Κάστρο του Σαλαντίν
Συντεταγμένες: 35°35′44.99″N 36°3′25.99″E / 35.5958306°N 36.0572194°E
Κάστρο του Σαλαντίν | |
---|---|
قلعة صلاح الدين الأيوبي | |
Είδος | ακρόπολη, κάστρο, σταυροφορικό κάστρο και αρχαιολογική θέση |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 35°35′45″N 36°3′26″E |
Διοικητική υπαγωγή | Al-Haffah |
Χώρα | Συρία |
Υλικά | ασβεστόλιθος |
Προστασία | τμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 2006) |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Κάστρο του Σαλαντίν (αραβικά: قلعة صلاح الدين, Qal'at Salah al-Din) είναι κάστρο της Συρίας στο Κυβερνείο της Λατάκειας. Βρίσκεται 7 χλμ ανατολικά από την πόλη Αλ Χαφάν και 30 χλμ ανατολικά της πόλης της Λατάκειας, στο υψηλό ορεινό ανάγλυφο του εδάφους σε μια κορυφογραμμή μεταξύ δύο βαθιών χαράδρων και περιβάλλεται από δάσος. Το 975 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής κατέλαβε την περιοχή που παρέμεινε υπό βυζαντινό έλεγχο μέχρι περίπου το 1108. Τον 12ο αιώνα οι Φράγκοι σταυροφόροι ανέλαβαν τον έλεγχο της περιοχής και ήταν μέρος του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας. Οι Σταυροφόροι έκαναν ένα εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα, δίνοντας στο κάστρο πολύ από τη σημερινή του μορφή. Το 1188 που έπεσε στα χέρια των δυνάμεων του Σαλαντίν μετά από τριήμερη πολιορκία. Το κάστρο πολιορκήθηκε και πάλι το 1287, αυτή τη φορά από τους Μαμελούκους. Το 2006 αναγνωρίστηκε ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την Ουνέσκο.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η παραδοσιακή ονομασία του κάστρου είναι "Sahyun", το αραβικό ισοδύναμο της Σιών. Αυτό σύμφωνα με τον ιστορικό Χουγκ Κένεντι το σημερινό όνομα που δόθηκε είναι πιο πολιτικά ορθός τίτλος[1]. Ο λόφος είναι οχυρωμένος τουλάχιστον από τα μέσα του 10ου αιώνα. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής το κατέκτησε το 975 από την δυναστεία Χαμντανίντ του Αλεπίου. Παρέμεινε υπό βυζαντινό έλεγχο μέχρι περίπου το 1108, όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν τον έλεγχο της Λατάκειας. Ήταν μέρος του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας , ένα από τα τέσσερα κράτη που ιδρύθηκαν από τους Σταυροφόρους μετά την Α΄ Σταυροφορία, και πέρασε στην κατοχή των αρχόντων του Σαονέ. Ο πρώτος άρχοντας του Σαονέ ήταν πιθανώς ο Ροβέρτος Λέπρους, το κάστρο παρέμεινε στην οικογένειά του μέχρι το 1188. Ήταν πιθανότατα ο Ροβέρτος ή ο γιος του, Γουίλιαμ ο οποίος έχτισε το κάστρο των Σταυροφόρων, ή το ανακατασκεύασε, πάνω στις προηγούμενες βυζαντινές οχυρώσεις[2]. Το φρούριο είναι αξιοσημείωτο ότι είναι ένα από τα λίγα που δεν είχαν ανατεθεί στα μεγάλα ιπποτικά τάγματα των Ιωαννιτών και των Ναϊτών.
Στις 27 του Ιούλη 1188 ο Σαλαντίν και ο γιος του, Αζ Ζαχίρ Γκαζί πολιόρκησαν το κάστρο. Ο Σαλαντίν έστησε και πολιορκητικές μηχανές στο οροπέδιο απέναντι στην ανατολική πλευρά του κάστρου, ενώ ο γιος του ανέλαβε τη βόρεια πλευρά του κάστρου. Πέτρες βάρους μεταξύ 50 και 300 κιλών εκσφενδόνιζε στο κάστρο για δύο ημέρες, προκαλώντας σημαντικές ζημιές. Στις 29 Ιουλίου, δόθηκε η εντολή για την επίθεση. Ο Αζ-Ζαχίρ έκανε έφοδο στο κάστρο στα δυτικά του όπου υπήρχε οικισμός και οι κάτοικοι του αναγκάστηκαν και κατέφυγαν στο κάστρο. Το κάστρο και η πόλη χωρίζονταν από τάφρο που ωστόσο στην βόρεια πλευρά του το σκάψιμο παρέμεινε ημιτελής. Εκμεταλλευόμενοι αυτό ο Az-Ζαχίρ εισέβαλε στο κάστρου από αυτή την πλευρά, και η φρουρά υποχώρησε στο ακρόπυργο. Πριν το βράδυ το κάστρο παραδόθηκε υπό όρους, αν και ήταν ισχυρό κάστρο, έπεσε σε μόλις τρεις ημέρες. Ιστορικός Χουγκ Κένεντι εικάζει ότι έπεσε τόσο γρήγορα επειδή η φρουρά του δεν ήταν αρκετά μεγάλη και δεν είχαν κατάλληλο εξοπλισμό[3].
