Βυζαντινές σφραγίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μολυβδόβουλλο του Πατριάρχη Μιχαήλ Γ΄

Βυζαντινές σφραγίδες είναι αυτές που εκτυπώθηκαν, δημιουργήθηκαν ανάγλυφα ή προσαρτήθηκαν σε έγγραφο (ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο) με σκοπό να πιστοποιήσουν, αντί ή μαζί με την υπογραφή, την αυθεντικότητά του.[1] Είναι αντικείμενο μελέτης της επιστήμης της σφραγιστικής ή σφραγιδολογίας. Σε ένα κατεξοχήν γραφειοκρατικό κράτος όπως το Βυζαντινό, η μέθοδος της σφράγισης διαδόθηκε ευρύτατα.[2]

Κατηγορίες βυζαντινών σφραγίδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχουμε αυτοκρατορικές σφραγίδες, κομμερκιαρίων, δίγλωσσες, με μονογράμματα, με παραστάσεις αετών, με αμφίπλευρες επιγραφές, με σταυρόσχημα επικλητικά μονογράμματα και εγγεγραμμένα τεταρτημόρια, με επιγραφή εντός κυκλικής ζώνης, με σταυρό επί βαθμίδων (ή ανεικονικές[3]) και πατριαρχικές.[4]

Ιστορική επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον 4ο και 5ο αιώνα η χρήση μολυβδόβουλων ήταν περιορισμένη, αφού τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από εκείνη την περίοδο μας είναι πενιχρά. Μετά τον 7ο αι. η χρήση τους αυξάνει μαζικά μέχρι και τον 11ο αιώνα, οπότε αποκορυφώνεται. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο αρχίζει να μειώνεται ο αριθμός των μολυβδόβουλων. Στον 14ο αι. πλέον φτάνουμε να έχουμε χρήση μολοβδόβουλου σχεδόν μόνο από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.[5]

Τρόπος σφράγισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μολυβδόβουλο του Κοντοστέφανου, δούκα της Αντιόχειας

Οι σφραγίδες ή βούλλες τυπώνονταν πάνω σε μικρούς, στρογγυλούς μολύβδινους δίσκους, που είχαν στο κέντρο ένα κενό διάστημα σε σχήμα αύλακος, τον δίαυλο, απ' όπου περνούσε το νήμα (η μήρινθος), που συνέδεε το μολυβδόβουλλο με το έγγραφο. Για τη σφράγιση οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ειδικό εργαλείο, το βουλλωτήριο. Αυτό είχε σχήμα τανάλιας, αποτελούμενης από δύο διασταυρούμενα σιδερένια στελέχη με σφυροειδείς απολήξεις, στην εσωτερική πλευρά των οποίων χαρασσόταν αντίστροφα επιγραφές και παραστάσεις, που θα αποτυπωνόταν στο μολύβι κατά τη σφράγιση.[6]

Οι προορισμένες για τους ξένους αξιωματούχους σφραγίδες ήταν ποικίλες, αναλόγως του κύρους των αποδεκτών: έτσι υπήρχαν μονοσόλιδες, δισόλιδες, τρισόλιδες, τετρασόλιδες σφραγίδες. Οι σφραγίδες αρχικά δεν ήταν προσαρτημένες στα έγγραφα, αλλά επιδιδόταν χωριστά από τα έγγραφα, ενώ μεταγενέστερα άρχισαν να προσαρτώνται σε αυτά με τη μήρινθο.[7]

Υλικά κατασκευής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μολυβδόβουλο του Ρωμανού Σκληρού, δούκα της Αντιόχειας

