Καθεδρικός Ναός του Ροστόφ επί του Ντον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 47°13′1″N 39°42′43″E / 47.21694°N 39.71194°E / 47.21694; 39.71194

Καθεδρικός Ναός του Ροστόφ επί του Ντον
Χάρτης
Είδοςορθόδοξος καθεδρικός ναός
Αρχιτεκτονικήνεορωσική αρχιτεκτονική
Διεύθυνση344007, г. Ростов-на-Дону, ул. Станиславского, 58
Γεωγραφικές συντεταγμένες47°13′2″N 39°42′41″E
ΘρήσκευμαΡωσική Ορθόδοξη Εκκλησία
Θρησκευτική υπαγωγήεπισκοπή του Ροστόφ και Νοβοτσερκάσκ
Διοικητική υπαγωγήΡοστόφ επί του Ντον
ΧώραΡωσία
Έναρξη κατασκευής1854
ΑρχιτέκτοναςΚονσταντίν Τον
Προστασίαregional cultural heritage site in Russia
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Ο Καθεδρικός Ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου (ρωσικά: Кафедральный собор во имя Рождества Пресвятой Богородицы‎‎) αποτελεί την κύρια εκκλησία της πόλεως του Ροστόφ επί του Ντον και της Ρωσικής Ορθόδοξης Επαρχίας του Ροστόφ και Νοβοτσερκάσκ.[1] Διαδέχθηκε τον Καθεδρικό Ναό του Νοβοτσερκάσκ ως κύριος χώρος χριστιανικής λατρείας στην ευρύτερη περιοχή του Ντον.

Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του 18ου αιώνα, έπειτα από ευρείας έκτασης επανεγκατάσταση προς τα προάστια στρατιωτών, αστών και εμπόρων, οι δημοτικές αρχές της πόλης αποφάσισαν να προχωρήσουν στην ανέγερση ναού αφιερωμένου στη Γέννηση της Θεοτόκου. Ο σχεδιασμός κατασκευής της προέβλεπε η ανέγερσή της να πραγματοποιηθεί στη συγκεκριμένη περιοχή, πλησίον της σημερινής Κεντρικής Αγοράς. Η έναρξη των εργασιών ανέγερσής της έλαβε χώρα στις 20 Φεβρουαρίου 1781, ενώ τα θυρανοίξιά της πραγματοποιήθηκαν στις 5 Σεπτεμβρίου 1781. Τόσο η τελετή έναρξης των εργασιών κατασκευής όσο και ο καθαγιασμός της πραγματοποιήθηκαν από τον Αρχιερέα Ιωάννη Αντρέεφ. Ωστόσο, έπειτα από χρονικό διάστημα μόλις δέκα ετών, στις 27 Δεκεμβρίου 1791, μία αστραπή οδήγησε στην καταστροφή του ναού από πυρκαγιά.

Ο τότε δήμαρχος της πόλεως, Μ. Ναούμοφ, επαγγελματικά δραστηριοποιούμενος ως έμπορος, αιτήθηκε στον Μητροπολίτη Γαβριήλ, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Επαρχίας του Εκατερίνοσλαβ και υπό την ποιμαντική εξουσία του οποίου βρισκόταν η περιοχή του Ροστόφ, την ανέγερση νέας εκκλησίας στη θέση της προηγούμενης. Το 1795, εργασίες ξεκίνησαν στην ίδια ακριβώς τοποθεσία για την ανέγερση της Εκκλησίας της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Το 1822, η εκκλησία αναβαθμίστηκε σε καθεδρικό ναό, κατόπιν σχετικής αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου.[2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαράσταση του καθεδρικού ναού σε παλαιότερης ημερομηνίας καρτ ποστάλ.

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, ο πληθυσμός της πόλεως του Ροστόφ αυξανόταν σταθερά. Ως αποτέλεσμα, ο Αυτοκράτορας Νικόλαος Α΄ ενέκρινε τον σχεδιασμό και την κατασκευή νέας λίθινης εκκλησίας στη θέση της προηγούμενης, η οποία ήταν κατασκευασμένη από ξύλο και η οποία, πλέον, θεωρείτο ανεπαρκής για την φιλοξενία του σύνολου των πιστών.

Ο συγκεκριμένος νέος καθεδρικός ναός κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταξύ του 1854 και του 1860, βάσει σχετικών αρχιτεκτονικών σχεδίων του Κονσταντίν Τον.[1] Ως αποτέλεσμα, ο καθεδρικός ναός παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με άλλες εκκλησίες, επίσης σχεδιασμένες από τον Τον, όπως ο Καθεδρικός Ναός του Χριστού Σωτήρος στη Μόσχα, η, πλέον κατεστραμμένη, Εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Αγία Πετρούπολη, καθώς και ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Πνεύματος στο Πιτραζαβότσκ. Ο Αλεξάντρ Κουτέποφ ήταν ο αρχιτέκτονας υπεύθυνος για την επίβλεψη των κατασκευαστικών εργασιών.

Τα απαιτούμενα για την ανέγερση χρήματα προήλθαν από τον εύπορο έμπορο Κονσταντίν Μιχαΐλοφ-Νεφέντοφ, ενώ έτερος τοπικός έμπορος, ο Ιγκόρ Παντσένκο, χρηματοδότησε την φιλοτέχνηση των τοιχογραφιών, των εικόνων, καθώς και την κατασκευή χρυσών σταυρών για τους θόλους και εξωτερικού φράχτη για τον περίβολο της εκκλησίας.

