Επαυξημένη πρόταση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην ελληνική γλώσσα, η επαυξημένη πρόταση είναι το είδος της πρότασης, στο οποίο οι κύριοι όροι της (π.χ. υποκείμενα και ρήματα) συμπληρώνονται από δευτερεύοντες όρους που αποτελούν τους προσδιορισμούς τους (επίθετα, επιρρήματα, κ.ο.κ.). Το μέγεθος της απλής πρότασης επεκτείνεται, διατυπώνοντας περιεκτικότερα το νόημα.

Στα αρχαία ελληνικά, οι προσδιορισμοί είναι είτε ονοματικοί είτε επιρρηματικοί. Στους ονοματικούς συμπεριλαμβάνονται ονόματα, ουσιαστικά, επίθετα, λέξεις και φράσεις με σημασία ονόματος (π.χ. αντωνυμίες, επιθετικές μετοχές, έναρθρα απαρέμφατα, ονοματικές προτάσεις), οι οποίες επίσης προσδιορίζουν ονόματα. Ανάλογα με την πτώση του προσδιορισμού και της λέξης που προσδιορίζει, λέγεται είτε ομοιόπτωτος (όταν συμφωνεί η πτώση) ή ετερόπτωτος. Οι επιρρηματικοί πρόκειται για επιρρήματα και λέξεις και φράσεις με σημασία επιρρήματος (π.χ. πλάγιες πτώσεις σε επιρρηματική χρήση, εμπρόθετα, επιρρηματικές μετοχές και προτάσεις), ενώ προσδιορίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις ρήματα.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2020.