Ένωση Σύγχρονων Αρχιτεκτόνων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Ένωση Σύγχρονων Αρχιτεκτόνων (ΕΣΑ ή πιο σωστά ως προς το πρωτότυπο: ΟΣΑ) (ρώσικα: Объединение Cовременных Aрхитекторов OCA) ήταν μια ομάδα αρχιτεκτόνων στη Σοβιετική Ένωση, η οποία δραστηριοποιήθηκε από το 1925 μέχρι το 1930 και θεωρείται η πρώτη ομάδα κονστρουκτιβιστών αρχιτεκτόνων. Εξέδωσε το περιοδικό Σύγχρονη Αρχιτεκτονική (ΣΑ) (ρώσικα: Современная Αрхитектура CA Σοβρεμένναγια Αρχιτεκτούρα) και μέχρι τη διάλυσή της έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αρχιτεκτονική της μετεπαναστατικής Ρωσίας.

Η ίδρυση της ομάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ΟΣΑ, όπως και η ομάδα ΑΣΝΟΒΑ, γεννήθηκε μέσα από την Αβάν-γκαρντ τάση του ερευνητικού ινστιτούτου ΒΧΟΥΤΟΜΑΣ (ρώσικα: ВХУТЕМАС) στη Μόσχα. Εκείνη την εποχή το πρόβλημα της στέγασης ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Τίποτε δεν είχε χτιστεί από την εποχή που άρχισε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και τα προπολεμικά κτίρια είχαν τόσο πια φθαρεί, ώστε ακόμη και στα πρακτικά του 13ου Συνεδρίου του Κόμματος το 1924, το ζήτημα της στέγης αναγνωρίζεται ως «το σημαντικότερο πρόβλημα της υλικής ζωής των εργατών».[1] Επιφορτισμένοι, λοιπόν, με το καθήκον να αντιμετωπίσουν τη σοβαρή αυτή έλλειψη, ορισμένοι νέοι αρχιτέκτονες ένιωσαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να αφιερώνονται στις φορμαλιστικές αναζητήσεις του ΒΧΟΥΤΕΜΑΣ, που λειτουργούσε υπό την επίβλεψη του Λαντόφσκι. Η αντίδραση αυτή επίσπευσε τη συγκρότησης της ΟΣΑ υπό την ηγεσία του Γκίνσμπουργκ και με αρχικά μέλη τον Μ. Μπάρστς, τον Α. Μπούροφ, την Λ. Κομάροβα, τον Υ. Κόρνφελτ, τον Μ. Οκίτοβιτς, τον Α. Πάστερνακ, τον Γκ. Βέγκμαν, τον Β. Βλαντιμίροφ και τους αδελφούς Α. και Β. Βεσνίν. Λίγο μετά την ίδρυσή της, η ΟΣΑ άρχισε να δέχεται μέλη και από συγγενείς χώρους, όπως ήταν η κοινωνιολογία και η μηχανική.

Το περιοδικό Σύγχρονη Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξώφυλλο του περιοδικού «Σύγχρονη Αρχιτεκτονική», σχεδιασμένο από τον Α. Γκαν

Η ΟΣΑ ήταν με πολλούς τρόπους η αρχιτεκτονική πτέρυγα του σοσιαλιστικού περιοδικού ΛΕΦ[2] (ρώσικα: ЛЕФ) και επίσης δημιούργησε το δικό της περιοδικό το 1926. Το περιοδικό Σύγχρονη Αρχιτεκτονική, μέχρι να κλείσει το 1930, εξέδωσε άρθρα σε μια πληθώρα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων μιας διεθνής έρευνας σε κατασκευές με επίπεδη στέγη, μιας ιδιαίτερης έκδοσης στο χρώμα στην αρχιτεκτονική, και συζητήσεις του Λε Κορμπυζιέ, της σχολής Μπαουχάους, του Φ. Λέγκερ και του Κ. Μάλεβιτς (ο οποίος ήταν επίσης συνεργάτης στο περιοδικό). Το ντιζάιν ήταν κυρίως του Α. Γκαν, ο οποίος είχε επίσης σχεδιάσει το χαρακτηριστικό ορθοκανονικό μοτίβο των εξωφύλλων. Η φωτογραφία περιστασιακά ήταν έργο του Α. Ροτσένκο. Πέρα από κατασκευασμένα έργα του Μοντερνισμού, το περιοδικό δημοσίευσε πειραματικά σχέδια από τους φοιτητές του ΒΧΟΥΤΟΜΑΣ όπως τα Γραφεία της Διεθνούς της Λ. Κομάροβα, τις παράξενες Κατοικίες Ποντ του Σοκόλοβ και τις δουλειές του Ιβάν Λεονίντοβ. Τα άρθρα στο περιοδικό ήταν κατά κύριο λόγο στα ρώσικα, αν και περιστασιακά κάποια μέρη του δημοσιεύονταν και στα γερμανικά, υποδεικνύοντας τις συγγένειες της ομάδας με την Νέα Αντικειμενικότητα (γερμ: Neue Sachlichkeit ή Neues Bauen), αν και κανένας αρχιτέκτονας της ομάδας ΟΣΑ δεν κλήθηκε να συμβάλει στο σχεδιασμό του συγκροτήματος Βάισενχοφ (γερμ: Weißenhofsiedlung).

