Αλαβαρδιέροι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μέλος της Ελβετικής Φρουράς με την αλαβάρδα του. Οι αλαβαρδιέροι της Επτανήσου φορούσαν εξίσου φανταχτερές στολές, αλλά σε κόκκινο χρώμα.

Οι αλαβαρδιέροι (alabardiere) ήταν ένοπλο σώμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως φρουρά τους οι Προβλεπτές των Επτανήσων κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας στα Επτάνησα. Η ονομασία τους προήλθε από την ιταλική λέξη αλαβάρδα, που ήταν η μεγάλη λόγχη την οποία κρατούσαν οι αλαβαρδιέροι και είχε διπλό άκρο παρόμοιο με δρεπάνι και τσεκούρι (πέλεκυ). Η λέξη αλαβαρδιέρος μπορεί συνεπώς να αποδοθεί ως «λογχοφόρος».

Οι αλαβαρδιέροι φορούσαν εντυπωσιακές στολές, χρυσοποίκιλτες, με έντονο κόκκινο χρώμα και με δύο μεγάλα «Η» (εκ του Heptanese), από ένα σε κάθε πλευρά του στήθους. Πολλά στοιχεία σχετικώς με την εμφάνισή τους μπορεί κάποιος να αντλήσει από τον πίνακα του Ζακυνθινού ζωγράφου Ιωάννη Κοραή (18ος αιώνας) που έχει ως θέμα τη λιτανεία του Αγίου Χαραλάμπους.


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 3, σελίδα 551