Αθλομανία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Αθλομανία είναι υπερβολική αγάπη ή ενασχόληση με τον αθλητισμό ή η φανατική (νοητικώς, γλωσσικώς, βουλητικώς, συναισθηματικώς, ασυνειδήτως και πρακτικώς) απασχόληση με τα αθλητικά. Στην αθλομανία, η άθληση δεν αντιμετωπίζεται ως αθλοπαιδιά (σωματική άσκηση, γυμναστική ή ψυχαγωγία), sport ή hobby, αλλά ως ψυχικό ή συλλογικό πάθος.

Συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αθλομανία εκδηλώνεται α) με αυξημένη διεγερσιμότητα σε συνδυασμό με ευφορική διάθεση και νευρομυϊκή υπερένταση, β) με λογόρροια και εριστικότητα, γ) με αυτοϋπερεκτίμηση, ιδίως όσον αφορά στη γνώση αθλητικών ζητημάτων, δ) με υπεραισιοδοξία (ειδικώς στους κυκλοθυμικούς) ή πείσμονα εμμονή (ειδικώς στους σχιζόθυμους) κατά την υποστήριξη προσωπικών τους απόψεων, ε) με επίταση ορισμένων ορμών, όπως τής επιθετικότητας και της απόκτησης δύναμης.

Ηλικίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αθλομανία καταλαμβάνει συνήθως τις νεαρές ηλικίες, μολονότι δεν απουσιάζει και από τούς μεγαλύτερους στην ηλικία, ιδίως σε περιόδους κοινωνικής, ιδεολογικής, πολιτικής και μιντιακής στροφής ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων σε παρακολούθηση αγώνων.

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την αθλομανία μπορούμε να διακρίνουμε αφενός στην ατομική και τη συλλογική, και αφετέρου στην ήπια (βλ. κοινούς φιλάθλους) και τη βαριά (παθολογική).

Αίτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως βαθύτερα αίτια της αθλομανίας θα μπορούσε να διαβλέψει κανείς την, κατά ένα διαστρεβλωμένο και εκκοσμικευμένο τρόπο, κάλυψη του υπαρξιακού ― μεταφυσικού κενού τού ανθρώπου κάθε εποχής. Αυτό, μεταξύ των άλλων, φαίνεται και από τη «θρησκειοποίηση» ή «θεοποίηση» του κάθε αθλήματος από τους αθλομανείς: τη θέση τού «ιερού αντικειμένου» (θεού) εν προκειμένω υποκαθιστά π.χ. η μπάλα· «ναός» γίνεται το γήπεδο· «ιερείς» οι παίχτες και «εκκλησίασμα» οι θεατές. Και οι μεν πολύ «πιστοί» είναι οι αθλομανείς, ενώ οι μεγάλοι διεθνείς παίχτες είναι οι «Άγιοι»· «απολυτίκιο» δε των «Ιερών» ή «Αγίων» αυτών είναι ο ύμνος της Ομάδας.

Έπειτα, η αθλομανία «αποζημιώνει» κάποιες ψυχικές ανάγκες (όπως τού «ανήκειν», τής ακολουθίας προτύπων και της ταύτισης μαζί τους, της αναζήτησης ταυτότητας κ.λπ.) σε (εφηβικά κυρίως) πρόσωπα που (για τον α’ ή β’ λόγο) δεν μπόρεσαν να τις ικανοποιήσουν με άλλους πιο «κοινωνικοποιητικούς» τρόπους.

Άλλο αίτιο της αθλομανίας φαίνεται πως είναι το γενικότερο πνεύμα τής εποχής, σύμφωνα με το οποίο ―για διαφόρους λόγους (εθνοψυχολογικούς, εθνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς κ.λπ.)― δίδεται προτεραιότητα στον Αθλητισμό. Αναλόγως, λοιπόν, τής έντασης του πνεύματος αυτού προσδιορίζεται και ο αριθμός των αθλομανών ανά εποχή και τοπική κοινωνία· ακόμα δε, προσδιορίζονται και οι ποικίλες προτιμήσεις τους. Επίσης, πολλές φορές, για λόγους πολιτικού ή/και κοινωνικο-οικονομικού ανταγωνισμού, διενεργείται μία διεθνής διαφημιστική καμπάνια υπέρ διαφόρων αθλητικών αγώνων.

Εξάλλου, πέρα από την ύπαρξη στις μέρες μας τού επαγγελματικού αθλητισμού και την ευρεία διάδοση αθλητικών στοιχημάτων, συχνά ασκείται λάθρα μία αθέμιτη συναλλαγή και κερδοσκοπία υπό το πρόσχημα της καλλιέργειας «φίλαθλου» δήθεν πνεύματος.

Επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αποτελέσματα της αθλομανίας ―είτε σε προσωπικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο― είναι επιζήμια, αν και οι αθλομανείς αισθάνονται ανακούφιση, ευχαρίστηση και ηδονή· πρόκειται, στην πραγματικότητα, για χορήγηση ενός ψυχο-αναλγητικού (βλ. coping). Η αθλομανία σήμερα συντηρεί πολλά επαγγέλματα, διακινώντας δισεκατομμύρια ευρώ ή δολάρια. Από την άλλη μεριά, όταν οι άνθρωποι, ιδίως όσοι διέπονται από κοινή ιδεολογία, βρίσκονται συγκεντρωμένοι στον ίδιο χώρο, λειτουργεί η λεγόμενη «ψυχολογία τού όχλου» (Γκυστάβ Λε Μπον), με έκρηξη κάθε απωθημένου πάθους (βλ. βία) και απρόβλεπτες συνέπειες. Εντούτοις, η κοινωνική «εκτόνωση» αυτή θεωρείται από κάποιους κοινωνιολόγους ως λυσιτελής κοινωνικώς εκδήλωση που εκφορτίζει μεγάλα ποσά ορμέμφυτης ομαδικής δραστηριότητας. Κάθε, πάντως, ολοκληρωτική ομαδοποίηση (βλ. μαζοψυχή) οδηγεί τα άτομα στην κατάργηση της προσωπικότητάς τους και στον αγελαίο τρόπο ζωής (βλ. Κομφορμισμό).

Ως γνωστό, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έδινε υπερβολική αξία στην εκγύμναση του ανθρωπίνου σώματος για την απόκτηση ευεξίας. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης (Ηθ. Νικομ. 1104a) είχε ήδη παρατηρήσει ότι «τα τε υπερβάλλοντα γυμνάσια και τα ελλείποντα φθείρει την ψυχήν». Πράγματι, κατά τον E. Kretschmer, ο λεγόμενος «αθλητικός τύπος» ανθρώπου διακατέχεται, παραδόξως, από δειλία και ιδεαλισμό.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αθλομανία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β’.
  • Χριστινάκη - Γλάρου Ε., «Αγών – Άθλησις – Γυμνασία. Συμβολή στην ορολογία των ιερών κανόνων», Εκκλησιαστικός Φάρος ΟΗ΄ (2007) 143–204.
  • Μητρ. Ιερόθεου, Το σώμα του Ανθρώπου, η άσκηση και η άθλησή του, Αθήνα 2002.
  • Κεφαλά Ν., Περί γυμναστικής, Αθήναι 1901.
  • Κωτσιόπουλος Κ. Π., Αθλητισμός και Ολυμπισμός, Θεσσαλονίκη 2006.
  • Kretschmer E., Körperbau und Charakter, Berlin: Springer 1961.
  • Le Bon L., La psychologie des foules, 1895.
  • Μαρκαντώνης Ι. Σ., «Αθλομανία», ΘΗΕ 1 (1962) 847.