Ευγληνόφυτα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα Ευγληνόφυτα (Euglenophyta) είναι ένα μονοφυλετικό άθροισμα ευκαρυωτικών φυκών. Περιλαμβάνει μία μόνο ομοταξία, τα Ευγληνοφύκη (Euglenophyceae) και τρεις τάξεις: τη Heteronematales, την Eutreptiales και την Euglenales. Εδώ ανήκουν 1022 μονοκύτταρα πλαγκτικά είδη. Εμφανίζουν παγκόσμια κατανομή και απαντώνται σε υδάτινα οικοσυστήματα. Τα συναντάμε κυρίως σε εσωτερικά νερά (όπως λίμνες, ποτάμια, ρυάκια, λιμνάζοντα νερά) και ειδικά σε νερά πλούσια σε διαλυμένο οργανικό υλικό. Ωστόσο, δευτερευόντως κατανέμονται και στη θάλασσα και σε υφάλμυρα νερά.

Τα υφάλμυρα είδη Ευγλήνη (Euglena), συχνά χρωματίζουν πράσινα τα νερά εκβολών ποταμών και βάλτων, όταν η ένταση του φωτός είναι χαμηλή. Χαρακτηρίζονται από το ότι διαθέτουν χλωροφύλλη α και β, ένα ή δύο αναδυόμενα μαστίγια με μία γραμμή ινωδών τριχών και οφθαλμική κηλίδα. Τα ευγληνοειδή κύτταρα περιβάλλονται από υμένιο, έχουν μεσοκυτταρικό πυρήνα, ο αριθμός των χρωμοσωμάτων είναι συνήθως υψηλός και κάποια γένη είναι πολυπλοειδή. Υπάρχει ένα συσταλτό κενοτόπιο στο μπροστινό μέρος του κυττάρου που έχει ωσμορυθμιστικό ρόλο και οι χλωροπλάστες είναι δισκοειδείς ή πλακοειδείς, με ένα πυρηνοειδές και περιβάλλονται από μια μεμβράνη χλωροπλαστικού ενδοπλασματικού δικτύου. Εμφανίζουν πολλούς τύπους διατροφής και αρκετά είδη είναι παρασιτικά. Τα αποταμιευτικά υλικά του κυτοπλάσματος είναι το παράμυλο και η χρυσολαμιναρίνη. Αναπαράγονται ασεξουαλικά, εμφανίζουν φωτοτακτισμό και παράγουν κύστεις.

Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι κινήσεων του μαστιγίου. Κατά τον πρώτο τύπο, το μαστίγιο κινείται συνεχώς από τη βάση προς την άκρη, προκαλώντας την περιστροφή των κυττάρων, με το πρόσθιο άκρο του κυττάρου να εκτελεί ένα ευρύ κύκλο. Κατά το δεύτερο τύπο, το μαστίγιο βρίσκεται ακριβώς μπροστά από το κύτταρο και κινείται μόνο η άκρη του, προκαλώντας απαλό κολύμπι ή πλευρική μετακίνηση. Το υμένιο αποτελείται από τέσσερα κύρια συστατικά: Το πλασμαλήμμα, τις λωρίδες (επαναλαμβανόμενες μονάδες πρωτεϊνών), τους μικροσωληνίσκους και το σωληνοειδές ενδοπλασματικό δίκτυο. Οι λωρίδες είναι διατεταγμένες παράλληλα, είναι χαρακτηριστικές κάθε είδους και αποτελούνται κυρίως από επαναλαμβανόμενες μονάδες αρτικουλινών (πρωτεΐνες). Κάθε λωρίδα έχει μία χοντρή και μία λεπτότερη πλευρά. Στην κατασκευή του υμενίου, το χοντρό άκρο της μιας λωρίδας προσαρμόζεται κάτω από το λεπτότερο άκρο της δεύτερης λωρίδας, δίνοντας στο υμένιο ένα εναλλασσόμενο πρότυπο κορυφών και αυλακώσεων. Κάτω από τις λωρίδες, υπάρχει ένα βλεννώδες σώμα που περιέχει έναν υδατοδιαλυτό βλεννοπολυσακχαρίτη. Το βλεννώδες σώμα ανοίγει προς τα έξω μέσω πόρων, που βρίσκονται μεταξύ των λωρίδων. Σε μερικά ευγληνοειδή, όταν δεν κολυμπούν, προκύπτει από πλευρικές κινήσεις των λωρίδων μία ρέουσα κίνηση, που λέγεται ευγληνοειδής. Η οφθαλμική κηλίδα, που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του κυττάρου, είναι μία συλλογή πορτοκαλί-κόκκινων σταγονιδίων λίπους (20-50). Οι χρωστικές που περιέχει είναι α-καροτένιο και εφτά ξανθοφύλλες (κυρίως β-καροτένιο και εχινεόνη). Όλα τα πράσινα ευγληνοφύκη με οφθαλμική κηλίδα και μαστίγια εμφανίζουν φωτοτακτισμό. Συνήθως, απομακρύνονται από το έντονο φως (αρνητικός φωτοτακτισμός) και από το σκοτάδι (θετικός φωτοτακτισμός), για να συγκεντρωθούν σε μια περιοχή με φως χαμηλότερης έντασης. Οι κύστεις είναι ένα μέσο επιβίωσης σε αντίξοες συνθήκες, όπως η ξηρασία και ο υψηλής έντασης φωτισμός. Το κύτταρο χάνει το μαστίγιο του, σχηματίζει μεγάλο αριθμό κοκκίων αμύλου, στρογγυλεύει και εκκρίνει μεγάλες ποσότητες βλέννης σχηματίζοντας βλεννώδη θήκη, καθώς το κύτταρο διογκώνεται. Κάποια ευγληνοφύκη τρέφονται φαγοτροφικά, κάποια ωσμοτροφικά και κάποια αυτοτροφικά. Κανένα δεν έχει βρεθεί πλήρως φωτο-αυτότροφο. Όλα τα πράσινα ευγληνοφύκη είναι φωτοαυξοτροφικά αλλά χρειάζονται τουλάχιστον μια βιταμίνη.

Τα Heteronematales χαρακτηρίζονται από το ότι διαθέτουν δύο αναδυόμενα μαστίγια (το μεγαλύτερο κατευθυνόμενο στο εμπρόσθιο τμήμα και το μικρότερο στο οπίσθιο κατά την κολύμβηση) και από την ύπαρξη ειδικού οργανιδίου κατάποσης.

Τα Eutreptiales χαρακτηρίζονται από το ότι διαθέτουν δύο αναδυόμενα μαστίγια (το μεγαλύτερο κατευθυνόμενο στο εμπρόσθιο τμήμα και το μικρότερο στο οπίσθιο ή στο πλευρικό μέρος του κυττάρου, κατά την κολύμβηση) και από την απουσία ειδικού οργανιδίου κατάποσης.

Τα Euglenales χαρακτηρίζονται από το ότι διαθέτουν δύο μαστίγια (το ένα αναδυόμενο από τον αυλό) και από την απουσία ειδικού οργανιδίου κατάποσης.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • R. E. Lee. 2008. Phycology. 4th Edition. Cambridge University Press.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]