Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βλακεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μία Προσωποποίηση της Χαζομάρας (πρώιμος 16ος αιώνας) του Κβίντεν Μάσσεϋς

Η βλακεία αντικατοπτρίζει μη αναμενόμενα, για δεδομένες νοητικές δυνατότητες, λάθη, αυτών που τα κάνουν. Ως έννοια είναι σχετική, καθώς ο αποδιδόμενος χαρακτηρισμός εξαρτάται την αντιληπτότητα και τα πιστεύω του καθενός που τον αποδίδει. Πέραν του ατομικού επιπέδου, η διαφοροποίηση των εκτιμήσεων για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό εκτείνεται κοινωνικά αλλά και σε βάθος χρόνου.

Η λέξη προέρχεται από το ουσιαστικό «βλάκας» ή «βλαξ», με ρίζα το βλᾱ- < *μλᾱ- πβ. μαλ-ακός, μαλ-θ-ακός και μ(α)λάκ-ς = μλαξ = βλαξ - βλ. ρήμα «βλακεύω».[1][2] Ιστορικά πιθανώς η λέξη προέρχεται από την αρχαία πόλη της Βλακείας στην Αιολίδα.

  • Βλακεία ως πράξη είναι αυτή που καθοδηγείται από μη επαρκή ή μη ισορροπημένη, σε σχέση με το αναμενόμενο, λειτουργία του κέντρου επεξεργασίας ερεθισμάτων και λήψης αποφάσεων ενός νοήμονος οργανισμού ή ομάδας και οδηγεί σε αποδιοργάνωση της τάξης, τροχοπέδη της εξέλιξης ή καταστροφή.
  • Βλακεία ως συμπεριφορά είναι η επανάληψη βλακωδών πράξεων από το ίδιο άτομο ή ομάδα που καταδεικνύουν φαινομενικά ανεξήγητη αδυναμία προσαρμοστικής μάθησης ή άρνηση προόδου.

Με πρότυπο αναφοράς το σύγχρονο άνθρωπο σε μια δυτικού τύπου κοινωνία, σύμφωνα με παλαιά προσέγγιση από τον Ανρί Μπεργκσόν, η ισορροπία στον άνθρωπο αφορά την αρμονία της νόησης, του συναισθήματος και των ενστίκτων που εδρεύουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Σύμφωνα με νεώτερες προσεγγίσεις που προσπαθούν να καταμετρήσουν την ανθρώπινη ευφυΐα, όπως με τα τεστ γενικής ευφυΐας (general intelligence factor ή g), η ευφυΐα ορίζεται σαφώς πιο πολύπλοκα και εισάγονται νέες έννοιες όπως η συναισθηματική νοημοσύνη. Όμως λόγω της πολυπλοκότητας του θέματος από πολλούς αμφισβητείται ακόμα και η ύπαρξη της ευφυΐας. Λόγω των διαφορετικών πιστεύω, την άποψη που σχετίζει την ευφυΐα με τη βλακεία δεν την υιοθετούν επί συνόλου οι φιλοσοφίες.

Ο ρόλος των πράξεων βλακείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια τέτοια πράξη φαινομενικά συνεπάγεται ελάττωση των πιθανοτήτων είτε να προοδεύσει εκείνος που την εφαρμόζει είτε ακόμη και να επιβιώσει, σε ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο. Παρόλα αυτά η επίδραση μιας πράξης που φέρει αυτό το χαρακτηρισμό δεν είναι κατ' ανάγκη βλαπτική, καθώς με τις ρωγμές που προκαλεί μπορεί να εντοπίσει, νωρίς, σημεία αστάθειας ή ακόμη και να κάνει ανακαλύψεις που θα ήταν σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν από αναμενόμενη συμπεριφορά και έτσι μπορεί να συμβάλλει στην έγκαιρη διόρθωσή τους και στην απόκτηση εμπειρίας και γνώσης που τελικά συνεπάγονται αύξηση των πιθανοτήτων για πρόοδο και επιβίωση.

