπως αυτός της εκπαίδευσης.

Ορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος προτείνεται για πρώτη φορά στη βιβλιογραφία από τον Flavell σχετικά με την ενημερότητα του ατόμου κατά την επίλυση προβλημάτων[2]. Το όρισε ως το "γιγνώσκειν του γιγνώσκειν", συνοψίζοντας τις μορφές που μπορεί να πάρει σε μεταγνωστικές εμπειρίες και μεταγνωστική γνώση[3] . Ωστόσο, πραγματικός εισηγητής θεωρείται ο Tarski (1956,1985)[1] που συνέλαβε αυτήν την ιδέα στο πλαίσιο εξήγησης διάφορων παραδόξων που είχε εντοπίσει η φιλοσοφία. Έχουν διατυπωθεί διάφοροι ορισμοί στην προσπάθεια κατανόησης τόσο της φύσης του όσο και της λειτουργίας του, όπως "η σκέψη για τη σκέψη", "η γνώση για τη γνώση"[4]. Κύριο χαρακτηριστικό των διάφορων ερευνητικών προσπαθειών είναι ότι επιχειρούν να περιγράψουν τις περιστάσεις εκείνες στις οποίες ο νους λειτουργεί σε ένα ανώτερο επίπεδο από αυτό του γιγνώσκειν, δηλαδή σε αυτό του "μετά". Η χρήση του όρου "γιγνώσκειν" είναι απαραίτητη για να διαφοροποιηθούν οι όροι metacognition και cognition από αυτούς του metaknowledge και knowledge που αντιστοιχούν σε μια στατική κατάσταση, στο αποτέλεσμα της επεξεργασίας και όχι στην ίδια την επεξεργασία. Το γιγνώσκειν δεν αποτελεί μια διαφορετική οντότητα από το μεταγιγνώσκειν, αλλά το ίδιο σύστημα είναι υπεύθυνο ταυτόχρονα και για τις δυο τύπου διεργασίες, τις γνωστικές και τις μεταγνωστικές[1]. Το μεταγιγνώσκειν έχει σχετιστεί με τις γνωστικές ικανότητες και την γνωστική επάρκεια, μέσω ερευνών πάνω στην νοημοσύνη[5], στα μαθηματικά[6] και τη μνήμη[7][8].

Μορφές του μεταγιγνώσκειν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεταγιγνώσκειν μπορεί να λάβει διάφορες μορφές. Η πρώτη διάκριση ανάμεσα στη μεταγνωστική γνώση και τις μεταγνωστικές εμπειρίες έγινε όπως αναφέρθηκε από τον Flavell[3], ο οποίος θεωρούσε ότι η ύπαρξη της μεταγνωστικής γνώσης εξυπηρετούσε μέσω των στρατηγικών τη λειτουργία του ελέγχου του γιγνώσκειν. Ωστόσο, μεταγενέστερες έρευνες[9][10] έδειξαν ότι η δηλωτική γνώση των στρατηγικών δεν σημαίνει απαραίτητα και τη χρήση τους, με αποτέλεσμα την πρόταση για περαιτέρω μελέτη τους ως μια τρίτη κατηγορία του μεταγιγνώσκειν, αυτήν των μεταγνωστικών δεξιοτήτων.

Μεταγνωστική γνώση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι η γνώση που είναι αποθηκευμένη στη μνήμη και αφορά στο τι γνωρίζει ή πιστεύει το άτομο τόσο για τον εαυτό του και τους άλλους ως γνωστικά όντα, όσο και για τις σχέσεις τους με τα διάφορα γνωστικά έργα, τους στόχους, τις ενέργειες, τις στρατηγικές και τις σχετικές με αυτά εμπειρίες. Έχει δηλωτικό χαρακτήρα, καθώς καταγράφει το τι είχε μάθει ή αισθανθεί το άτομο κατά την λήψη απόφασης ή την επίλυση ενός προβλήματος[11]. Μεταγνωστική γνώση μπορούν να θεωρηθούν η "Θεωρία του Νου" και οι απλοϊκές θεωρίες που διαθέτει το άτομο για τις γνωστικές του λειτουργίες.