Οι σφραγίδες κατασκευαζόταν από μολύβι και άλλα πολύτιμα μέταλλα, όπως ο χρυσός και ο άργυρος, σε περιορισμένη όμως κλίμακα και για ειδικές περιπτώσεις.[6] Η χρήση του χρυσού και του αργύρου για την παραγωγή σφραγίδων δεν ήταν διαδεδομένη όσο αυτή του μολύβδου, αλλά περιορισμένη. Το βάρος της χρυσής βούλλας ρυθμιζόταν όπως και των νομισματικών μονάδων: υπήρχε αντιστοιχία χρυσής βούλας και νομίσματος.[8] Χρυσές βούλες άρχισαν να χρησιμοποιούνται στην αλληλογραφία του εσωτερικού από το β' μισό του 9ου αι. και όσον αφορά το μέγεθός τους οι παλιότερες σωζόμενες του 11ου αι. ήταν με διάμετρο 2-2,5 εκ. αντίστοιχες με την διάμετρο του σόλιδου (solidus). Από τον 14ο αι. οι σφραγίδες αποκτούν μεγαλύτερο μέγεθος διαμέτρου 3-4,7 εκ. και γίνονται πιο λεπτές, ενώ ο χρυσός νοθεύεται όπως και το βυζαντινό νόμισμα.[9]

Σημασία μελέτης βυζαντινών σφραγίδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βυζαντινές σφραγίδες συνιστούν σημαντική πηγή για ιστορικά πρόσωπα, τίτλους, αξιώματα και θεσμούς της κεντρικής, περιφερειακής και εκκλησιαστικής διοίκησης. Επίσης για τοπωνύμια, πατρώνυμα και γενικά οικογενειακά ονόματα.[6] Επίσης είναι σημαντική πηγή για τη μελέτη διακίνησης της αλληλογραφίας και της επικοινωνίας των διαφόρων τμημάτων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[10]Έτσι η ανεύρεση του μολλυβδόβουλου του Μανουήλ Δούκα Κομνηνού δεσπότη της Θεσσαλονίκης στη Θήβα, αποτελεί σαφή μαρτυρία για τις σχέσεις της Θεσσαλονίκης με το Δουκάτο των Αθηνών.[11] Τέλος αποτελούν σημαντική πηγή για την εικονογραφία τους και για την εξέλιξη των γλωσσών στην αυτοκρατορία.[10]

Η γλώσσα των Βυζαντινών σφραγίδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, δηλαδή τον 5ο, 6ο και 7ο αιώνα, χρησιμοποιείται η λατινική γλώσσα, ενώ συχνή είναι η χρήση δίγλωσσων σφραγίδων, όπου για παράδειγμα το όνομα του κατόχου είναι στα ελληνικά, ενώ το αξίωμά του στα λατινικά. Μετά τον 10ο αιώνα έχουμε χρήση ανατολικών γλωσσών στις σφραγίδες-μολυβδόβουλα, λόγω της κατάκτησης νέων εδαφών και της ενσωμάτωσης αλλόγλωσσων πληθυσμών.[12] Επίσης έχουμε έμμετρες επιγραφές σε σφραγίδες και η πρώτη τέτοια που έχει εντοπιστεί είναι του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου περί τα μέσα του 11ου αι. και σε μολυβδόβουλλο του Γεωργίου μητροπολίτη Κορίνθου περί το 1027.[13] Οι έμμετρες επιγραφές επικρατούν στους αριστοκρατικούς κύκλους των Κομνηνών. Ήταν ένας εντυπωσιακός τρόπος αντίδρασης απέναντι σε απολιθωμένους τύπους του παρελθόντος. Ο στίχος είναι δωδεκασύλλαβος ή και ιαμβικός τρίμετρος.[14]

Η εικονογράφηση των σφραγίδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι παραστάσεις είναι δηλωτικές της αναγνώρισης του αποστολέα από τον παραλήπτη.[15]

