Λιανικό εμπόριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βιτρίνα καταστήματος ένδυσης

Λιανικό εμπόριο ή λιανεμπόριο ονομάζεται η πώληση αγαθών και υπηρεσιών σε καταναλωτές, σε αντίθεση με τη χονδρική, που είναι η πώληση σε επιχειρηματικούς ή θεσμικούς πελάτες. Ένας λιανοπωλητής αγοράζει αγαθά σε μεγάλες ποσότητες από τους κατασκευαστές, απευθείας ή μέσω ενός χονδρέμπορου, και στη συνέχεια πουλά σε μικρότερες ποσότητες στους καταναλωτές[1] για κέρδος. Οι έμποροι λιανικής είναι ο τελικός κρίκος στην αλυσίδα εφοδιασμού από τους παραγωγούς στους καταναλωτές. Μερικές φορές αυτό γίνεται για την απόκτηση αγαθών, συμπεριλαμβανομένων ειδών πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα και ρούχα, άλλες φορές ως ψυχαγωγική δραστηριότητα, γνωστό και ως Shopping therapy.

Τα καταστήματα λιανικής έχουν μακρά ιστορία που χρονολογείται από την αρχαιότητα. Μερικοί από τους πρώτους λιανοπωλητές ήταν οι πλανόδιοι μικροπωλητές.

Στην ψηφιακή εποχή, όλο και αυξανόμενος αριθμός εμπόρων λιανικής επιδιώκει να φτάσει σε ευρύτερες αγορές πουλώντας τόσο σε φυσικά καταστήματα, όσο και διαδικτυακά. Οι ψηφιακές τεχνολογίες αλλάζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι καταναλωτές πληρώνουν για αγαθά και υπηρεσίες. Οι υπηρεσίες υποστήριξης λιανικού εμπορίου μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν την παροχή πίστωσης, υπηρεσίες παράδοσης, συμβουλευτικές υπηρεσίες, και μια σειρά από άλλες υπηρεσίες υποστήριξης.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Pride, W.M., Ferrell, O.C. Lukas, B.A., Schembri, S. Niininen, O. and Cassidy, R., Marketing Principles, 3rd Asia-Pacific ed., Cengage, 2018, pp. 449–50