Καθεδρικός ναός της Μόντενα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 44°38′46.5″N 10°55′32.4″E / 44.646250°N 10.925667°E / 44.646250; 10.925667

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Καθεδρικός Ναός της Μόντενα
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Καθεδρικός της Μόντενα
Χάρτης
Χώρα μέλος Ιταλία
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήρια(i),(ii), (iii), (iv)
Ταυτότητα827
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1992 ( συνεδρίαση)

Ο καθεδρικός ναός της Μόντενα είναι ρωμανική εκκλησία της πόλης Μόντενα της Ιταλίας και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ρωμανικά κτήρια της Ευρώπης. Είναι, επίσης, Μνημείο της Παγκόσμιας κληρονομιάς,που εγκαινιάστηκε το 1184.

Δημιουργοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καθεδρικός ναός της Μόντενα είναι δημιουργία του αρχιτέκτονα Lanfranco και γλύπτη Willigelmo, έργο του 12ου αιώνα. Ο ναός αυτός είναι ένα αριστούργημα της αρχιτεκτονικής καθώς συνδυάζει πολιτικές και θρησκευτικές αξίες σε μία μεσαιωνική πόλη. Η κατασκευή του καθεδρικού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Τζεμινιάνο (San Geminiano).[1]

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μόντενα βρίσκεται στην πεδιάδα του Πάδου στο σταυροδρόμι του ρωμαϊκού δρόμου Via Aemilia[1] στην τωρινή περιοχή της Εμίλια Ρομάνια (Emilia Romagna) της βόρειας Ιταλίας.[2]

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καθεδρικός ναός της Μόντενα,υποστηρίζει πολλά διαφορετικά στυλ αρχιτεκτονικής, και έχει πολλά στοιχεία από άλλες εποχές όπως το Gothic και την αναγέννηση. Το θαυμάσιο αυτό γεγονός οφείλεται στις περισσότερες λεπτομέρειες που προστέθηκαν στο κτήριο από τον Anselmo da Campione τον 13ο αιώνα. Ο καθεδρικός ναός αποτελείται από δύο μέρη,τον ναό (Duomo) και το καμπαναριό. Κοντά στην είσοδο του Duomo απεικονίζονται δύο λιοντάρια τα οποία χρονολογούνται από τη ρωμαϊκή εποχή και αποτελούν ένα σπάνιο δημιούργημα. Το καμπαναριό ξεκίνησε το 1169 με ρωμανικό στυλ. Υπάρχει επίσης ένα γοτθικό κωδωνοστάσιο που σχεδιάστηκε από τον Arrigo da Campione,που ολοκληρώθηκε τον 14ο αιώνα. Το εσωτερικό του πύργου είναι διακοσμημένο με τοιχογραφίες του 15ου αιώνα,καθώς διατηρούνται ακόμα αντίγραφα του πίνακα Secchia Rapita. Τέλος στην πρόσοψη του ναού διακρίνονται ανάγλυφα και εντυπωσιακά πορτρέτα των προφητών και των πατριαρχών,που δημιουργήθηκαν από τον γλύπτη Wiligelmο.[2]

το εσωτερικό του ναού

Εσωτερικές διακοσμήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εξωτερικό του Duomo είναι αξιοθαύμαστο και εσωτερικό του διαθέτει ακόμα πιο απολαυστικές εκπλήξεις. Ο καθεδρικός ναός έχει τρία κλίτη,ένα μαρμάρινο θωράκιο από την κρύπτη και το κεντρικό κλίτος,στο οποίο εμφανίζονται τα Πάθη του Χριστού και ο Μυστικός Δείπνος. Ο άμβωνας έχει διακοσμηθεί με μικρά αγάλματα και με τον αξιοσημείωτο ξύλινο σταυρό από τον 14ο αιώνα. Στον καθεδρικό ναό διακρίνονται δύο υπέροχες φάτνες οι οποίες δημιουργήθηκαν από τους δυο πιο γνωστούς καλλιτέχνες της πόλης τον Guido Mazzoni και τον Antonio Begarelli. Κατά την είσοδο από την βόρεια γωνία του καθεδρικού ναού,που είναι γνωστή ως Porta della Pescheria,παρατηρούνται μαρμάρινα γλυκά που είναι διάσημα σκαλίσματα που απεικονίζουν τα χαρακτηριστικά της ζωής στις αρχές της δεκαετίας του Αρθούρου. Στη γλυπτική αυτού του έργου έχουν εντοπιστεί διάφορες επιγραφές από τα πρώτα γλυπτά παρουσιάζοντας το μύθο του Αρθούρου.[2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παλιά Μόντενα ήταν μια ακμάζουσα ρωμαϊκή αποικία στη Via Emilia, όμως κατόπιν ισχυρών σεισμών η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς και σταδιακά έπεσε σε ρήγματα. Με αποτέλεσμα οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Το όνομα του καθεδρικού ναού προήλθε από τον επίσκοπο της Μόντενα και από τον πολιούχο της πόλης Άγιο Τζεμινιάνο. Δύο προηγούμενες εκκλησίες είχαν κατασκευαστεί στην περιοχή από τον 5ο αιώνα,αλλά και οι δύο είχαν καταστραφεί οι εργασίες για τη σύγχρονη Μητρόπολη άρχισαν το 1099,υπό τη διεύθυνση του πρωτομάστορα Lanfranco,πάνω στο σημείο του τάφου του Αγίου Τζεμινιάνου,πολιούχου της Μόντενα. Τα λείψανα του Αγίου εξακολουθούν να εκτίθονται στην κρύπτη του καθεδρικού ναού μέσα σε μία σαρκοφάγο καλυμμένη από γυαλί. Ο καθεδρικός ναός καθαγιάστηκε από τον Πάπα Λούκιο Γ΄ στις 12 Ιουλίου 1184.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 http://whc.unesco.org/en/list/827
  2. 2,0 2,1 2,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2012. 
  3. http://www.santiebeati.it/dettaglio/39175