Γύρω στο 1280 ο εμίρης, Sunqur al-Ashqur, είχε τον έλεγχο του κάστρου όπου έγινε το διοικητικό κέντρο ενός μικρού ημι-ανεξάρτητου εμιράτου. Το 1287 κατελήφθη από τις δυνάμεις του Σουλτάνου Qala'un και έγινε μέρος της επαρχίας της Τρίπολης[4]. Στα τέλη του 1286 και στις αρχές του 1287, ο σουλτάνος Καλαβούν το πολιόρκησε και το κατέλαβε μετά από πολυήμερη πολιορκία[4].
Μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κάστρο έγινε ένα Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την Ουνέσκο το 2006[5]. Κατά τη διάρκεια της συριακής εξέγερσης που ξεκίνησε το 2011 η Ουνέσκο εξέφρασε ανησυχίες ότι η σύγκρουση θα μπορούσε να οδηγήσει σε βλάβη των σημαντικών πολιτιστικών χόρων της χώρας όπως το κάστρο[6].
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χτίστηκε σε μια κορυφογραμμή περίπου 700 μέτρα υψόμετρο ανάμεσα σε δύο βαθιές χαράδρες[2]. Από εκεί περνούσε ο δρόμος μεταξύ της Λατάκειας και την πόλη της Αντιόχειας τον οποίο προστάτευε[7]. Οι Βυζαντινοί υπερασπίστηκαν την περιοχή χτίζοντας ένα τείχος που χωρίζει την ανατολική πλευρά της κορυφογραμμής. Οι τοίχοι δημιούργησαν ένα ακανόνιστο περίβολο και ήταν κατάσπαρτος με συνοδευτικούς πύργους. Δίπλα στην οχύρωση, στο ανατολικό άκρο της κορυφογραμμής ήταν ένας οικισμός[2]. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του φρουρίου είναι η 28 μέτρων βαθιά τάφρος, η οποία κόβει τον βράχο. Η δημιουργία της τάφρου έχει αποδοθεί στους Βυζαντινούς[8]. Αυτό το χαντάκι έχει μήκος 156 μέτρα κατά μήκος της ανατολικής πλευράς, είναι 14 έως 20 μέτρα πλάτος και είχε κρεμαστή γέφυρα για να εισέλθει κάποιος στο κάστρο.
Η είσοδος του κάστρου είναι στη νότια πλευρά του φρουρίου. Στα δεξιά της εισόδου είναι ένας πύργος, ένας προμαχώνας που χτίστηκε από τους Σταυροφόρους. Υπάρχει και ένας άλλος λίγα μέτρα πιο κάτω. Υπάρχει μια δεξαμενή για την αποθήκευση νερού και μερικοί στάβλοι, τα τείχη έχουν πάχος 5 μέτρα και καλύπτουν μια έκταση περίπου 24 τ.μ.. Στη συνέχεια προς τα βόρεια είναι η πύλη, με την κινητή γέφυρα. Επίσης εμφανής είναι η βυζαντινή ακρόπολη, που βρίσκεται στο κέντρο του φρουρίου, μια άλλη μεγάλη δεξαμενή, ερείπια κτιρίου σταυροφόρων, και μια εκκλησία σταυροφόρων που γειτνιάζουν με ένα από τα δύο βυζαντινά εκκλησάκια.
Όσον αφορά τις αραβικές προσθήκες στο φρούριο που περιλαμβάνουν ένα τζαμί, το οποίο χρονολογείται από το σουλτάνο Qalawun , και ένα παλάτι, το οποίο περιλαμβάνει λουτρά με αυλές.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Kennedy 1994, σελίδες 84–85
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Kennedy 1994, σελ. 85
- ↑ Kennedy 1994, σελίδες 95–96
- ↑ 4,0 4,1 Folda 2005, σελ. 383
- ↑ Crac des Chevaliers and Qal’at Salah El-Din, UNESCO, http://whc.unesco.org/en/list/1229, ανακτήθηκε στις 2012-04-16
- ↑ Director-General of UNESCO appeals for protection of Syria’s cultural heritage, UNESCO, 2012-03-30, http://whc.unesco.org/en/news/862, ανακτήθηκε στις 2012-04-16
- ↑ Molin 2001, σελ. 85
- ↑ Molin 2001, σελ. 148
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Folda, Jaroslav (2005), Crusader Art in the Holy Land: From the Third Crusade to the Fall of Acre, 1187–1291, Cambridge: Cambridge University Press, ISBN 978-0-521-83583-1
- Kennedy, Hugh (1994), Crusader Castles, Cambridge: Cambridge University Press, ISBN 0-521-42068-7, https://archive.org/details/isbn_9780521420686
- Molin, Kristian (2001), Unknown Crusader Castles, London: Continuum, ISBN 978-1-85285-261-0
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- République arabe syrienne (January 2005), Chateaux de Syrie: Dossier de Presentation en vue de l'inscription sur la Liste du Patrimoine Mondial de l'UNESCO, UNESCO, http://whc.unesco.org/uploads/nominations/1229.pdf, ανακτήθηκε στις 2014-08-11
- Saade, G. (1968), «Histoire du château de Saladin», Studi Medievali, 3rd 9: 980–1,016
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]