Μετάβαση στο περιεχόμενο

Α΄ Καρλικός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Α΄ Καρλικός Πόλεμος
Καρλικοί Πόλεμοι
Μάχες και περιοχές υπό τον έλεγχο των Καρλιστών.
Χρονολογία1833-1840
ΤόποςΒόρεια και Κεντρική Ισπανία
ΑποτέλεσμαΝίκη των φιλο-ισαβελλικών δυνάμεων (φιλελεύθερων)
Αντιμαχόμενοι
Υποστηρικτές της Ισαβέλλας Β΄
Απολογισμός
Απώλειες175.000

Ο Α΄ Καρλικός Πόλεμος (ισπανικά: Primera Guerra Carlista, καταλανικά: Primera Guerra Carlina) ήταν η πρώτη από τις τρεις εμφύλιες διαμάχες γνωστές ως Καρλικοί Πόλεμοι, που έλαβε χώρα στην Ισπανία μεταξύ 1833 και 1840. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ήταν οι καρλιστές υποστηρικτές του διεκδικητή του ισπανικού θρόνου Κάρλος-Μαρία των Βουρβόνων κόμη της Μολίνα και οι υποστηρικτές της βασίλισσας της Ισπανίας, Ισαβέλλας Β΄ και της μητέρας της, της αντιβασίλισσας Μαρίας Χριστίνας των Βουρβόνων.[1] Έλαβε χώρα κυρίως στο βόρειο και βορειοανατολικό τμήμα της Ισπανίας· οι κύριες εστίες του ήταν η ισπανική Χώρα των Βάσκων (συμπεριλαμβανομένης και της Ναβάρρας) και τα ορεινά και καθυστερημένα από οικονομικής άποψης χωριά της Αραγωνίας, της Καταλονίας και του πρώην Βασιλείου της Βαλένθια.[2]

Κάτω από την επιρροή των τοπικών κληρικών που απέδωσαν στους Καρλικούς Πολέμους το χαρακτήρα της σταυροφορίας προς υπεράσπιση της θρησκείας, οι μεγάλες αγροτικές μάζες της επαρχίας και οι μικρές πόλεις της ισπανικής Χώρας των Βάσκων, υποστήριξαν τον διεκδικητή Κάρλος-Μαρία κόμη της Μολίνα[3], χαρακτηριζόταν από ένα βαθύ συντηρητισμό και σεβασμό στις παραδόσεις.

Στην Αραγωνία, την Καταλονία και, λιγότερο, στο πρώην Βασίλειο της Βαλένθια, αυτός ο πόλεμος φάνηκε για περιορισμένες μερίδες του πληθυσμού και του κλήρου σαν μια ευκαιρία ανάκτησης των ιστορικών νόμων τους που είχαν απεμπολυθεί με το πέρας του πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής.[4]

Στην άλλη πλευρά, οι φιλελεύθεροι συμπαρατάχθηκαν με τους μετριοπαθείς μοναρχικούς για να υποστηρίξουν τη βασίλισσα και τη μητέρα της. Μέχρι το τέλος του πολέμου διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους τις κύριες πόλεις των εξεγερμένων περιοχών. Οι καρλιστές αντίθετα δεν κατάφεραν να καταλάβουν παρά μονάχα μικρές, επαρχιακές πόλεις όπως η Γκερνίκα ή ορεινούς και απόμακρους πυρήνες όπως η Μορέλια.[5] Χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία παρείσχαν στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στους φιλελεύθερους ενώ οι καρλιστές δεν εισέπραξαν τίποτα περισσότερο πέραν από την εισροή ενός περιορισμένου αριθμού ξένων εθελοντών.[6]

Οι πολεμικές επιχειρήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι βασκικές επαρχίες κατά την περίοδο του Πρώτου Καρλικού Πολέμου