Μεταγνωστικές εμπειρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφορούν οποιεσδήποτε εμπειρίες θυμικές ή γνωστικές και μεταγνωστική γνώση βιώνει το άτομο καθώς ασχολείται με ένα έργο. Με αυτήν την έννοια δηλαδή αναφερόμαστε σε ό,τι βιώνει το άτομο κατά τη διάρκεια της γνωστικής επεξεργασίας. Η διαφορά τους από τη μεταγνωστική γνώση έγκειται στο ότι βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην πραγματική γνωστική επεξεργασία από χρονική άποψη και είναι παρούσες στη βραχύχρονη μνήμη σε αντίθεση με τη μεταγνωστική γνώση που ανακαλείται από τη μακρόχρονη[11].

Μεταγνωστικές δεξιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι διαδικασίες ή στρατηγικές που εφαρμόζονται σκόπιμα για τη ρύθμιση της γνωστικής επεξεργασίας και της συμπεριφοράς εν γένει. Αφορούν στον έλεγχο του γιγνώσκειν, αντίθετα από τις μεταγνωστικές εμπειρίες και τη μεταγνωστική γνώση που αποτελούν εκφάνσεις της διεργασίας παρακολούθησης του γιγνώσκειν[1]. Είναι διαδικαστικού τύπου που θα πει ότι καταγράφουν το πως, δηλαδή τις διαδικασίες που εφαρμόζονται επί του γιγνώσκειν. Παραδείγματα μεταγνωστικών δεξιοτήτων, αποτελούν οι ερωτήσεις που θέτουμε στον εαυτό μας για να ελέγξουμε το κατά πόσο κατανοούμε τα δεδομένα ενός προβλήματος καθώς και ο συνειδητός σχεδιασμός της πορείας της λύσης του προβλήματος. Οι μεταγνωστικές δεξιότητες καλλιεργούνται μέσα από την άσκηση και αποσκοπούν στον έλεγχο και την καθοδήγηση της γνωστικής επεξεργασίας σε συνειδητό επίπεδο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (2011). Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση. Εκδόσεις: Πεδίο
  2. Flavell, J. H. (1976). Metacognitive aspects of problem solving. In L. B. Resnick (Ed.), The nature of intelligence (pp. 231–236). Hillsdale, NJ: Erlbaum
  3. 3,0 3,1 Flavell, J. H. (1979). Metacognition and cognitive mpnitoring:A new area of cognitive developmental inquiry. American Psychologist, 34, 906-911
  4. Metcalfe, J., & Shimamura, A. P. (1994). Metacognition: knowing about knowing. Cambridge, MA: MIT Press.
  5. Borkowski, J. G.(1985). Sign fo intelligence: Strategy deneralization and metacognition, in S.R. Yussen (ed.), The growth of reflection, pp. 105-144, New York: Academic Press. In Swanson, H.L. (1990). Influence of Metacognitive knowledge and Aptitude on Problem Solving. Journal of Educational Psychology, Vol.82, No. 2, 306-314.
  6. Schoenfeld, A. H. (1987). What's all the fuss about metacognition?, Cognitive science and mathematic education, Hillsdale, NJ: Erlbaum. In Swanson, H.L. (1990). Influence of Metacognitive knowledge and Aptitude on Problem Solving. Journal of Educational Psychology, Vol.82, No. 2, 306-314.
  7. Pressley, M., Borkowski, J.G., & O' Sullivan, J.T. (1985). Children's metamemory and the teaching of memory strategies. Metacognition, cognition and human performance. New York: Academic Press. In Swanson, H.L. (1990). Influence of Metacognitive knowledge and Aptitude on Problem Solving. Journal of Educational Psychology, Vol.82, No. 2, 306-314.
  8. Swanson, H.L. (1990). Influence of Metacognitive knowledge and Aptitude on Problem Solving. Journal of Educational Psychology, Vol.82, No. 2, 306-314
  9. Schneider, W.(1985). Developmental trends in the metamemory-memory behavior relationship: An integrative review. Metacognition, cognition, and human performance: Vol.1. Theoritical perspectives, pp. 57-109. San Diego. CA: Academic. Σε Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (2011). Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτορύθμιση. Εκδόσεις: Πεδίο
  10. Butterfield, E.C., Albertson, L.R. & Johnston, J.C.(1995). On the making cognitive theory more general and developmental pertinent. Memory performance and competencies: Issues in growth and development,pp. 181-206. Hillsdale, NJ: Erlbaum. Σε Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (2011). Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτορύθμιση. Εκδόσεις: Πεδίο
  11. 11,0 11,1 Efklides, A. (2001). Metacognitive experiences in problem solving: Metacognition, motivation, and self-regulation. In A. Efklides, J. Kuhn, & R.M. Sorrentino (eds.), Trends and prospects in motivation research (pp. 297-323). Kluwer Academic Publishers, Netherlands