Κείμενο του Εράσμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η σελίδα του τίτλου της έκδοσης του Κειμένου του Εράσμου

Το Κείμενο του Εράσμου, πλήρες όνομα στη λατινική Novum Instrumentum omne, diligenter ab Erasmo Rot. Recognitum et Emendatum, αποτελεί την πρώτη έντυπη κριτική έκδοση του ελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης την οποία επιμελήθηκε ο Ντεζιντέριους Έρασμος· εκδόθηκε το 1516.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων, τότε που κυριαρχούσε η λατινική γλώσσα και η Δυτική Ευρώπη ήταν υπό τον σιδηρό έλεγχο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το επίπεδο μόρφωσης και μάθησης του λαού ήταν χαμηλό.

Όταν, όμως, το 15ο αιώνα, επινοήθηκε στην Ευρώπη η τυπογραφία με κινητά στοιχεία και ξεκίνησε, στις αρχές του 16ου αιώνα, η Μεταρρύθμιση, επικράτησε μεγαλύτερη ελευθερία λόγου και αναπτύχθηκε έντονο ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα. Στη διάρκεια της αρχικής αυτής αναζωογόνησης της μάθησης, ο διάσημος Ολλανδός λόγιος Ντεζιντέριους Έρασμος τύπωσε την πρώτη έκδοση ενός κριτικού ελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης[1]. Η πρώτη έκδοση του έργου αυτού τυπώθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας το 1516, ένα έτος πριν αρχίσει η Μεταρρύθμιση στη Γερμανία. Η πρώτη έκδοση περιείχε πολλά λάθη, αλλά το κείμενο παρουσιάστηκε βελτιωμένο στις επόμενες εκδόσεις τού 1519, 1522, 1527 και 1535. Όταν παρέβαλε και προετοίμαζε το κριτικό του κείμενο, ο Έρασμος είχε διαθέσιμα μόνο λίγα μικρογράμματα χειρόγραφα, και αυτά δεν ήταν και πολύ παλιά. Δίπλα στη στήλη με το ελληνικό κείμενο βρισκόταν η στήλη με το αντίστοιχο κείμενο της λατινικής Βουλγάτας. Εντούτοις, κειμενικές αποδόσεις οι οποίες δεν βρισκόταν σε συμφωνία με τη Βουλγάτα αποτέλεσαν αιτία για να δεχτεί σκληρή επίθεση από την επίσημη Εκκλησία[2].

Η τελευταία σελίδα της έκδοσης του Κειμένου του Εράσμου (Αποκάλυψη 22:8-21)

Το κριτικό ελληνικό κείμενο του Εράσμου αποτέλεσε αργότερα τη βάση για βελτιωμένες μεταφράσεις σε διάφορες γλώσσες της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό έκανε δυνατό να γίνουν μεταφράσεις της Αγίας Γραφής ανώτερες εκείνων που είχαν γίνει παλιότερα με βάση τη λατινική Βουλγάτα. Ο πρώτος που έκανε χρήση του κειμένου του Εράσμου ήταν ο Μαρτίνος Λούθηρος από τη Γερμανία, ο οποίος ολοκλήρωσε τη δική του μετάφραση των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών στη γερμανική το 1522. Παρά το μεγάλο διωγμό που αντιμετώπισε, ο Γουίλιαμ Τίντεϊλ από την Αγγλία έκανε κι αυτός μια μετάφραση στην αγγλική από το κείμενο του Εράσμου, την οποία ολοκλήρωσε ενώ ήταν εξόριστος στην ηπειρωτική Ευρώπη, το 1525. Επίσης, ο Αντόνιο Μπρουτσιόλι από την Ιταλία μετέφρασε το κείμενο του Εράσμου στην ιταλική το 1530.

Μετά από το έργο του αυτό, ο Έρασμος ξεκίνησε να γράφει τις Παραφράσεις του, που αποτελούσαν ερμηνευτικές παραφράσεις των Ευαγγελίων.

