Η μάγισσα του Έντμοντον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η μάγισσα του Έντμοντον
ΣυγγραφέαςΤόμας Ντέκερ
Μορφήθεατρικό έργο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η μάγισσα του Έντμοντον (αγγλικός τίτλος: The Witch of Edmonton) είναι Ιακωβιανό θεατρικό έργο, γραμμένο από τους Άγγλους θεατρικούς συγγραφείς Ουίλιαμ Ρόουλι, Τόμας Ντέκερ και Τζον Φορντ το 1621. Το έργο έχει ταξινομηθεί ως τραγικωμωδία, καθώς περιέχει στοιχεία τόσο τραγικά όσο και κωμικά. Δημοσιεύτηκε το 1658.[1]

Η πλοκή βασίζεται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα στο χωριό Έντμοντον, σήμερα περιοχή του Λονδίνου, νωρίτερα το ίδιο έτος σχετικά με την Ελίζαμπεθ Σόγιερ, τη δίκη και την καταδίκη της σε θάνατο για μαγεία. [2]Ταπεινωμένη από τους γείτονές της, η ηλικιωμένη γυναίκα παίρνει εκδίκηση πουλώντας την ψυχή της στον διάβολο, ο οποίος της εμφανίζεται με τη μορφή σκύλου. Επιπλέον, υπάρχει μια υποπλοκή που αναφέρεται σε έναν δίγαμο που δολοφονεί τη δεύτερη σύζυγό του μετά από υποκίνηση του διαβόλου-σκύλου.[3]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο είναι εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία της Ελίζαμπεθ Σόγιερ, μιας γυναίκας που κατηγορήθηκε και δικάστηκε για μαγεία και εκτελέστηκε στις 19 Απριλίου 1621 για τις υποτιθέμενες συναλλαγές της με τον διάβολο. Βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο φυλλάδιο του Χένρι Γκούντκολ Η υπέροχη ανακάλυψη της μάγισσας Ελίζαμπεθ Σόγιερ (1621). Ωστόσο, ενώ το φυλλάδιο απεικονίζει τη μάγισσα ως διαβολική και την ανάκρισή της στη φυλακή, οι συγγραφείς αντιμετώπισαν τη γυναίκα με περισσότερη κατανόηση στο έργο τους: παρουσίασαν την Ελίζαμπεθ Σόγιερ σαν προϊόν της κοινωνίας παρά σαν ανωμαλία σ' αυτήν, μια γυναίκα που στράφηκε στη μαγεία λόγω της συνεχούς παρενόχλησης, κακοποίησης και βίας των γειτόνων, αναδεικνύοντας την επισφαλή θέση των ηλικιωμένων, φτωχών και μοναχικών γυναικών στην Ιακωβιανή Αγγλία.[4]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελίζαμπεθ Σόγιερ, μια φτωχή, ηλικιωμένη και μοναχική γυναίκα, εξοστρακίζεται και ξυλοκοπείται από τους γείτονές της. Η γυναίκα κατηγορήθηκε άδικα ότι είναι μάγισσα και τώρα θέλει πραγματικά να αποκτήσει μαγικές δυνάμεις για να εκδικηθεί τους βασανιστές της. Στη συνέχεια, ο διάβολος εμφανίζεται μπροστά της με τη μορφή ομιλούντος μαύρου σκύλου που ονομάζεται Τομ, (ρόλος που ερμηνεύεται από ηθοποιό) ο οποίος γίνεται μοναδικός φίλος της και της υπόσχεται υπερφυσικές δυνάμεις με αντάλλαγμα την ψυχή της, η γυναίκα δέχεται και πουλάει την ψυχή της στον διάβολο. Η Σόγιερ κατηγορείται ότι προκάλεσε ασθένεια στα βοοειδή και διέφθειρε τη σεξουαλική ηθική των γυναικών του Έντμοντον: η ίδια απορρίπτει τις κατηγορίες και κατηγορεί τους ευγενείς της περιοχής, αλλά όταν μια γειτόνισσα, με την οποία είχε λογομαχία, αυτοκτονεί, το γεγονός δεν περνά απαρατήρητο και η Σόγιερ συλλαμβάνεται.