Θρησκευτικά θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά τους θρησκευτικούς εικονογραφικούς τύπους, απεικονίζεται η Παναγία-Θεοτόκος ολόσωμη ή ως προτομή. Όρθια έχοντας διά της δεξιάς της βρέφος ή έχοντας αυτό σε δίσκο μπροστά στο στήθος της ή δεόμενη μαζί με το βρέφος επί του δίσκου στο στήθος της ή χωρίς αυτό. Καθισμένη σε θρόνο και στα γόνατά της το βρέφος ή έχοντας εκατέρωθέν της τους αγίους Θεόδωρο, Δημήτριο ή Γεώργιο. Σε προτομή εικονίζεται η Θεοτόκος δεομένη με βρέφος σε δίσκο στο στήθος της ή χωρίς αυτό ή έχοντας το βρέφος στο αριστερό χέρι της.[16] Επίσης σε προτομή εικονίζονται ο αρχάγγελος Μιχαήλ, οι άγιοι[17] Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, Θεόδωρος ο Τήρων, Δημήτριος, Γεώργιος, Νικόλαος, απόστολος Θωμάς. Ο Χριστός, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Βασίλειος ο Μέγας, ο προφήτης Δανιήλ εν μέσω λεόντων, Ευαγγελιστής καθισμένος και συντάσσων Ευαγγέλιο.[16] Σπάνιες είναι οι σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Θεοτόκου, όπως η Σταύρωση, ο Ευαγγελισμός, η Κοίμηση.[17] Ο σταυρός συναντάται στα μολυβδόβουλλα ήδη από τον 6ο αι. και πρώιμο τέτοιο δείγμα είναι η πίσω όψη μολύβδινης σφραγίδας του Τιβέριου Β' (578-582). Ευρύτερη χρήση του σταυρού έχουμε κατά την Εικονομαχία.[3]

Κοσμικά θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κυρίως σε σφραγίδες κρατικών υπαλλήλων ή αξιωματούχων έχουμε μη θρησκευτικά θέματα. Έχουμε κυρίως ανθρώπινες μορφές ή πορτραίτα: προτομές μετωπικές ή σε κατατομή, άλλοτε δαφνοστεφανωμένες ή κρατώντας στο χέρι ρόπαλο ή σκήπτρο.[18] Επίσης παραστάσεις ζώων και πτηνών, πραγματικών ή φανταστικών.[19] Τα πραγματικά ζώα είναι λαγοί, λιοντάρια, πάνθηρες, ελάφια, λύκοι, αετοί, παγώνια και άλλα πτηνά. Φανταστικά όπως γρύπες, πήγασοι, σφίγγες, φτερωτά λιοντάρια, φτερωτοί δράκοντες.[20] Η λειτουργία τους είναι αποτροπαϊκή.[21]

Η ιδεολογία των σφραγιδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κτήτορες των σφραγίδων αυτοαποκαλούνται πιστός βασιλεύς, ευσεβής βασιλεύς, ευσεβεστάτη αυγούστα, εν Χριστώ αυτοκράτωρδεσπότης) ή επίσης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων εάν αφορά τον βυζαντινό αυτοκράτορα.[22] Κατά την Εικονομαχία οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούν παραστάσεις με σταυρούς.[23] Οι σφραγίδες αποτυπώνουν και την θρησκευτική αφοσίωση του κατόχου τους, όπως με τις επιγραφές Αγία Θεοτόκε βοήθει ή Κύριε Ιησού Χριστέ βοήθει.[24] Έτσι τονίζεται ο σύνδεσμος του κατόχου με το θείο και από αυτό ζητάει την προστασία του[22] ή αποδίδει μέσω αυτών ευχαριστία.[25] Οι σφραγίδες επίσης δηλώνουν συγγενικές σχέσεις των κτητόρων τους με πρόσωπα εξουσίας ή βασιλικά γένη. Έτσι διαβάζουμε σε μία Πρωτομάστορος του Καμιτζή πατρόθεν, σφραγίς Μανουήλ εξαδέλφου μητρόθεν Κομνηνοδούκα.[26]

