Βικτωριανή μόδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σκίτσο γυναίκας Βικτωριανής εποχής 1900s

Η Βικτωριανή μόδα είναι η μόδα που επικράτησε κατά τη βικτωριανή εποχή (1840-1900) επί βασιλείας της Αλεξαντρίνα Βικτωρίας στη Μ. Βρετανία . Αναφέρεται και ως "πένθιμη εποχή", καθότι το στυλιστικό ύφος της φέρει πένθιμη "χροιά" τόσο λόγω των χρωματικών συνδυασμών, όσο και των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν και επέβαλαν το πένθος.

Κοινωνικές συνθήκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μόδα αυτή άνθισε τον 19ο και 20ό αιώνα. Στην απαρχή της εποχής αυτής, οι τεχνολογικές γνώσεις και δυνατότητες ήταν περιορισμένες. Οι θετικές επιστήμες (ιατρική, φαρμακολογία κλπ) δεν είχαν προοδεύσει, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να χάνουν τη ζωή τους από επιδημίες και ασθένειες που σήμερα αντιμετωπίζονται άμεσα έως και εκλείπουν. Έτσι, οι γυναίκες της εποχής αναγκάζονταν σε μεγάλο μέρος της ζωής τους να πενθούν. Το γεγονός αυτό όμως δεν τις εμπόδισε να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους και σύντομα να μετατρέψουν την πένθιμη αμφίεση σε υψηλή ραπτική.

Πρότυπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρότυπα της εποχής αυτής δεν ήταν άλλα από τα μέλη των βασιλικών οικογενειών. Η βασίλισσα Βικτωρία αποτέλεσε το πιο ισχυρό πρότυπο της εποχής, καθώς επί της βασιλείας της η χώρα έφτασε στο απόγειο της ακμής της, όχι μόνο λόγω της ηγεσίας της, αλλά και λόγω των κοινωνικών εξελίξεων.

Η Βικτωρία χήρεψε νωρίς και πένθησε τον σύζυγό της για τέσσερις δεκαετίες [1], γεγονός που την κατέστησε επικρατέστερο παράδειγμα προς μίμηση για τις γυναίκες της εποχής, είτε κατ' επιλογήν, είτε λόγω κοινωνικών πιέσεων.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δεκαετία του 1840 και του 1850, τα φορέματα των γυναικών χαρακτηρίζονταν από τα απαλά χρώματα και τα φουσκωτά μανίκια, καθώς και από τα μισοφόρια, τους κορσέδες και τα πουκάμισα που φορούσαν εσωτερικά.

Στη δεκαετία του 1850, ο αριθμός των μισοφοριών μειώθηκε και αντικαταστάθηκαν από το κρινολίνο. Τα πρωινά φορέματα είχαν εφαρμοστό μπούστο, ενώ τα βραδινά είχαν χαμηλή λαιμόκοψη και τα φορούσαν με σάλι στον ώμο.

Στη δεκαετία του 1860, οι φούστες έγιναν πιο ίσιες εμπρός και τόνιζαν περισσότερο το πίσω μέρος. Τα πρωινά φορέματα είχαν φαρδιά μανίκια σε στυλ παγόδας, κλειστή λαιμόκοψη με βολάν στον γιακά και διακόσμηση από δαντέλα, ενώ τα βραδινά είχαν βαθύ ντεκολτέ και κοντά μανίκια και τα φορούσαν με κοντά γάντια, πλεκτά ή δαντελένια χωρίς δάχτυλα.

Στη δεκαετία του 1870 ξεκίνησαν να φοριούνται απογευματινά φορέματα χωρίς κορσέ, κυρίως μέσα στο σπίτι, που όμως σύντομα έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή, ενώ το κρινολίνο αντικαταστάθηκε από τα τουρνούρια που τόνιζαν μόνο το πίσω μέρος.

Στη δεκαετία του 1880, με την ευρύτερη διάδοση του αυτοκινήτου ως μέσου μετακίνησης, οι γυναίκες φορούσαν σακάκι, ίσια φούστα και ημίψηλο καπέλο με πέπλο, ενώ στο κυνήγι οι ντραπέ φούστες έφταναν έως τον αστράγαλο και συνδυάζονταν με μπότες ή περικνημίδες. Τα ενδύματα περιπάτου αποτελούνταν από μακρύ σακάκι, φούστα με τουρνούρι και ένα μικρό καπέλο ή μπονέ. Οι ταξιδιώτες φορούσαν μακριά παλτά, τα duster.

Τέλος, στη δεκαετία του 1890, την τελευταία της βικτωριανής εποχής, η μόδα προστάζει ψηλούς γιακάδες και μπούστο με μπανέλες εσωτερικά. Τα κρινολίνα και τα τουρνούρια έχουν πλέον εγκαταλειφθεί.

Οι ενδυματολογικές συνήθειες στη Βικτωριανή μόδα καθορίστηκαν, κατά κύριο λόγο, από το πένθος. Το πένθος της βασίλισσας Βικτωρίας για τον σύζυγό της επηρέασε τις πενθούσες γυναίκες να ακολουθήσουν το στυλιστικό ύφος της βασίλισσάς τους. Το μαύρο χρώμα κυριαρχούσε πάνω στη σχεδιαστική απλότητα. Η συνήθεια αυτή όμως τις ανάγκασε να εξελίξουν τις ενδυματολογικές τους επιλογές εισάγοντας, πλέον, καλύτερη ποιότητα υφάσματος και ποικιλία στο χρώμα. Το μοβ και το γκρι χρώμα κυριαρχούν σαν χρωματικοί συνδυασμοί με το απόλυτο μαύρο, ενώ το μετάξι καθιερώνεται ως υψίστης ποιότητας ύφασμα. Αργότερα, κοσμήματα και άλλα αξεσουάρ παίρνουν ρόλο καλλωπισμού και στυλιστικής ενίσχυσης.

Γκαλερί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]