Επίδραση στις μεταγενέστερες εκδόσεις του κειμένου της Καινής Διαθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την εμφάνιση του ελληνικού κειμένου του Εράσμου, ξεκίνησε μια εποχή κριτικής του κειμένου των Άγιων Γραφών[3]. Το έργο αυτό αποτέλεσε τη βάση για την εμφάνιση αργότερα του Textus Receptus (Τέξτους Ρεκέπτους, που σημαίνει "Παραδεδεγμένο Κείμενο") της Καινής Διαθήκης.

Ο Ρομπέρ Εστιέν (Robert Estienne, γνωστός και ως Στέφανος), ένας επιφανής τυπογράφος και εκδότης του 16ου αιώνα, κυκλοφόρησε στο Παρίσι διάφορες εκδόσεις της ελληνικής Καινής Διαθήκης. Το κείμενο του Εράσμου αποτελούσε τη βάση αυτών των εκδόσεων, με διορθώσεις σύμφωνα με το Κομπλούτειο Πολύγλωττο του 1522 και 15 μικρογράμματα χειρόγραφα των προηγούμενων λίγων αιώνων. Η τρίτη έκδοση του Ελληνικού κειμένου που έγινε από τον Στέφανο, το 1550, αποτέλεσε στην ουσία το Textus Receptus, στο οποίο βασίστηκαν άλλες αγγλικές μεταφράσεις του 16ου αιώνα, και η ευρύτατα διαδεδομένη Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου του 1611. Άλλες πηγές θεωρούν ότι μια έκδοση της Καινής Διαθήκης του Γάλλου λόγιου Τεοντόρ Ντε Μπεζ (Theodore de Beze, γνωστός και ως Βέζας) που τυπώθηκε στο Λέιντεν το 1633 αποτέλεσε το Textus Receptus, το "κείμενο [της Καινής Διαθήκης] που είναι αποδεκτό από όλους" όπως ανέφερε στον πρόλογό της.

Το Κείμενο του Εράσμου και το παράγωγο Textus Receptus μονοπώλησαν ως προς τη χρήση τους για τους επόμενους λίγους αιώνες. Στα μέσα, όμως, του 18ου αιώνα ο Γερμανός λόγιος Γκρίσμπαχ (Johann Jakob Griesbach) εξέδωσε το ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης στηριζόμενος όχι στις διαθέσιμες έντυπες εκδόσεις της εποχής του αλλά σε αρχαιότερα χειρόγραφα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός κύματος επιφανών ερευνητών του ελληνικού κειμένου, όπως ο Λάχμαν (Karl Lachmann), ο Τρετζέλις (Samuel Prideaux Tregelles) και ο Τίσεντορφ (Constantin von Tischendorf).

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Για την παραγωγή ενός τέτοιου έντυπου κριτικού κειμένου αντιπαραβάλλονται προσεκτικά αρκετά χειρόγραφα και χρησιμοποιούνται οι λέξεις που κατά γενική ομολογία θεωρούνται οι πρωτότυπες· συχνά το κείμενο περιλαμβάνει, στο κάτω περιθώριο, σχόλια για τις διαφορετικές αναγνώσεις που υπάρχουν σε ορισμένα χειρόγραφα.
  2. E. Gordon Rupp & Philip S. Watson, Luther and Erasmus: Free Will and Salvation (Library of Christian Classics), New ed., Westminster John Knox Press, 1978, σελ. 6.
  3. Η κριτική του κειμένου είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την ανάπλαση και αποκατάσταση του πρωτότυπου Βιβλικού κειμένου.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • A Companion to the Greek Testament and the English Version, Philip Schaff, D.D., Νέα Υόρκη, 1883.
  • The Abingdon Bible Commentary, The Abingdon Press, Νέα Υόρκη, 1929.
  • The Oxford Illustrated History of the Bible, John Rogerson, Νέα Υόρκη, 2001.
  • Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα «Ντεζιντέριους Έρασμος», στην αγγλική.
  • 'Όλη η Γραφή είναι Θεόπνευστη και Ωφέλιμη' , 1990, Β. & Φ. Ε. Σκοπιά.

Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]