Το έργο χωρίζεται αρκετά άκαμπτα σε ξεχωριστές πλοκές, οι οποίες περιστασιακά τέμνονται ή αλληλοεπικαλύπτονται. Παράλληλα με την κύρια ιστορία της Ελίζαμπεθ Σόγιερ, η άλλη σημαντική πλοκή είναι μια οικογενειακή τραγωδία με επίκεντρο τον νεαρό Φρανκ Θόρνεϊ. Ο Φρανκ είναι κρυφά παντρεμένος με τη φτωχή Γουίνιφρεντ, την οποία αγαπά και πιστεύει ότι είναι έγκυος στο παιδί του, αν και πατέρας του μελλοντικού αγέννητου παιδιού αποδεικνύεται στην πραγματικότητα ο σερ Άρθουρ, ο γαιοκτήμονας όπου βρίσκεται το αγρόκτημα που καλλιεργούσε ο πατέρας του Φρανκ. Η οικογένεια Θόρνεϊ βρίσκεται σε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και για να αποφύγει τα χειρότερα, ο πατέρας αναγκάζει τον Φρανκ να παντρευτεί τη Σούζαν Κάρτερ, κόρη ενός πλούσιου αγρότη. Ο Φρανκ ενδίδει αδύναμα και παντρεύεται τη Σούζαν, με αποτέλεσμα να γίνει δίγαμος, αλλά στη συνέχεια προσπαθεί να φύγει μεταμφιεσμένος από την κομητεία με τη Γουίνιφριντ. Όταν η στοργική Σούζαν τον ακολουθεί, εκείνος τη μαχαιρώνει θανάσιμα. Σ' αυτό το σημείο, ο σκύλος της μάγισσας είναι παρών στη σκηνή και ενθαρρύνει τον Φρανκ με βίαιες σκέψεις, έτσι παραμένει αμφίσημο αν ο νεαρός είναι πλήρως υπεύθυνος για τη δολοφονία. Ο Φρανκ αυτοτραυματίζεται επιφανειακά και προσποιείται ότι δέχθηκε επίθεση, προσπαθώντας να ενοχοποιήσει τον Γουόρμπεκ, πρώην μνηστήρα της Σούζαν, και τον Σόμερτον, μνηστήρα της Κάθριν, μικρότερης αδερφής της Σούζαν. Οι δύο άνδρες ορκίζονται ότι είναι αθώοι, αλλά συλλαμβάνονται. Ενώ η ευγενική Κάθριν φροντίζει τον δήθεν τραυματισμένο κουνιάδο της, βρίσκει ένα αιματοβαμμένο μαχαίρι στην τσέπη του και μαντεύει αμέσως την αλήθεια, την οποία αποκαλύπτει στον πατέρα της. Ο διάβολος-σκύλος γίνεται μάρτυρας της σκηνής και αρχίζει να πανηγυρίζει, χαρούμενος που προκάλεσε την καταστροφή του άντρα.[5]

Ο σκύλος εμφανίζεται στην Ελίζαμπεθ Σόγιερ στη φυλακή και τώρα η γούνα του είναι λευκή και όχι πια μαύρη: ο διάβολος δεν έχει σκοπό να βοηθήσει περισσότερο τη μάγισσα, αφού έχει ήδη αποκτήσει αυτό που ήθελε: την ψυχή της γυναίκας και την αιώνια καταδίκη της. Στη δίκη, η αλήθεια αποκαλύπτεται και η Γουίνιφρεντ ομολογεί ποιος είναι ο πραγματικός πατέρας του παιδιού. Ο Σερ Άρθουρ καταδικάζεται να πληρώσει στη γυναίκα χίλια νομίσματα, ο Σόμερτον και ο Γουόρμπεκ ελευθερώνονται και ο Φρανκ και η Σόγιερ καταδικάζονται σε θάνατο. Ο Φρανκ μετανοεί για το έγκλημά του και απαγχονίζεται σε ένα κλίμα γενικής συγχώρεσης, ενώ η μάγισσα ανεβαίνει στην αγχόνη αμετανόητη και μισητή. Η Γουίνιφρεντ συγχωρείται από τον ηλικιωμένο Κάρτερ, ο οποίος την καλωσορίζει στο σπίτι του.

Ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος Α' της Αγγλίας ήταν άγριος διώκτης μαγισσών από όταν βασίλευε στη Σκωτία, ένα έθνος όπου το κυνήγι μαγισσών ήταν πάντα πιο σκληρό από την Αγγλία. Το 1563 εκδόθηκαν νέοι νόμοι κατά της μαγείας στην Αγγλία και Σκωτία, όπου οι πρώτοι ήταν πιο επιεικείς, οι δεύτεροι ξεχώρισαν για τη δρακόντεια ακαμψία τους στην αντιμετώπιση του υποτιθέμενου εγκλήματος. Η πρώτη μαζική δίωξη ανθρώπων που κατηγορούνταν για μαγεία ήταν οι Δίκες του Βόρειου Μπέργουικ του 1589, οι οποίες διήρκεσαν δύο χρόνια και ενέπλεξαν πάνω από 70 άτομα -κυρίως γυναίκες- ένοχους μαγείας. Η κατηγορία ήταν ότι είχαν κάνει απόπειρα να δολοφονήσουν τον Ιάκωβο και τη σύζυγό του Άννα προκαλώντας καταιγίδα που εμπόδισε την επιστροφή τους από τη Δανία. Η δίκη έληξε με το κάψιμο και τον απαγχονισμό των φερόμενων ως ενόχων. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1590 και 1662, τέσσερις έως έξι χιλιάδες άνθρωποι δικάστηκαν για μαγεία στη Σκωτία και από αυτούς περίπου 1500 εκτελέστηκαν. Το 75% των θυμάτων ήταν γυναίκες. [6]

