Αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στρατιωτικές δαπάνες ανά χώρα το 2015[1]
Παγκόσμιο μερίδιο 10 μεγαλύτερων εξαγωγέων όπλων το 2016-2020[2]
To Sukhoi Su-57 (T-50) είναι ένα μαχητικό πέμπτης γενιάς, μίας θέσης, διπλού κινητήρα πολλαπλών ρόλων, τεχνολογίας stealth. To 2020 τέθηκε επίσημα σε λειτουργία.
To AK-12 είναι ένα επιθετικό τουφέκι πέμπτης γενιάς, που δέχεται φυσίγγια 5.45x 39mm, κατασκευασμένο από τη εταιρεία JSC Kalashnikov Concern. Ο αριθμός 12 αναφέρεται στο έτος που τελείωσε η σχεδίαση.

Η αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας βρίσκεται στο επίκεντρο του πολιτικού συστήματος της χώρας και στο επίκεντρο των παγκόσμιων φιλοδοξιών της. Ο ρόλος της είναι να διασφαλίσει ότι η Ρωσία θα παραμείνει ασφαλής, κυρίαρχη, ικανή να ασκήσει αυτόνομη εξουσία στις παγκόσμιες υποθέσεις, αλλά και να αποτελέσει κίνητρο τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας. Το ρωσικό αμυντικό-βιομηχανικό συγκρότημα (DIC) αποτελεί έναν σημαντικό τομέα και έναν μεγάλο εργοδότη στη Ρωσία. Το 2014, το DIC περιελάμβανε 1.339 οργανισμούς και εταιρείες, απασχολώντας 1,3 εκατομμύρια άτομα, τα οποία αντιστοιχούν στο περίπου 2% του εργατικού δυναμικού της χώρας.[3][4] To 2015, οι συνολικές δαπάνες για στρατιωτικό εξοπλισμό, έρευνα και ανάπτυξη ανήλθαν σε 61 δισ. δολλάρια ή 3,7% του ΑΕΠ.[3]

Το ρωσικό αμυντικό-βιομηχανικό συγκρότημα αποτελείται δομικά από τις ακόλουθες βιομηχανίες[3]:

  • Βιομηχανία αεροπλοΐας και διαστημικών πυραύλων.
  • Ναυπηγική
  • Παραγωγή πυροβολικού και μικρών όπλων.
  • Βιομηχανία εξοπλισμών.
  • Παραγωγή εξαρτημάτων και ασύρματων συσκευών.
  • Συγκρότημα πυρηνικών όπλων.

Η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας συμβατικών όπλων μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, με εξαγωγές αξίας 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων τη χρονιά.[3] Τη χρονική περίοδο 2016-2020, η Ρωσία παρέδωσε αμυντικό εξοπλισμό σε 45 κράτη, κάτι το οποίο αντιπροσώπευε το 20% των συνολικών παγκόσμιων εξαγωγών όπλων. Η Ινδία παρέμεινε ο κύριος αποδέκτης των ρωσικών όπλων τη περίοδο αυτή, αντιπροσωπεύοντας το 23% του συνόλου, ακολουθούμενη από την Κίνα (18%) και την Αλγερία (15%).[2]

Oι πέντε μεγαλύτεροι εξαγωγείς όπλων τη χρονική περίοδο 2016-2020, ήταν οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Κίνα. Μαζί, αντιπροσώπευαν το 76% του συνολικού όγκου εξαγωγών όπλων κατά την περίοδο αυτή.[2][5]

Δημοφιλή προϊόντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2015, τα ρωσικά αμυντικά προϊόντα με τις καλύτερες πωλήσεις στη διεθνή αγορά ήταν τα αεροσκάφη (46%), τα συστήματα αεροπορικής άμυνας (22%), τα συστήματα επίγειων όπλων (18%) και τα ναυτικά συστήματα (10%). Στον τομέα των αερομεταφορών, η Rosoboronexport, η οποία είναι η μόνη κρατική εταιρεία που ως ενδιάμεσος φορέας αναλαμβάνει τις εξαγωγές του 85-90% των αμυντικών προϊόντων στη Ρωσία, θεωρεί τα αεροσκάφη μάχης ως τα «βασικά στοιχεία» των στρατιωτικών εξαγωγών: μαχητικά αεροσκάφη Sukhoi και MiG μαζί με εξοπλισμό που παράγεται από τα ρωσικά ελικόπτερα φημισμένα στις διεθνείς αγορές. Τα αντιπυραυλικά και αντιαεροπορικά συστήματα άμυνας S-300, S-400 και Pantsir S-1 και οι παραλλαγές τους αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο της διεθνούς αγοράς και έχουν μεγάλη ζήτηση σε περιοχές που βρίσκονται υπό την αμερικανική ασπίδα THAAD. Όσον αφορά στα συστήματα επίγειων όπλων, τα κύρια άρματα μάχης T-90 έχουν παγκόσμια απήχηση.[3]

Βασικοί πελάτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πελατεία των ρωσικών αμυντικών προϊόντων προέρχεται από τη γεωστρατηγική κληρονομία της ΕΣΣΔ και από τις απαγορεύσεις των ΗΠΑ. Η Rosoboronexport έχει επωφελείς σχέσεις με περισσότερες από 116 χώρες και ο ρωσικός στρατιωτικός εξοπλισμός μπορεί να βρεθεί σε περισσότερες από 100 χώρες. Το 2012-2016, η Ρωσία υπήρξε ο βασικός προμηθευτής σε διάφορες χώρες, όπως η Ινδία, η οποία έλαβε το 68% του αμυντικού της εξοπλισμού από τη Ρωσία, η Κίνα, η οποία έλαβε το 57%, η Αλγερία το 60%, το Βιετνάμ το 88%, η Βενεζουέλα το 74%, το Αζερμπαϊτζάν το 69% και το Καζακστάν το 76%. Οι ρωσικές εξαγωγές είναι επωφελείς κυρίως σε περιοχές όπου η ζήτηση είναι ισχυρή: το 2012-2016, το 53% των εξαγωγών της χώρας πήγε στην ασιατική αγορά.

Αν και το ισχυρό όπλο της Ρωσίας είναι να διατηρεί παραδοσιακούς δεσμούς με πελάτες αντί να αποκτά νέους στρατηγικούς πελάτες, τα τελευταία χρόνια η χώρα έχει δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να αυξήσει την παρουσία της στις διεθνείς αγορές και να κερδίσει μερίδια αγοράς στην Ασία, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική, εν μέρει ως αποτέλεσμα από τον αντίκτυπο των οικονομικών κυρώσεων που επέβαλαν οι ΗΠΑ και η ΕΕ.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Lai, K. K. Rebecca; Griggs, Troy; Fisher, Max; Carlsen, Audrey (2017-03-22). «Is America’s Military Big Enough?» (στα αγγλικά). The New York Times. ISSN 0362-4331. https://www.nytimes.com/interactive/2017/03/22/us/is-americas-military-big-enough.html. Ανακτήθηκε στις 2021-04-10. 
  2. 2,0 2,1 2,2 «Trends in international arms transfer 2016-2020» (PDF). reliefweb.int. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2021. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 «Defense industries in Russia and China: players and strategies» (PDF). its.europa.eu. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2021. 
  4. «Developments in the Russian arms industry» (PDF). sipri.org. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2021. 
  5. «5 charts that reveal the state of the global arms trade». World Economic Forum (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2021.