Η εμφάνιση των μη αναμενόμενων λαθών στο μέσο άνθρωπο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λάθη, μη αναμενόμενα, προκύπτουν από επαρκώς ανεπτυγμένα και ισορροπημένα άτομα, υπό διάφορες συνθήκες:

  • Μέσω της μαζικότητας της συμπεριφοράς όπου η μονάδα χάνει το χαρακτήρα της και συμπεριφέρεται διαφοροποιημένα, για παράδειγμα σε μία κερκίδα αθλητικού αγώνα ή σε μια συμμορία.
  • Από τη μεθοδευμένη υποχώρηση της νόησης και τον αντίστοιχο ερεθισμό των ενστίκτων ή του συναισθήματος, για παράδειγμα όταν έχουμε πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ.
  • Υπό την επίδραση ισχυρών συναισθημάτων όπως ο θυμός, συναισθηματικών καταστάσεων όπως ο πρώτος έρωτας[Σημ. 1] ή και ηθικής[Σημ. 2].
  • Όταν υπάρχει ανάγκη για εγρήγορση ενώ ο εγκέφαλος βρίσκεται σε μερική καταστολή, για παράδειγμα αμέσως όταν το άτομο ξυπνά, έχει ανάγκη για ύπνο ή βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών.

Κανείς δεν εξαιρείται από τα λάθη αυτά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλοι κάνουν λάθη που δεν τους αρμόζουν και μάλιστα επανειλημμένα. Είναι στη φύση των υπό εκπαίδευση οργανισμών να μαθαίνουν από αυτά. Όσο πιο ισορροπημένος είναι κάποιος νοητικά τόσο πιο λίγα τέτοια λάθη κάνει.

Συμπλεγματική βλακεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν συμπεριφορές που ξεφεύγουν κατ' εξακολούθηση από το μέσο αποδεκτό όρο σε κοινωνικά πλαίσια. Σε τέτοιες συμπεριφορές είναι πιο επιρρεπείς άνθρωποι που μονίμως υπερεκτιμούν τον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους σε μεγαλύτερο βαθμό από όσο το κάνει ο μέσος άνθρωπος [Σημ. 3] και ταυτόχρονα καταφέρνουν να μην εκθέτουν την εικόνα τους αυτή σε πρώτη προσέγγιση.[Σημ. 4] Για τον τύπο αυτό ο λαός έχει δημιουργήσει εκφράσεις όπως «εγωιστής ξερόλας», «πονηρός έξυπνος» και «κουτοπόνηρος» και τους θεωρεί ιδιαίτερα επικίνδυνους αφού, αφενός μεν δεν έχουν συναίσθηση του μεγέθους της «βλακείας» τους (όπως την αποδίδουν ως συμπεριφορά οι υπόλοιποι), ακόμα κι αν οι ίδιοι την υποψιάζονται, και αφετέρου επειδή δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι σε πρώτη επαφή. Παρατηρείται πως πριν την εκτέλεση μιας, κατά τους άλλους, βλακώδους πράξης, εκείνος που την εφαρμόζει με τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω έχει δικαιολογήσει την πράξη αυτή ισχυρά μέσα του και την ασκεί ανεπιφύλακτα. Η επικινδυνότητα των συμπλεγματικών αυτών τύπων αυξάνει σε συνδυασμό με τη δύναμη της επιρροής τους και την ισχύ της εξουσίας τους που είναι και το έδαφος στο οποίο αυτός ο τύπος συμπεριφοράς καλλιεργείται. Η εμμονή σε πεποιθήσεις επίσης είναι δυνατό να διαμορφώσει ιδίου τύπου συμπεριφορά. Είναι απαραίτητο να τονιστεί η σχετικότητα του χαρακτηρισμού παρ'όλα αυτά, καθώς σύμφωνα με το πιστεύω του ιδίου, που χαρακτηρίζεται, η πράξη του είναι απολύτως δικαιολογημένη και σπάνια είναι βλαπτική για τον ίδιο.