Η άνοδος του Ιακώβου στον θρόνο της Αγγλίας αύξησε το γενικό ενδιαφέρον για τη μαγεία και τη δίωξή της, όπως αντικατοπτρίζεται σε πολλά έργα της εποχής. Στον Μάκβεθ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ οι μάγισσες έχουν τη δύναμη να προκαλούν θύελλες. Ο Τόμας Μίντλετον έγραψε επίσης για το θέμα της μαγείας στο έργο του Η Μάγισσα (περίπου 1613). Οι μάγισσες του Μίντλετον είναι επικίνδυνα, δολοφονικά και διεστραμμένα δαιμονικά πλάσματα αλλά είναι επίσης αστείες, ευάλωτες και απαραίτητες στη διατήρηση της κρατικής εξουσίας και της κοινωνικής θέσης. [7]

Στη Μάγισσα του Έντμοντον, οι Ουίλιαμ Ρόουλι, Τόμας Ντέκερ και Τζον Φορ συνδύασαν δεισιδαιμονίες και γεγονότα της επικαιρότητας σχετικά με την υπόθεση της Ελίζαμπεθ Σόγιερ. Σύμφωνα με αρχεία της εποχής, ο δικαστής Άρθουρ Ρόμπινσον είχε επανειλημμένα εξετάσει υποθέσεις που την αφορούσαν, κατηγορούμενη για μαγεία από συμπολίτες της καθώς και για ένα περίεργο και μυστηριώδες σημάδι στο σώμα της. Η δίκη άρχισε στις 14 Απριλίου 1621 στο Λονδίνο και η Σόγιερ κατηγορήθηκε ότι παρασύρθηκε από τον διάβολο και χρησιμοποίησε σκοτεινές πρακτικές εναντίον γειτόνων και αντιπάλων αφού αδικήθηκε από αυτούς. Συγκεκριμένα, κατηγορήθηκε ότι προκάλεσε τον θάνατο κάποιας Αν Ράντκλιφ που δεν ήθελε να αγοράσει τις σκούπες της. Η Σόγιερ δήλωσε αθώα, αλλά η εξέταση αποκάλυψε ένα σημάδι στο σώμα της. Η άτυχη γυναίκα καταδικάστηκε και απαγχονίστηκε στις 19 Απριλίου του ίδιου έτους. [2]

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και αναμφίβολα παρουσιάζεται ως μάγισσα, η Ελίζαμπεθ Σόγιερ περιγράφεται με περισσότερη συμπάθεια από άλλες μάγισσες του αγγλικού αναγεννησιακού θεάτρου και οι πράξεις της, αν και σκληρές, παρουσιάζονται σαν αποτέλεσμα χρόνιας κακοποίησης και ταλαιπωρίας, αναδεικνύοντας τον ρόλο της ως θύμα της κοινωνίας. Η Σόγιερ είναι ταυτόχρονα θύμα της κοινωνίας και του διαβόλου, δεδομένου ότι ακόμη και ο νέος αφέντης της αρνείται να τη βοηθήσει στη στιγμή της ακραίας δυσκολίας: η ελπίδα που φαίνεται να βρίσκει η γυναίκα στον Σατανά αποδεικνύεται ότι είναι μόνο ένας νέος τύπος εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Στο πρόσωπό της παρουσιάζεται μια συγκεκριμένη κατηγορία γυναικών - ανύπαντρες, φτωχές, ηλικιωμένες - που στερούνται σεβασμού σε σημείο που ξεπερνούν τα όρια στην προσπάθειά τους να κερδίσουν σεβασμό, δικαιοσύνη ή εκδίκηση.[8]

Το αίσιο τέλος του έργου, με τη συγχώρεση της Γουίνιφρεντ, τη δικαιοσύνη να επιστρέφει στην κοινότητα και την τιμωρία των κακών επισκιάζεται από τη φιγούρα του Τομ, που εκδιώχθηκε αλλά δεν νικήθηκε. Ο Φρανκ και η Σόγιερ δεν είναι παρά περιστασιακά κακά, η ρίζα που τους ώθησε σε αυτά τα επίπεδα βαρβαρότητας - ο Τομ εμφανίζεται σε όλες τις σκηνές στις οποίες ο Φρανκ γίνεται βίαιος, υπονοώντας έτσι μια ισχυρή δαιμονική επιρροή στη διάπραξη των εγκλημάτων - απλά φεύγει για το κοντινό Λονδίνο αναζητώντας νέα θύματα για να δελεάσει.[9]

Το έργο παραδοσιακά έχει ταξινομηθεί ως τραγικωμωδία, ωστόσο πρόσφατες παραγωγές έχουν τονίσει τη δυσκολία κατηγοριοποίησής του, κυρίως λόγω του ότι γράφτηκε από τουλάχιστον τρεις συγγραφείς, ο καθένας με τη δική του ποιητική αποτύπωση.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]