Οι πολεμικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν με τη δράση απομονωμένων στρατιωτικών και εθελοντικών δυνάμεων στη Χώρα των Βάσκων, τη Ναβάρρα και τη Ριόχα. Τέθηκαν υπό την ηγεσία του σπουδαίου βάσκου στρατηγού Τομάς δε Θουμαλακάρεγι, τον Οκτώβριου του 1833, μετά την κατάκτηση του Λογρόνιο. Ανακηρύχθηκε ηγέτης των στρατιωτικών δυνάμεων από τα Περιφερειακά Συμβούλια της Βισκαΐας και της Άλαβα και καθοδήγησε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά μήκος του πολεμικού μετώπου. Μέχρι τον Απρίλιο του 1834 κατάφερε να κατακτήσει τις κωμοπόλεις της Μπεργάρα, Τολόσα και Γκερνίκα και να περιορίσει τα φιλοισαβελλικά στρατεύματα στη νότια όχθη του ποταμού Έβρου και στις πρωτεύουσες των επαρχιών. Τότε διατάχθηκε από τον Κάρλος να καταλάβει το Μπιλμπάο με σκοπό τη διεθνή αναγνώριση των εξεγερμένων. Παρά την αντίθετη προσωπική του άποψη, που υποστήριζε την κατάληψη της Βιτόρια και την κάθοδο προς τη Μαδρίτη, τον Ιούνιο του ίδιου έτους έθεσε υπό πολιορκία την παραθαλάσσια πόλη. Τον ίδιο μήνα απεβίωσε.[7]

Η ηγεσία των καρλικών στρατευμάτων, που ανέρχονταν τότε γύρω στις 36.000, ανατέθηκε στον Ναθάριο Έγια, που απέτυχε να καταλάβει το Μπιλμπάο δύο ακόμη φορές. Υπερασπιστής της πόλης ήταν ο σημαντικός στρατηγός, και μετέπειτα αντιβασιλέας, Μπαλντομέρο Εσπαρτέρο.

Αποτύπωση σκηνής πριν από τη μάχη της Μεντιγορία, στη Ναβάρρα, το αποφασιστικό βήμα των φιλοισαβελλικών στρατευμάτων για την ανάκτηση της Χώρας των Βάσκων.

Η αποτυχία αυτή ώθησε από την άνοιξη του 1837 τα καρλικά στρατεύματα να επιχειρήσουν να καταλάβουν την πρωτεύουσα του ισπανικού κράτους. Ωστόσο τα στρατεύματα που περίμεναν να συγκεντρώσουν στην Καταλονία και την Αραγωνία δεν ήταν αρκετά και εν τέλει, αφού είχαν φτάσει λίγο έξω από τη Μαδρίτη, αποχώρησαν πίσω στο βορρά.[8] Οι εσωτερικές έριδες και η επικράτηση του μετριοπαθούς στρατηγού Μαρότο που εκτέλεσε τους πιο εξτρεμιστές καρλιστές αξιωματικούς και οι ανακατατάξεις στην ηγεσία επέφεραν τη συμφωνία για ειρήνη με τη βασιλική πλευρά[9]· η συνθήκη της Μπεργάρα (29 Αυγούστου 1839) που επικυρώθηκε με τον γνωστό «Εναγκαλιασμό της Μπεργάρα» (Abrazo de Vergara) μεταξύ των δύο στρατηγών Εσπαρτέρο και Μαρότο, έθεσε τέλος στην εξέγερση στο βασκικό μέτωπο.[10]

Στην Καστίλλη η εξέγερση πέτυχε μόνο τη δημιουργία ορισμένων ανταρτικών ομάδων. Στην Αραγωνία και τη Βαλένθια ωστόσο, οι καρλιστές κατάφεραν να ελέγξουν μεταξύ 1833 και 1840 ένα σημαντικό κομμάτι των ορεινών όγκων στα σύνορα της Αραγωνίας, της σημερινής Βαλενθιανικής Κοινότητας και της νότιας Καταλονίας. Κέντρο της ζώνης αυτής ήταν ανά καιρούς η οχυρή κωμόπολη της Μορέλια, στην επαρχία της Καστεγιόν. Ηγέτης, και μετέπειτα «κόμης» του λεγόμενου Μαγιστράτου (Maestrazgo, όνομα με το οποίο βαφτίστηκε η περιοχή αυτή) υπήρξε ο καταλανός πρώην κληρικός, στρατιωτικός και πολιτικός Ραμόν Καβρέρα.[11] Εν τούτοις, η ειρήνευση στα βόρεια οδήγησε τον στρατηγό Εσπαρτέρο με 44.000 στρατιώτες στην Αραγωνία.[12] Ο Καβρέρα διατήρησε την αντίσταση μέχρι τον Μάιο του 1840, αλλά μετά την απώλεια της Μορέλια αναγκάστηκε να διαφύγει στην Μπέργα. Εκεί δεν κατάφερε να συνεχίσει την αντίσταση (ο καταλανικός καρλισμός ήταν πολύ αδύναμος και ανοργάνωτος) και τον Ιούλιο του ίδου έτους πορεύτηκε προς τη Γαλλία.[12]