Η βλακεία συνασπίζεται

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χωρίς να παραδέχονται την αρνητικότητα των επιπτώσεων της συμπεριφοράς τους, οι συμπλεγματικοί τύποι αναπτύσσουν ενστικτωδώς μεταξύ τους υπόγεια κανάλια επικοινωνίας [3] και φαίνεται να συμπράττουν με σκοπό να ακυρώνουν τάσεις, κατευθύνσεις και κινήματα που θεωρούν εμπόδια στην προσωπική τους εξέλιξη ακόμα κι αν είναι ελπιδοφόρα για το υπόλοιπο του κοινωνικού συνόλου. Παρόλα αυτά, επειδή η ομαδοποίηση της στάσης ενός τέτοιου συνασπισμού ισχυροποιεί την αλήθεια του πιστεύω τους, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός τους επισυνάπτεται από τον υπόλοιπο μόνο, κοινωνικό ιστό, και είναι και πάλι σχετικός.

Η δυσκολία να χαρακτηριστεί κάποιος βλάκας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επανάληψη βλακωδών πράξεων δε χαρακτηρίζει το άτομο κατ' ανάγκη ως βλάκα αφού τέτοιες πράξεις είναι συνήθης τρόπος μάθησης και άρα μέρος της ανθρώπινης φύσης. Επίσης, αφού η βλακεία ορίζεται σχετικά, πρέπει να υπάρχει σχεδόν ομοφωνία από τους υπόλοιπους για ένα τέτοιο χαρακτηρισμό. Ίσως υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που μπορούν να χαρακτηριστούν από βλακεία, χαρακτηρισμό για τον οποίο συμφωνεί η πλειοψηφία των ανθρώπων γύρω τους. Αυτοί θα εντοπίζονταν ίσως μόνο από την επανάληψη πολλών βλακωδών πράξεων μέσω των οποίων θα εκτίθονταν σε βάθος χρόνου, με αποτέλεσμα ο χαρακτηρισμός ισχυροποιείται ολοένα.[Σημ. 5]

  1. Ο πρώτος έρωτας αντιστοιχεί σε στάδιο εκμάθησης και άρα είναι δείκτης μη πλήρους ανάπτυξης του εγκεφάλου. Επίσης φαίνεται πως λόγω της έντονης επίδρασης του συναισθήματος είναι πολύ δύσκολο στον αμαθή να ελέγξει τη λογική των πράξεών του.
  2. Σε μια χώρα που όλοι φοροδιαφεύγουν ο τίμιος θεωρείται βλάκας από τους λοιπούς. Μια κοπέλα με ερωτική διάθεση προς έναν άνδρα πιθανό να θεωρήσει βλακεία το ότι τη σέβεται.
  3. Είναι μια φυσική τάση του ανθρώπου να υπερεκτιμά σε μικρό βαθμό τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του (en:Illusory superiority). Θεωρείται χρήσιμη καθώς ο άνθρωπος έτσι τολμά ευκολότερα με αποτέλεσμα τις περισσότερες ευκαιρίες για άλματα προόδου.
  4. Άνθρωποι που ακόμη και στερούνται πλήρους διανοητικής ανάπτυξης αλλά έχουν επίγνωση των δυνατοτήτων τους αποφεύγουν τις γκάφες και σε αριθμό και σε έκταση καθώς ζητούν βοήθεια εκ των προτέρων.
  5. Παρόλα αυτά πρέπει να υπάρχει επιφύλαξη ακόμη και στους επί συνόλου αποδεκτούς χαρακτηρισμούς καθώς ο φόβος ή ο φθόνος για τις ικανότητες κάποιων ανθρώπων μπορεί να υποκινεί μεθοδευμένα την αποδυνάμωσή τους με επαναλαμβανόμενη προβολή απλών καθημερινών λαθών τους, π.χ. μέσω σατιρικών εκπομπών.
  1. Λεξικό αρχαίας ελληνικής γλώσσας Α' Β' Γ' Γυμνασίου - Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Γιώργος Ξενής, Ασημάκης Φλιάτουρας
  2. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ - J.B. Hofmann
  3. Daniel Goleman (2006). «Οι καθρέφτες του εγκεφάλου». Στο: Ελληνικά Γράμματα. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. σελίδες 57–71. ISBN 960-442-732-6. [νεκρός σύνδεσμος]