Αντιθολωτικό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αντιθολωτικό (dehazer) είναι ένα πρόσθετο καυσίμων, που αφαιρεί το νερό από τη βενζίνη, το καύσιμο ντίζελ και τα καύσιμα θέρμανσης, προφυλάσσοντας από τη διάβρωση και την ενδεχόμενη μελλοντική διείσδυση νερού.

Αποτελείται από ειδικά τασιενεργά (επιφανειοδραστικά) πολυμερή μόρια, που συνίστανται από κροκιδωτικά (παράγοντες που προστίθενται σε αιωρήματα, προκειμένου να επιτευχθεί η δημιουργία συσσωματωμάτων από τα επιμέρους σωματίδια) και συμπυκνωτές. Ένα αντιθολωτικό μπορεί επίσης να περιλαμβάνει επιπλέον πρόσθετα, όπως σταθεροποιητές και απορρυπαντικά, προκειμένου να επιτυγχάνονται πολυλειτουργικά αποτελέσματα.[1]

Σημασία χρήσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επεξεργασία με αντιθολωτικό μπορεί να χρειάζεται σε κάποιες περιπτώσεις, εφόσον το καύσιμο γίνεται θολό λόγω της παρουσίας εξαιρετικά μικρών σταγονιδίων νερού σε αιώρηση. Το αιωρούμενο νερό στο καύσιμο ντίζελ προκαλεί διάβρωση και βλάβες στη λειτουργία εξοπλισμού ακριβείας όπως οι εκχυτές (μπεκ) καυσίμου. Eπιμόλυνση με νερό μπορεί να προκύψει σχεδόν σε κάθε βήμα από την παραγωγή του καυσίμου στο διυλιστήριο και, δια μέσου του δικτύου διακίνησης, ως τη στιγμή εισόδου του στη δεξαμενή καυσίμου του οχήματος. Συνήθως αποτελεί συνάρτηση σχετικά μεγάλων τιμών πυκνότητας και ιξώδους και υψηλών επιπέδων φυσικών γαλακτωματοποιητών.

Στη συνέχεια το νερό γίνεται μέρος των γαλακτωμάτων που δημιουργούνται με το καύσιμο, τα οποία εμποδίζουν την συμπύκνωση των σταγονιδίων σε άλλα μεγαλύτερα, οπότε, σε αυτές τις περιπτώσεις, το νερό χρειάζεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να ξεχωρίσει από το καύσιμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις κατά τη διακίνηση των καυσίμων δημιουργούνται συνήθως καθυστερήσεις στις φορτώσεις και αύξηση των απαιτήσεων σε αποθηκευτικούς χώρους.[2]

Αρχή λειτουργίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αντιθολωτικά είναι πρόσθετα που σχεδιάζονται έτσι, ώστε να διευκολύνουν την συμπύκνωση πολύ μικρών σταγονιδίων νερού σε μεγαλύτερες σταγόνες, οι οποίες στη συνέχεια, λόγω βαρύτητας, ξεχωρίζουν και απομακρύνονται από το καύσιμο. Βελτιώνουν την ποιότητα του καυσίμου και ελαττώνουν τη θόλωση στη βενζίνη και στο καύσιμο ντίζελ, ενώ δεν επηρεάζονται από πολικές ενώσεις όπως οι αλκοόλες που μπορεί να περιέχονται στο καύσιμο.

Η αρχή λειτουργίας των αντιθολωτικών βασίζεται στο "σπάσιμο" των μικρογαλακτωμάτων νερού, εξασφαλίζοντας την διαύγεια και καθαρότητα του προϊόντος και επιτρέποντας τη χρήση ισχυρών απορρυπαντικών σε λιπαντικά επιδόσεων. Παράλληλα βελτιώνουν την ανοχή άλλων προσθέτων στο νερό. Τα αντιθολωτικά έχουν ιδιαίτερα εξειδικευμένο σχεδιασμό, προκειμένου να εξασφαλίσουν αποτελεσματικές λύσεις χωρίς παρενέργειες, ενώ δεν περιλαμβάνουν μέταλλα, εκμηδενίζοντας πιθανή συνεισφορά στην διάβρωση λόγω υψηλών θερμοκρασιών κατά τη διάρκεια της καύσης. Τα αντιθολωτικά πρόσθετα αναμιγνύονται ομοιόμορφα με το θολό καύσιμο στις δεξαμενές φύλαξης ή χρήσης, χωρίς να είναι απαραίτητη η ανάδευση.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Dehazer». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2016. 
  2. «Dehazers: Removing residual water from refined fuels». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2016. 
  3. «Dehazer». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2016.