Κατά τη διάρκεια του πολέμου υπήρξαν επίσης διάσπαρτες ανταρτικές ομάδες σε περιοχές που χαρακτηρίζονταν από την παραδοσιακή παρουσία ανταρτών και την απουσία πόλεων, όπως η επαρχία της Θιουδάδ Ρεάλ.

Με συνθήκη της Μπεργάρα (1893) οι βασκικές επαρχίες διατήρησαν μια περιορισμένη αυτονομία αλλά αναγκάστηκαν να ενσωματωθούν στο καθεστώς που ίσχυε και στις υπόλοιπες ισπανικές επαρχίες. Στη Ναβάρρα, παρότι είχε γίνει αποδεκτή η συνθήκη της Μπεργάρα, η φιλελεύθερη πολιτική μερίδα υπέγραψε το 1841 μια ξεχωριστή συμφωνία γνωστή μετέπειτα ως Ley Paccionada ('Συμβιβαστική Πράξη') που επίσημα μετέτρεπε το Βασίλειο της Ναβάρρας (νομικά ισχύον μέχρι τότε) σε επαρχία της Ισπανίας. Επίσης, το ίδιο έτος και κάτω από την αντιβασιλεία του στρατηγού Εσπαρτέρο, τα τελωνεία του κράτους, που μέχρι τότε βρίσκονταν στον ποταμό Έβρο, στα σύνορα της ευρύτερης Χώρας των Βάσκων με τη λοιπή Ισπανία, μεταφέρθηκαν στα σύνορα με τη Γαλλία, λύοντας το ειδικό τελωνειακό καθεστώς των περιοχών αυτών.[13] Αυτό έκανε τους βάσκους βιομήχανους και παραγωγούς να στραφούν προς την ισπανική αγορά και προκάλεσε μεγάλη άνθηση της παραγωγής σιδήρου και ατσαλιού.[14] Ωστόσο, οι καταστροφές από τον πόλεμο και οι αλλαγές στο οικονομικό status quo προκάλεσαν λιμό και ένα μεγάλο μεταναστευτικό κύμα από τη βασκική επαρχία προς την Αμερική.[10] Υπολογίζεται ότι γύρω στις 175.000 στρατιώτες πέθαναν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων.[15]

  1. Cantarino (1999): 266.
  2. Cantarino (1999): 268.
  3. Kurlansky (1999), 147.
  4. Kurlansky (1999), 144.
  5. Carr, (1982): 187.
  6. Carr, Raymond (1982): 188.
  7. Kurlansky (1999), 149.
  8. Kurlansky (1999), 150.
  9. Carr, Raymond (1982): 191.
  10. 10,0 10,1 Kurlansky (1999), 151.
  11. Bowen, W. H. και Álvarez, J. E. (2007): 26.
  12. 12,0 12,1 Carr, Raymond (1982): 193.
  13. Kurlansky (1999), 152.
  14. Kurlanski (1999), 154.
  15. Bowen, W. H. και Álvarez, J. E. (2007): 21.
  • Bowen, W. H. και Álvarez, J. E. (επιμ.) (2007), A military history of modern Spain. Praeger Security International
  • Cantarino, Vicente (1999), Civilización y cultura de España. Τέταρτη έκδοση. Prentice-Hall, Upper Saddle River, Νιου Τζέρσεΐ
  • Carr, Raymond (1982), Spain, 1808-1975, Oxford University Press, Οξφόρδη. σσ. 184-195.
  • Kurlanski, Mark (1999), The basque history of the world, Walker publishing company, Νέα Υόρκη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα First Carlist War στο Wikimedia Commons