Κουρτ Άτερμπεργκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κουρτ Άτερμπεργκ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση12  Δεκεμβρίου 1887[1][2][3]
Domkyrkoförsamlingen in Göteborg[2][3]
Θάνατος15  Φεβρουαρίου 1974[4][5][6]
Oscar Parish[3]
Τόπος ταφήςΒόρειο νεκροταφείο της Σόλινα (59°21′16″ s. š., 18°1′53″ v. d.)[7]
Χώρα πολιτογράφησηςΣουηδία[3]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΣουηδικά[8][9]
ΣπουδέςΒασιλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας[6]
Βασιλική Ακαδημία Μουσικής στη Στοκχόλμη[6]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακλασικός συνθέτης[10][6]
χορογράφος
μηχανικός
διευθυντής ορχήστρας[6]
διδάσκων πανεπιστημίου
ΕργοδότηςRoyal Swedish Academy of Music
Αξιοσημείωτο έργοd:Q1990190
d:Q2006723
Symphony No. 6
Περίοδος ακμής1912
Οικογένεια
ΓονείςAnders Johan Atterberg[11][2]
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΤάγμα του Ντάνεμπρογκ[12]
Medal for the advancement of the musical arts (1953)[13]
Litteris et Artibus
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κουρτ Μάγκνους Άτερμπεργκ (Kurt Magnus Atterberg, Γκέτεμποργκ 12 Δεκεμβρίου 1887Στοκχόλμη 15 Φεβρουαρίου 1974) ήταν Σουηδός συνθέτης, αρχιμουσικός και μουσικοκριτικός από τους σημαντικότερους της χώρας του κατά τον 20ό αιώνα. Είναι, κυρίως, γνωστός για τις όπερες, τα μπαλέτα και τις συμφωνίες του.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άτερμπεργκ γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, το 1887. Ο πατέρας του, ΄Αντερς Γιόχαν ήταν μηχανικός, αδελφός του διάσημου χημικού Άλμπερτ Άτερμπεργκ. Η μητέρα του, Ελβίρα Ούντμαν ήταν η κόρη ενός γνωστού τραγουδιστή όπερας. Το 1902, άρχισε να μαθαίνει βιολοντσέλο, εμπνευσμένος από μια συναυλία του Κουαρτέτου Εγχόρδων των Βρυξελλών. Έξι χρόνια αργότερα, έγινε εκτελεστής στο Σύλλογο Συναυλιών της Στοκχόλμης (κατόπιν, Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα της Στοκχόλμης. Τότε συνέθεσε και το πρώτο του ολοκληρωμένο έργο, τη Ραψωδία για Πιάνο και Ορχήστρα, Op. 1., ενώ ακολούθησε το Κουαρτέτο Εγχόρδων Νο. 1 σε Ρε Μείζονα, Op. 2.

Ενώ, ήδη, σπούδαζε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Βασιλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας, γράφτηκε και Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής της Στοκχόλμης, το 1910, παρουσιάζοντας την Ραψωδία του και μια ατελή έκδοση της Πρώτης του Συμφωνίας. Εκεί, μεταξύ 1910-1911, παρόλο κατά βάσιν αυτοδίδακτος, σπούδασε σύνθεση και ενορχήστρωση με τον Α. Χαλέν (Andreas Hallén).[14] Έκανε το ντεμπούτο του στη διεύθυνση ορχήστρας, σε μια συναυλία στο Γκέτεμποργκ το 1912, παρουσιάζοντας σε πρεμιέρα την Πρώτη του Συμφωνία και την Εισαγωγή Κοντσέρτου σε Λα Ελάσσονα, Op. 4. Σπούδασε και στη Γερμανία (1911, 1913).[14]

