Γαρμπίλι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το γαρμπίλι είναι ψιλοκομμένη πέτρα που έχει συνήθως διάμετρο ίση ή μικρότερη από μισό εκατοστό.[1] Χρησιμοποιείται ως μια αδρανής ύλη στο σκυρόδεμα (μπετόν) και ουσιαστικά είναι το τρίτο σε διάμετρο αδρανές υλικό, μετά το χονδροχάλικο που είναι πρώτο και το χαλίκι. Η προέλευση της λέξης είναι μάλλον άγνωστη, εικάζεται ότι είναι πιθανώς ιταλική, από το Garbouglio (γκαρμπούλιο) που σημαίνει «ανακάτεμα» ή «ανακατωμένο πράγμα».

Το γαρμπίλι, όπως και άλλα αδρανή υλικά, φτιάχνεται σε λατομεία. Με ειδικά μηχανήματα (κρουστικούς σπαστήρες), ασβεστολιθικά πετρώματα θραύονται με μηχανική κατεργασία. Στη συνέχεια οδηγούνται σε κόσκινα, συνήθως ηλεκτρικά, και το όλο υλικό κοσκινίζεται και τυπικά λαμβάνει διαβάθμιση (συνήθως από 4 mm έως 8 mm).[2] Η πιο συνηθισμένη χρήση του είναι στην επίστρωση δαπέδων για πρόχειρο μωσαϊκό, το οποίο λέγεται γαρμπιλομωσαϊκό. Χρησιμοποιείται και για διακόσμηση σε κήπους.

Τόσο το γαρμπίλι όσο και όλα τα αδρανή σκυροδέματος, που κυκλοφορούν στην Ευρωπαϊκή αγορά, και τα οποία χρησιμοποιούνται στα ιδιωτικά και στα δημόσια έργα θα πρέπει να έχουν σήμανση CE (Οδηγία 89/106, Περί Δομικών Κατασκευών).[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Σιμωνέτης, Γιάννης Θ. (2001). Γλωσσάρι της Μαστοράντζας. Αθήνα: Εκδόσεις Ξύλο-Έπιπλο. σελ. 73. 
  2. http://library.tee.gr/digital/m1751_1800/m1767/m1767_chrisovelidou.pdf
  3. http://portal.tee.gr/portal/page/portal/MATERIAL_GUIDES/P_AGGREGATES/ad2_4_4.htm