Ενοχικό δίκαιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ενοχικό Δίκαιο (γερμανικά: Schuldrecht, γαλλικά: Droit des Obligations) ονομάζεται ο κλάδος του Αστικού Δικαίου που ρυθμίζει τις ενοχές, τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια παροχή προς ένα άλλο.

Γενεσιουργός λόγος μίας ενοχής μπορεί να είναι η ιδιωτική βούληση (δικαιοπραξία), ή απευθείας ο νόμος, οπότε γίνεται λόγος για εξωδικαιοπρακτική (ex lege) ενοχή. Το ενοχικό δίκαιο ρυθμίζει και τις δύο περιπτώσεις. Στο Αγγλοσαξωνικό δίκαιο οι δύο κλάδοι είναι χωριστοί και ονομάζονται Law of Contracts και Law of Torts αντίστοιχα.

Το Ενοχικό Δίκαιο διακρίνεται συστηματικά από τη νομική επιστήμη σε γενικό και ειδικό μέρος. Το γενικό μέρος διέπει την αφηρημένη ενοχική σχέση, η οποία αποτελεί τον βασικό τύπο κάθε ενοχής. Το ειδικό μέρος τυποποιεί και ρυθμίζει ορισμένους επώνυμους τύπους ενοχών, οι οποίες είναι οι συνηθέστερες και σημαντικότερες στο συναλλακτικό βίο.

Το Ενοχικό Δίκαιο είναι το δεύτερο βιβλίο του ελληνικού Αστικού Κώδικα (άρθρα ΑΚ 287 έως 946). Όπως και ο υπόλοιπος Αστικός Κώδικας, διαμορφώθηκε στο πρότυπο του Bürgerliches Gesetzbuch (του γερμανικού Αστικού Κώδικα), ενώ ορισμένες διατάξεις του είναι επηρεασμένες και από τον ελβετικό Κώδικα Ενοχών (Obligationenrecht), περιέχει δε και αρκετές πρωτότυπες, καινοτόμες για την εποχή του ρυθμίσεις. Καταλαμβάνει τα άρθρα 287-946 του Αστικού Κώδικα, κατανεμημένα σε 40 κεφάλαια. Έχει υποστεί ως τώρα μόνο μία τροποποίηση με τον ν. 3043/2002.

Ειδικοί κανόνες για ορισμένες ενοχές περιλαμβάνονται και σε άλλους νόμους εκτός του Αστικού Κώδικα. Σημαντικός ειδικός νόμος είναι ο ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, ο οποίος ρυθμίζει μεταξύ άλλων και ζητήματα καταναλωτικών συμβάσεων.