Ηπειρωτικότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο βαθμός κατά τον οποίο το κλίμα ενός τόπου επηρεάζεται από το γεγονός ότι βρίσκεται στο εσωτερικό μιας ηπείρου. Η θέση αυτή μειώνει δραστικά τις επιδράσεις της θάλασσας, επιφέροντας μεγάλες ημερήσιες και ετήσιες μεταβολές της θερμοκρασίας, μείωση των κατακρημνισμάτων και της σχετικής υγρασίας και μικρές αποκλίσεις ανάμεσα στην ημέρα με τη μέγιστη ετήσια θερμοκρασία και το θερινό ηλιοστάσιο, και ανάμεσα στην ημέρα με την ελάχιστη ετήσια θερμοκρασία και το θερινό ηλιοστάσιο.

Η άνοδος και η πτώση της θερμοκρασίας στην ατμόσφαιρα μπορεί να επηρεάσει μόνο ένα λεπτό στρώμα της επιφάνειας του εδάφους. Αυτό έχει ως συνέπεια το έδαφος να θερμαίνεται και να ψύχεται γρηγορότερα και να αποκτά μεγαλύτερες μέγιστες και ελάχιστες θερμοκρασίες σε σύγκριση με τις υδάτινες μάζες του πλανήτη μας, στις οποίες η ανάμιξη κατανέμει τις θερμοκρασιακές μεταβολές σε πολύ μεγαλύτερα βάθη. Το γεγονός αυτό εξηγεί τις μεγάλες μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα πάνω από την ξηρά και τις μικρές διακυμάνσεις της μέσης θερμοκρασίας σε ορισμένη εποχή. Η ποσότητα της υγρασίας στον αέρα μειώνεται αυξανόμενης της απόστασης από τη θάλασσα και μειουμένης της θερμοκρασίας. Όταν η ατμόσφαιρα είναι ήρεμη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το σημείο μέγιστης ηπειρωτικότητας μιας ηπείρου συμπίπτει με το πιο εσωτερικό σημείο της. Όμως, η πραγματοποιούμενη από τους ανέμους μεταφορά θερμότητας μεταθέτει το σημείο αυτό προς την κατεύθυνση των ανέμων.

Έχουν προταθεί διάφορες μαθηματικές εκφράσεις για την ποσοτική περιγραφή της ηπειρωτικότητας, όπως είναι η έκφραση που διατυπώθηκε το 1959 από τον Ιβάνοφ (N.N. Ivanov).