Αν και συνέχισε να συνθέτει και να διευθύνει, ο Άτερμπεργκ απολάμβανε, επίσης, μιας εκπληκτικής σταδιοδρομίας σε αρκετούς διαφορετικούς οργανισμούς. Διορίστηκε στο Σουηδικό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Μητρώου το 1912, προχωρώντας στο να γίνει επικεφαλής τμήματος, το 1936, και εργάστηκε εκεί μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1968. Συνεργάστηκε με την Εταιρεία Σουηδών Συνθετών το 1918, μαζί με άλλους σημαντικούς συνθέτες, όπως ο Χούγκο Αλβέεν. Έξι χρόνια αργότερα εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας, διατηρώντας τη θέση του μέχρι το 1947. Υπήρξε κριτικός μουσικής για το Stockholms Tidningen από το 1919 μέχρι το 1957 και γραμματέας της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Μουσικής από το 1940 έως το 1953. Η έκτη συμφωνία του (1927-8) τιμήθηκε με το α’ βραβείο στον διαγvνισμό «Κολούμπια» για τα 100 χρόνια του θανάτου του Σούμπερτ, συνοδευόμενο από χρηματικό ποσό 2000 λιρών.[14][15]. Νυμφεύτηκε 2 φορές, το 1915 και το 1925. Πέθανε στις 15 Φεβρουαρίου 1974 στη Στοκχόλμη, σε ηλικία 86 ετών, και ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο (Norra begravningsplatsen) της πόλης.

Σχέση με τη Γερμανική τέχνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την εποχή του Τρίτου Ράιχ, ο Άτερμπεργκ διατηρούσε επαφή με γερμανούς συνθέτες και μουσικούς φορείς, προκειμένου να ενισχύσει τις σουηδο-γερμανικές μουσικές σχέσεις. Παρουσίασε δικά του έργα στη Γερμανία, μερικές φορές με περίφημες ορχήστρες, αλλά και αρκετοί διάσημοι γερμανοί μαέστροι διηύθυναν συμφωνίες του Άτερμπεργκ. Δεν δίστασε ποτέ να «περάσει» τις γερμανικές επαφές που είχε δημιουργήσει με την πάροδο των χρόνων στους σουηδούς συναδέλφους του ή να εργαστεί πάνω σε σουηδικά έργα που γράφηκαν στη Γερμανία. Μεταξύ 1935-1938 ο Άτερμπεργκ διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου Διεθνών Συνθετών, που ιδρύθηκε από τον Ρίχαρντ Στράους το 1934. Η συνεχιζόμενη σχέση του με τους μουσικούς συλλόγους της Ναζιστικής Γερμανίας μετά το 1933 χρησιμοποιήθηκε για προπαγανδιστικούς σκοπούς από το Τρίτο Ράιχ.[16]

Υπάρχουν αντισημιτικά αποσπάσματα στην αλληλογραφία του Άτερμπεργκ και στη χρήση της γλώσσας, ιδιαίτερα εμφανή σε διαμάχες με τον συνθέτη Μ. Πέργκαμεντ (Moses Pergament), κριτικό μουσικής για την Svenska Dagbladet. Σε μια επιστολή του, το 1923 στον Pergament, ο Atterberg έγραφε ειρωνευόμενος: «Θα μπορούσατε να ξεκινήσετε τον εαυτό σας ως συνθέτη που δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ ... Μέχρι στιγμής, είστε, όντως, ο επίσημος διάδοχος ενός θεμελιωδώς καθαρού εβραϊκού συνθέτη - τότε γιατί όχι και στο όνομα;» [17] Η διαμάχη μεταξύ των δύο ανδρών προέκυψε από τις, διαμετρικά διαφορετικές, καλλιτεχνικές τους τάσεις και από το γεγονός ότι, ο Άτερμπεργκ ήταν ηγετική προσωπικότητα στη σουηδική μουσική σκηνή και υποστηρικτής της ρομαντικής εθνικής ταυτότητας. Αντίθετα, ο Πέργκαμεντ, μαζί με τους Γ. Νίστρεμ (Gösta Nystroem) και Χ. Ρόζενμπεργκ (Hilding Rosenberg) ανήκαν σε πιο «μοντέρνα» πτέρυγα.[17]

Μουσικολογικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εργογραφία του Άτερμπεργκ κυμαίνεται, από σαφείς και έντονες μελωδικές συνθέσεις μικρής κλίμακας, μέχρι εντυπωσιακά συμφωνικά έργα. Ο ανεπιφύλακτος στόχος του ήταν να δημιουργήσει ζωντανά, ουσιαστικά μέρη τόσο για το μελωδικό προσκήνιο όσο και για τα περιβάλλοντα «στρώματα» της συνοδείας. Η σταθερότητα και ο πλούσιος κορεσμός των αποτελεσμάτων του είναι, επίσης εν μέρει, το αποτέλεσμα εκτεταμένης γνώσης των οργάνων. Η ρομαντική του διάθεση προδίδεται σε διάφορες συνθέσεις. Δίνει ιδιαίτερη βάση στον ρομαντισμό, ως στυλιστικό ιδανικό, στην Έβδομη Συμφωνία του (Sinfonia romantica), με την απρόσκοπτη μορφή του, την παρατεταμένη μελωδία και την πολυδιάστατη αρμονία του. Το πάθος και τα πάθη ήταν κάποιες άλλες διαθέσεις τις οποίες σκόπευε να απεικονίσει, κυρίως στις όπερες του (όπως το Fanal, για παράδειγμα). Άλλες συνθέσεις, όπως το Κουαρτέτο Εγχόρδων, Opus 11, η μουσική μπαλέτου και αρκετές από τις ορχηστρικές σουίτες (υπάρχουν δέκα συνολικά), διακρίνονται από τη λεπτεπίλεπτη υφή τους. Η τρίτη από αυτές τις σουίτες, μάλιστα, έχει καταστεί ένα από τα πιο συχνά εκτελούμενα έργα του. Παρά τους περιορισμούς που επιβάλλει η φόρμα, η «αλληλεπίδραση» του σόλο βιολιού και της βιόλας με την ορχήστρα, διαπερνάται από την απολαυστική αίσθηση της μελωδικής γραμμής, που αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό της μουσικής του.[18] Το ύφος του, ρομαντικό αρχικά, πλουτίστηκε αργότερα με ιμπρεσιονιστικά και πολυτονικά στοιχεία.[14]

Κυριότερα έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπερες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Χέρβαρντ ο Αρπιστής (Härvard Harpolekare, 1916-8)
  • Το Λευκό Άλογο, 1924-5
  • Φανάλ, 1929-32
  • Αλαντίν, 1936-41
  • Τρικυμία (Stormen, 1946-7)

Μπαλέτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Περ ο Χοιροβοσκός, (Per Svinaherde, 1914-5)
  • Οι Μωρές Παρθένες (De fåvitska jungfrurna, 1920)

Ορχήστρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Συμφωνία αριθ. 1 σε Σι Ελάσσονα, Op. 3 (στη μνήμη του Σούμπερτ, 1909-11)
  • Συμφωνία αριθ. 2 σε Φα Μείζονα, Op. 6 (1912-1913)
  • Σουίτα αρ. 1 «Orientale» (1913)
  • Κοντσέρτο για βιολί σε Μι Ελάσσονα, Op. 7 (1913)
  • Ρέκβιεμ, για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα (κείμενο Gustav Schlyter, 1914)
  • Συμφωνία αριθ. 3 σε Ρε Μείζονα, Op. 10 φωτογραφίες «West Coast Pictures» (1916)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων αριθ. 2 σε Σι Ελάσσονα, Op. 11 (1916)
  • Πρελούδιο και φούγκα για εκκλησιαστικό όργανο (1916)
  • Συμφωνία αριθ. 4 σε Σολ Ελάσσονα, Op. 14 «Sinfonia Piccola» (1918)
  • Φθινοπωρινές Μπαλάντες (Hastballader) για πιάνο, Op. 15
  • Σουίτα αρ. 3 για βιολί, βιόλα και έγχορδα, Op. 19 αρ. 1 (1917)
  • Συμφωνία αριθ. 5, Op. 20 «Sinfonia funebre»
  • Κοντσέρτο για βιολοντσέλο σε Ντο Ελάσσονα Op. 21 (1922)
  • Σουίτα αρ. 5, Op. 23 «Barocco»
  • Rondeau retrospectif για πιάνο 4 χέρια, Op. 26
  • Σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο σε Σι Ελάσσονα, Op. 27 (1925)
  • Κονσέρτο για Κόρνο σε Λα Μείζονα, Op. 28 (1926)
  • Συμφωνία αριθ. 6 σε Ντο Μείζονα, Op. 31 «Dollar Symphony» (1927-8)
  • Κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα, Op. 31α
  • Σουίτα αριθ. 8, Op. 34 «Pastorale in modo antico»
  • Μια Αγροτική Ραψωδία, Op. 36 (1933)
  • Κονσέρτο για πιάνο σε Σι Ελάσσονα, Op. 37
  • Αλλαντίν, εισαγωγή Op. 44
  • Συμφωνία αριθ. 7, Op. 45 «Sinfonia Romantica» (1941-2, αναθ. 1972)
  • Συμφωνία αριθ. 8, Op. 48 (1944-5)
  • Συμφωνία αρ 9, Op. 54 («Sinfonia visionaria», για μέτζο σοπράνο και βαρύτονο, χορωδία και ορχήστρα, 1955-6
  • Μπαλάντα χωρίς λόγια, Op. 56 (1957-8)
  • Τρίο Κοντσερτάντε σε Σολ Ελάσσονα, Op. 57
  • Μονότονο Βαλς σε Ντο Μείζονα

[14][18][19]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Kurt M Atterberg». (Σουηδικά) Dictionary of Swedish National Biography. 18907.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 «Göteborgs Gustavi eller Domkyrkoförsamlings kyrkoarkiv, Födelse- och dopböcker, SE/GLA/13180/C/16 (1883-1888), bildid: 00192805_00225». Swedish church birth records. Ανακτήθηκε στις 16  Μαΐου 2019.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Sveriges dödbok 1830–2020» (Σουηδικά) Sveriges släktforskarförbund. Νοέμβριος 2021. Ανακτήθηκε στις 25  Ιουνίου 2022.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 28  Απριλίου 2014.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13890950v. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Swedish Musical Heritage. levandemusikarv.se. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  7. 7,0 7,1 «Atterberg, KURT MAGNUS». Svenskagravar.se. Ανακτήθηκε στις 28  Φεβρουαρίου 2017.
  8. plus.si.cobiss.net/opac7/conor/119406435.
  9. CONOR.SI. 119406435.
  10. Musikverkets auktoritetsdatabas. 6  Οκτωβρίου 2017. calmview.musikverk.se/CalmView/Record.aspx?src=CalmView.Persons&id=DS%2FUK%2F70. Ανακτήθηκε στις 6  Οκτωβρίου 2017.
  11. 11,0 11,1 Ανακτήθηκε στις 16  Μαΐου 2019.
  12. Ανακτήθηκε στις 16  Φεβρουαρίου 2022.
  13. www.musikaliskaakademien.se/verksamhet/priserutmarkelserochstipendier/medaljenfortonkonstensframjande/tidigaremedaljorer.2537.html. Ανακτήθηκε στις 18  Δεκεμβρίου 2022.
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 Λεωτσάκος
  15. Kennedy
  16. Garberding
  17. 17,0 17,1 Jonnson
  18. 18,0 18,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2009. 
  19. Blom

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Γιώργος Λεωτσάκος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1991, τόμος 12, σ. 137
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Garberding, Petra (2009). Music and Politics in the Shadow of Nazism: Kurt Atterberg and Swedish-German Musical Relations. Music & Politics 3, Number 2 (Summer 2009), ISSN 1938-7687
  • Jonsson Leif, Åstrand Hans, red (1994). Musiken i Sverige. 4, Konstmusik, folkmusik, populärmusik 1920–1990. Stockholm: Fischer. Libris 8221451. ISBN 91-7054-702-5
  • Kube, Michael (1999). Kurt Atterberg (1887-1974) An Overview of his Life and Work. Classic Produktion Osnabrück.