Πλαστές σφραγίδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ιστορία της βυζαντινών σφραγίδων δεν απουσιάζουν και οι πλαστές βούλλες. Έτσι έχουμε την κίβδηλη χρυσή βούλα του Μανουήλ Κομνηνού Δούκα, η οποία σφράγισε πλαστό χρυσόβουλλο έγγραφο προνομίων προς τον απεσταλμένο στην Κέρκυρα Giorgio Marmora και το οποίο ψευδώς χρονολογήθηκε το 1224. Στην πραγματικότητα ο Andrea Marmora, απόγονος του Giorgio Marmora, πλαστογράφησε το έγγραφο και κατασκεύασε κίβδηλη βούλα που το κύρωνε τον 17ο αιώνα.[27]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βέης, Νικόλαος (1907). «Ανέκδοτα βυζαντινά μολυβδόβουλλα». Ανάτυπο από το περιοδικό: Journal international d'archéologie numismatique 9: [49]-54. 
  • Βέης, Νικόλαος (1911). Αναγνώσεις και κατατάξεις βυζαντινών μολυβδόβουλλων [ανακοίνωσις δευτέρα]. 1911. 
  • Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης (1972). Βυζαντινή διπλωματική. Α. Αυτοκρατορικά έγγραφα. Θεσσαλονίκη: Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών. 
  • Κολτσίδα-Μακρή, Ιωάννα (1982). «Μολυβδόβουλο «Ρενδακίου»». Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών 15 (1): 101-113. 
  • Κολτσίδα-Μακρή, Ιωάννα (1996). Βυζαντινά μολυβδόβουλλα συλλογής Ορφανίδη-Νικολαΐδη Νομισματικού Μουσείου Αθηνών. Αθήνα: Ελληνική Νομισματική Εταιρεία. 
  • Κολτσίδα-Μακρή, Ιωάννα (2013). «Τα μολυβδόβουλλα ως τεκμήρια της βυζαντινής κοινωνίας». Στο: Παπαευθυμίου, Ελένη· Τουράτσογλου, Ιωάννης. Ολοκότινον: Μελέτες Βυζαντινής Νομισματικής και Σιγιλλογραφίας στη μνήμη του Πέτρου Πρωτονοταρίου/Studies in Byzantine Numismatics and Sigillography in memory of Petros Protonotariou. Αθήνα: Ελληνική Νομισματική Εταιρεία. σελίδες 155–165. 
  • Κωνσταντόπουλος, Κωνσταντίνος (1930). Βυζαντινά μολυβδόβουλλα. Αθήνα: Τύποις Εταιρείας- Π. Δ. Σακελλάριος,. σελ. στ΄. 
  • Λεοντιάδης, Ιωάννης (2006). Μολυβδόβουλλα του Μουσείου Βυζαντινού πολιτισμού Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. 
  • Νικολάου, Γιόρκας (2014). «Το μολυβδόβουλλο του δεσπότη Μανουήλ Κομνηνού Δούκα, 1230-1237». Aureus : τόμος αφιερωμένος στον καθηγητή Ευάγγελο Κ. Χρυσό = Volume dedicated to Professor Evangelos K. Chrysos. Αθήνα: Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. σελίδες 611–615. 
  • Οικονομίδης, Νικόλαος (2003). «Τυπολογία και χρονολόγηση στα μολυβδόβουλλα». Στο: Ασπρά-Βαρδαβάκη, Μαίρη. Λαμπηδών : αφιέρωμα στη μνήμη της Ντούλας Μουρίκη. Αθήνα: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνίου. σελίδες 561–564. 
  • Πέννα, Βασιλική (2014). «Μη θρησκευτικές παραστάσεις σε βυζαντινές μολύβδινες σφραγίδες (10ος αιώνας) : καταβολές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις». Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου "Η πρόσληψη της αρχαιότητας στο Βυζάντιο, κυρίως κατά τους παλαιολόγειους χρόνους" Σπάρτη 3-5 Νοεμβρίου 2012. Αθήνα. σελίδες 275–303. 
  • Σταυράκος, Χρήστος (1997). «Οι βυζαντινές σφραγίδες και το θείο». ὀβολός (2): 149-154. 
  • Seibt, Werner (2007). «Ένα μυστηριώδες μολυβδόβουλλο των αρχών του 11ου αιώνα στα Ιωάννινα : ΚΟΥΡΑΤΩΡ ΒΗΤΟΛ(ΗΣ) ΚΑΙ ΗΓΗΒ(ΑΤΟΥ)». Διεθνές Συμπόσιο για τη Νικόπολη (2o : 2002 : Πρέβεζα, Ελλάς) Νικόπολις Β' :πρακτικά του δευτέρου Διεθνούς Συμποσίου για τη Νικόπολη, 11-15 Σεπτεμβρίου 2002 T. 1. σελίδες 583–586.