Κλοναζεπάμη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η χημική δομή της κλοναζεπάμης

Η κλοναζεπάμη, η οποία πωλείται με την εμπορική ονομασία Klonopin μεταξύ άλλων, χρησιμοποιείται ως φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση επιληπτικών κρίσεων, κρίσεων πανικού και την ακαθισία, μια κινητική διαταραχή.[1] Είναι ηρεμιστικό της κλάσης των βενζοδιαζεπινών.[1] Λαμβάνεται από το στόμα.[1] Οι επιδράσεις του φαρμάκου ξεκινούν εντός μιας ώρας από τη λήψη της και διαρκούν 6-12 ώρες.[2]

Οι συνήθεις παρενέργειες του φαρμάκου συμπεριλαμβάνουν υπνηλία, ελλιπή συντονισμό και σύγχυση.[1] Η μακροχρόνια χρήση μπορεί να οδηγήσει σε ανοχή, εξάρτηση και σε συμπτώματα στέρησης αν η λήψη της σταματήσει απότομα.[1] Συμπτώματα εξάρτησης εμφανίζονται στο ένα τρίτο των ατόμων που την λαμβάνουν για πάνω από τέσσερις εβδομάδες.[3] Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αυτοκτονίας, ειδικά σε άτομα που πάσχουν ήδη από κατάθλιψη.[1][4] Αν καταναλωθεί από εγκύους μπορεί να προκληθεί ζημιά στο μωρό.[1] Η κλοναζεπάμη προσδένεται με τον υποδοχέα γάμμα-αμινοβουτυρικού οξέως (GABAA recipient), αυξάνοντας τις επιδράσεις του κύριου ανασταλτικού νευρομεταδότης γ-γάμμα αμινοβουτυρικού οξέως (GABA).[3]

Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της κλοναζεπάμης κατατέθηκε το 1960 και έγινε διαθέσιμο στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1975 από την Roche.[5][6] Διατίθεται ως γενόσημο φάρμακο.[1] Το 2017, ήταν το 34ο πιο συνταγογραφούμενο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες με πάνω από 20 εκατομμύρια συνταγογραφήσεις.[7][8] Σε πολλές περιοχές του κόσμου χρησιμοποιείται ως ψυχαγωγικό φάρμακο.[9][10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 «Clonazepam». The American Society of Health-System Pharmacists. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2015. 
  2. Cooper, edited by Grant (2007). Therapeutic uses of botulinum toxin. Totowa, N.J.: Humana Press. σελ. 214. ISBN 9781597452472. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Αυγούστου 2016. CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  3. 3,0 3,1 Riss, J.; Cloyd, J.; Gates, J.; Collins, S. (Aug 2008). «Benzodiazepines in epilepsy: pharmacology and pharmacokinetics» (PDF). Acta Neurol Scand 118 (2): 69–86. doi:10.1111/j.1600-0404.2008.01004.x. PMID 18384456. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-04-04. https://web.archive.org/web/20200404043717/http://www3.interscience.wiley.com/cgi-bin/fulltext/120119477/PDFSTART. Ανακτήθηκε στις 2020-09-26. [νεκρός σύνδεσμος]
  4. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Dodd2017.
  5. Fischer, Jnos· Ganellin, C. Robin (2006). Analogue-based Drug Discovery. John Wiley & Sons. σελ. 535. ISBN 9783527607495. 
  6. Shorter, Edward (2005). «B». A Historical Dictionary of Psychiatry. Oxford University Press. ISBN 9780190292010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2015. 
  7. «The Top 300 of 2020». ClinCalc. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2020. 
  8. «Clonazepam - Drug Usage Statistics». ClinCalc. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2020. 
  9. Martino, edited by Davide· Cavanna, Andrea E. (2013). Advances in the neurochemistry and neuropharmacology of Tourette Syndrome. Burlington: Elsevier Science. σελ. 357. ISBN 9780124115613. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2015. In several countries, prescription and use is now severely limited due to abusive recreational use of clonazepam. CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  10. Fisher, Gary L. (2009). Encyclopedia of substance abuse prevention, treatment, & recovery. Los Angeles: SAGE. σελ. 100. ISBN 9781412950848. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2016. frequently abused