Θεωρία των σπασμένων παραθύρων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην εγκληματολογία η θεωρία των σπασμένων παραθύρων (Αγγλικά: Broken windows theory) υποστηρίζει ότι εμφανή σημάδια παραβατικότητας, αντικοινωνικής συμπεριφοράς και κοινωνικής αναταραχής δημιουργούν ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που ενθαρρύνει αντίστοιχες συμπεριφορές.[1] Κεντρική ιδέα της θεωρίας αυτής είναι ότι σοβαρά αδικήματα, όπως ο βιασμός, η δολοφονία ή η ληστεία, αποτελούν τα τελικά αποτελέσματα μίας μεγαλύτερης σειράς γεγονότων που αρχίζουν από την τέλεση ήσσονος απαξίας αδικημάτων (μικροκλοπές, βανδαλισμοί, γκραφίτυ, δημόσια κατανάλωση αλκοόλ).[2] Αν, κατά την θεωρία, δοθεί έμφαση στην άμεση αντιμετώπιση τέτοιων απλών αδικημάτων τότε δεν δημιουργηθούν οι συνθήκες αυτές που θα εκολάψουν την γέννηση σοβαρότερων αδικημάτων.

Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων διατυπώθηκε πρώτη φορά το 1982 από τους Τζειμς Γουίλσον και Τζωρτ Κέλινγκ, οι οποίοι βασίστηκαν στα πορίσματα ενός κοινωνικού πειράματος που είχε πραγματοποιηθεί το 1969 από τον καθηγητή Ζιμπάρδο.[1] Η θεωρία άσκησε σημαντική επιρροή στην επιστήμη της εγκληματολογίας και απέκτησε τεράστια απήχηση ειδικά μετά την εκλογή του Ρούντι Τζουλιάνι στην δημαρχία της Νεάς Υόρκης το 1993. Παρά την σημαντική πτώση του αριθμού των αδικημάτων στη Νέα Υόρκη κατά την χρονική περίοδο 1993-1996, επιστήμονες έχουν ασκήσει έντονη κριτική στη θεωρία αυτή και στην αποτελεσματικότητά της.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Wilson, James Q.· Kelling, George L. (Μαρτίου 1982). «Broken Windows». www.theatlantic.com. Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2020. 
  2. McKee, Adam J. «broken windows theory». Britannica. 
  3. McKee, Adam J. «broken windows theory». Britannica.