Θανάσης Παπακυριτσόπουλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θανάσης Παπακυριτσόπουλος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Θανάσης Παπακυριτσόπουλος (Ελληνικά)
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας

Ο Θανάσης Παπακυριτσόπουλος ήταν λήσταρχος που έδρασε στα τέλη του 19ου αιώνα στη Φθιώτιδα.

Βιογραφικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θανάσης Παπακυριτσόπουλος καταγόταν από το Αμούρι και ήταν γιος του δικηγόρου και δημάρχου του Αμουρίου, Γεωργίου Παπακυριτσόπουλου. Το 1877 κατατάχθηκε στο στρατό και έγινε λοχίας. Στη διάρκεια της θητείας του όμως, μετά από ένα επεισόδιο που είχε με έναν ανώτερό του, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους. Αφού έμεινε στη φυλακή έξι μήνες του δόθηκε χάρη και επέστρεψε στο σύνταγμά του. Μετά την ολοκλήρωση της θητείας του γύρισε στη Λαμία.[1]

Στη Λαμία ο Παπακυριτσόπουλος ερωτεύθηκε μια κοπέλα, με την οποία ήταν ερωτευμένος και ένας ανθυπολοχαγός, που ανήκε στη φρουρά της πόλης. Μια μέρα ο Παπακυριτσόπουλος επιτέθηκε στον ανθυπολοχαγό στο δρόμο και τον έδειρε με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί στις φυλακές της Λαμίας, από όπου δραπέτευσε μετά από τέσσερις μήνες, το 1890. Στη συνέχεια βγήκε στο βουνό και σχημάτισε την πρώτη συμμορία του. Μερικές μέρες μετά πέθανε ο πατέρας του για τον οποίο είχε ήδη βγει ένταλμα προσωποκράτησης για χρέη προς το δημόσιο.[2]

Αργότερα ο Παπακυριτσόπουλος έγινε μέλος της συμμορίας του Τσουλή και συμμετείχε στη ληστεία και το φόνο του Εμίν Βέη έξω από τον Αλμυρό και στην απαγωγή και δολοφονία του γιού του πλούσιου γαιοκτήμονα Κοροδήμου, μολονότι ο κτηματίας τούς είχε καταβάλλει 100.000 δρχ.[3]

Ο Παπακυριτσόπουλος σκοτώθηκε το 1894 κατά τη διάρκεια της καταδίωξή του από καταδιωκτικά αποσπάσματα. Λίγες μέρες πριν είχε απάγει τον εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας Λεωνίδα Ροζάκη και τον ανακριτή Γεώργιο Αγγελή, κατά τη μετάβασή τους από την Υπάτη σε χωριό της Φθιώτιδας. Μαζί τους ήταν και δύο γραμματείς τους οποίους ο Παπακυριτσόπουλος άφησε ελεύθερους για να μεταφέρουν μήνυμα ο μεν πρώτος στον νομάρχη Φθιώτιδας ο δε δεύτερος στα καταδιωκτικά αποσπάσματα, να σταματήσουν κάθε καταδίωξη των ληστών προκειμένου να μη κινδυνεύσουν οι απαχθέντες.[4] Όμως οι αρχές αρνήθηκαν κάθε συνεννόηση με τους ληστές ακόμα και αν αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του εισαγγελέα και του ανακριτή. Ειδικότερα το υπουργείο Εσωτερικών σε ερώτηση του νομάρχη σχετικά με το ποια στάση θα έπρεπε να κρατήσουν απάντησε: «Να εξέλθουν πολυάριθμα αποσπάσματα και να καταδιώξουν αμειλίκτως τους ληστάς χωρίς να φεισθούν της ζωής των αιχμαλώτων, αρκεί να εξοντωθεί η ληστοσυμμορία η οποία επί έτη ολόκληρα τρομοκρατεί ολόκληρον την Στερεά Ελλάδα».[5] Ο εισαγγελέας Ροζάκης σκοτώθηκε από τον Παπακυριτσόπουλο ενώ ο ανακριτής Αγγελής από σφαίρα πιθανόν των καταδιωκτικών αποσπασμάτων. Στις 10 Φεβρουαρίου 1935 στο κακουργιοδικείο της Λαμίας έγιναν τα αποκαλυπτήρια των πορτρέτων των δύο θυμάτων.[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τζανακάρης, Βασίλης Ι. (2008). Οι λήσταρχοι - Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Εκδόσεις Μεταίχμιο. σελ. 720. ISBN 978-618-03-0183-0.