Το 1937, ο καθεδρικός ναός έπαυσε την λειτουργία του, ενώ εντός τους εδάφους του ένας ζωολογικός κήπος εγκαινιάστηκε, με τον ίδιο τον καθεδρικό ναό να χρησιμοποιείται ως αποθήκη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, τα ανώτερα τμήματα του κωδωνοστασίου καταστράφηκαν.

Ο καθεδρικός ναός ξεκίνησε εκ νέου την λειτουργία του το 1942, κατά την περίοδο κατοχής του Ροστόφ από τα γερμανικά στρατεύματα. Το 1950, ο καθεδρικός ναός διακοσμήθηκε εκ νέου, με παράλληλες εργασίες διάσωσης και ανάδειξης των παλαιότερης ημερομηνίας τοιχογραφιών να λαμβάνουν χώρα. Το 1988, εργασίες εκ νέου διακόσμησης του εσωτερικού του ναού πραγματοποιήθηκαν.

Το 1999, στο πλαίσιο των εορτασμών της συμπλήρωσης 250 ετών από την ίδρυση της πόλεως του Ροστόφ, το κωδωνοστάσιο του καθεδρικού ναού ανακατασκευάστηκε σύμφωνα με την αρχική μορφή του.[3]

Εξωτερικό και εσωτερικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του εσωτερικού του καθεδρικού ναού.
Άποψη του Μνημείου του Δημητρίου του Ροστόφ.

Ο Καθεδρικός Ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου είναι λίθινη εκκλησία με πέντε θόλους, χτισμένη σε σταυροειδή μορφή και ρωσοβυζαντινή αρχιτεκτονική. Ένα αποτελούμενο από τρία επίπεδα εικονοστάσιο στο ανατολικό τμήμα του καθεδρικού ναού είναι κατασκευασμένο σε μορφή παρεκκλησίου, επιστεγασμένο από μία κυρτή οροφή και έναν θόλο.[2]

Εντός του προαυλίου χώρου του καθεδρικού ναού βρίσκονται, επίσης, μία μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, καθώς και το βαπτιστήριο του Αγίου Νικολάου, το κωδωνοστάσιο και αριθμός άλλων κτιριακών χώρων που λειτουργούν ως γραφεία: η επαρχιακή διοίκηση, η κατοικία του Μητροπολίτη του Ροστόφ, επαρχιακές υπηρεσίες και επιτροπές, το πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο του Αγίου Δημητρίου, Μητροπολίτη του Ροστόφ, το τυπογραφείο της επαρχίας, καθώς και καταστήματα πώλησης εκκλησιαστικών σκευών και βιβλίων πνευματικής λογοτεχνίας.

Κωδωνοστάσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1875, το δυτικό τμήμα του κωδωνοστασίου του καθεδρικού ναού ξεκίνησε να κατασκευάζεται, ενώ ήταν χτισμένο βάσει σχετικών αρχιτεκτονικών σχεδίων του αρχιτέκτονα και μηχανικού Άντον Καμπιόνι[1] και του καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα Ντμίτρι Λεμπέντεφ. Οι εργασίες ανέγερσής του χρηματοδοτήθηκαν από τους εμπόρους Π. Μακσίμοφ και Σ. Κόσκιν, τον καπνοπαραγωγό και φιλάνθρωπο Β. Ασμόλοφ, καθώς και τον Ι. Παντσένκο, ο οποίος, προηγουμένως, είχε αναλάβει το οικονομικό κόστος της διακόσμησης των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων της εκκλησίας. Η κατασκευή του κωδωνοστασίου ολοκληρώθηκε το 1887.

Το κωδωνοστάσιο έχει ύψος της τάξεως των 75 μέτρων, ενώ, από αρχιτεκτονικής απόψεως, παρουσιάζει χαρακτηριστικά της κλασικής και αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Η κορυφή του θόλου του είναι μπλε χρώματος, διακοσμημένη με χρυσά αστέρια. Στο ανώτερο τμήμα του υπήρχαν εγκατεστημένα ρολόγια, ενώ στο μεσαίο τμήμα του υπήρχαν εγκατεστημένες καμπάνες. Πιστεύεται πως το χτύπημα του κωδωνοστασίου ήταν δυνατό να ακουστεί σε απόσταση μεγαλύτερη των 40 χιλιομέτρων.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρχαν φόβοι για την χρησιμοποίηση του κωδωνοστασίου από τους Γερμανούς ως στόχο του πυροβολικού τους, καθώς και των βομβαρδιστικών αεροπλάνων τους. Τον Ιούλιο του 1942, τα δύο ανώτερα επίπεδα του κωδωνοστασίου ανατινάχθηκαν, ενώ το 1949 το δεύτερο επίπεδο επίσης καταστράφηκε.

Το κωδωνοστάσιο ανακατασκευάστηκε το 1999, με τον αρχιτέκτονα Ν. Σολνίσκιν να είναι υπεύθυνος του συνολικού εγχειρήματος ανακατασκευής. Οι νέες καμπάνες που τοποθετήθηκαν διαφέρουν συγκριτικά με τις προηγούμενες τόσο ως προς τα ονόματά τους όσο και ως προς το, συγκριτικά, μικρότερο μέγεθός τους.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 (Ρωσικά) «Ростов-на-Дону - Кафедральный собор Рождества Пресвятой Богородицы». Народный каталог православной архитектуры. Церкви и монастыри России и мира. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2020. 
  2. 2,0 2,1 (Ρωσικά) «Ростовский собор Рождества Пресвятой Богородицы». Ростовский Словарь. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2018. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2020. 
  3. (Ρωσικά) «Описание Ростовского кафедрального собора Рождества Пресвятой Богородицы». Православные паломничества. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2020.