Διερευνητική μάθηση
Η διερευνητική μάθηση (inquiry-based learning) στηρίζεται κυρίως στις αναζητήσεις, απορίες και ερωτήσεις των µαθητών παρά στη παρουσίαση της διδακτέας ύλης από τον εκπαιδευτικό. Στόχος της διερευνητικής μάθησης είναι η μετατόπιση του βάρους της διδασκαλίας στη διδακτική διαδικασία με διερευνητικές μεθόδους ώστε ο μαθητής να εμπλακεί προσωπικά στη γνωστική διαδικασία και να μάθει πώς να μαθαίνει μόνος του.
Η διερευνητική μάθηση σχετίζεται με τη διερευνητική διδασκαλία (inquiry teaching), η οποία συνιστά μία "μορφή διδασκαλίας με την οποία οι εκπαιδευτικοί παρέχουν στους μαθητές και τις μαθήτριες πληροφορίες, εμπειρίες ή προβλήματα που λειτουργούν ως βάση για τις ερευνητικές δραστηριότητες των μαθητών/-τριών. Οι μαθητές/-τριες δημιουργούν υποθέσεις ή πιθανές λύσεις, συλλέγουν σχετικά δεδομένα και τα αξιολογούν για να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα"[1]
Ιστορική Αναδρομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η διερευνητική μάθηση είναι πρωτίστως μια παιδαγωγική μέθοδος, που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του κινήματος ανακαλυπτικής μάθησης κατά τη δεκαετία του 1960 ως απάντηση στις παραδοσιακές μορφές διδασκαλίας, σύμφωνα με τις οποίες οι άνθρωποι όφειλαν να απομνημονεύουν πληροφορίες. Η φιλοσοφία της διερευνητικής μάθησης έχει τις ρίζες της στην εποικοδομητική θεωρία μάθησης, στο έργο δηλαδή των Πιαζέ, Ντιούι, Βιγκότσκι, και Φρέιρε, μεταξύ άλλων,[2][3][4] και μπορεί να θεωρηθεί εποικοδομητική.[5] Η παραγωγή πληροφοριών και η δημιουργία νοήματος από αυτές η οποία βασίζεται σε προσωπικές ή κοινωνικές εμπειρίες είναι γνωστή ως εποικοδομισμός (κονστρουκτιβισμός). Η βιωματική μάθηση του Ντιούι (μάθηση μέσω της εμπειρίας) προϋποθέτει την ενεργητική συμμετοχή του μαθητή σε προσωπικές και αυθεντικές εμπειρίες, το να έχει νόημα γι αυτόν η διαδικασία.[6][7] Η διερευνητική μάθηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της βιωματικής μάθησης, στο βαθμό που περιλαμβάνει την εμπλοκή με το υπό μελέτη περιεχόμενο / υλικό, τη διερεύνηση και τη συνεργασία στην προσπάθεια δημιουργίας νοήματος. Ο Βιγκότσκι προσέγγισε τον εποικοδομισμό ως μάθηση μέσω της εμπειρίας που επηρεάζεται από την κοινωνία και τον μεσολαβητή. Η έννοια που κατασκευάζεται από μια εμπειρία μπορεί να έχει τόσο ατομικό όσο και ομαδικό χαρακτήρα..[5][6]
Χαρακτηριστικά της διερευνητικής μάθησης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ειδικές διαδικασίες μάθησης περιλαμβάνουν:[8]
- Θέση ερωτήσεων
- Επίτευξη υποστηρικτικών αποδείξεων για απάντηση στις ερωτήσεις
- Ερμηνεία των αποδείξεων που συλλέγονται
- Σύνδεση της ερμηνείας με τη γνώση που αποκτήθηκε από την έρευνα
- Δημιουργία επιχειρημάτων και δικαιολόγηση της ερμηνείας
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Collins ΙΙΙ, John W. κά. (2011). Αγγλο-Ελληνικό Λεξικό Όρων της Εκπαίδευσης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. σελ. 247. ISBN 9789602883006.
- ↑ Dewey, J (1997) How We Think, New York: Dover Publications.
- ↑ Freire, P. (1984) Pedagogy of the Oppressed, New York: Continuum Publishing Company.
- ↑ Vygotsky, L.S. (1962) Thought and Language, Cambridge, MA: MIT Press.
- ↑ 5,0 5,1 Bachtold, Manuel (2013). «What do students "construct" according to constructivism in science education?». Research in Science Education 43: 2477-96. doi:. http://journals2.scholarsportal.info.proxy.library.brocku.ca/pdf/0157244x/v43i0006/2477_wdsatcise.xml. Ανακτήθηκε στις 11 October 2014.
- ↑ 6,0 6,1 Roth, Wolff-Michael; Jornet, Alfredo (2013). «Toward a theory of experience». Science Education 98 (1): 106-26.
- ↑ Twigg, Vani Veikoso (2010). «Teachers’ practices, values and beliefs for successful inquiry-based teaching in the International Baccalaureate Primary years Programme». Journal of Research in International Education 9 (1): 40-65. doi: .
- ↑ Bell, T., Urhahne, D., Schanze, S., and Ploetzner, R. 2010. Collaborative inquiry learning: Models, tools, and challenges. International Journal of Science Education. 3(1), 349-377.