Επιδιώξεις και προσφορά της ομάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ομάδα αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, το σοβιετικό αντίστοιχο του Ντερ Ρινγκ στο Βερολίνο: ανακίνηση για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και τις κατασκευαστικές μεθόδους και πολεμική ενάντια στον κλασικισμό και τον εκλεκτικισμό που τελικά θα επικρατήσουν στην σταλινική αρχιτεκτονική. Από την δημιουργία της η «Ένωση Σύγχρονων Αρχιτεκτόνων» ήταν οργάνωση με μέλη που είχαν ως αντικειμενικό στόχο όχι την «κλειστή» δράση και τις θεωρητικές συζητήσεις μεταξύ τους αλλά αντίθετα την διαμόρφωση και ανάπτυξη των βασικών αρχών της αρχιτεκτονικής μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας μέσα από πολιτικούς αγώνες. Ήταν επίσης ομάδα (σε αντίθεση με τους περισσότερους πολιτιστικούς και καλλιτεχνικούς συλλόγους της εποχής) με μέλη όχι μόνο Μοσχοβίτες. Ομάδες ολόκληρες αρχιτεκτόνων από μακρινές επαρχίες μέχρι τη Σιβηρία, θα παρουσιάσουν περιοδικά τη δουλειά τους στη «Σύγχρονη Αρχιτεκτονική» και θα διαδηλώσουν τη συμφωνία τους με τη δράση και τους στόχους της ΟΣΑ.

Επιπλέον, επιχείρησε εξαρχής να μεταβάλει το modus operandi (τρόποι εργασίας) του αρχιτέκτονα, έτσι ώστε, από την παραδοσιακή σχέση τεχνίτη προς πελάτη, να εξελιχθεί ένας νέος τύπος επαγγελματία, που πρώτα απ’ όλα θα ήταν κοινωνιολόγος, δεύτερο πολιτικός και τρίτο τεχνικός. .[3] Ενώ θα εισάγει στην επαγγελματική πρακτική και τις έρευνες και σφυγμομετρήσεις με τους κατοίκους των κτιρίων και κυριότερα με μελλοντικούς κατοίκους (Σ.Α., 1926, Νο 4).

Η ΟΣΑ, ανέλαβε με δική της πρωτοβουλία, να καταρτίσει τα απαραίτητα προγράμματα και τους κατάλληλους τύπους μορφών για μια αναδυόμενη σοσιαλιστική κοινωνία, στρέφοντας το ενδιαφέρον της και σε κάποια ευρύτερα ζητήματα κατανομής της ενέργειας και διασποράς του πληθυσμού. Κύρια, λοιπόν, ζητήματα ήταν: πρώτο, το ζήτημα της κοινοτικής κατοικίας και η δημιουργία των κατάλληλων κοινωνικών μονάδων και δεύτερο, η διαδικασία κατανομής, δηλαδή η μεταφορές σε όλες τους τις μορφές. Μετά την πρώτη, ακολούθησε και μια δεύτερη έρευνα το 1927, με στόχο τον προσδιορισμό της κατάλληλης μορφής της νέας κοινοτικής κατοικίας, της ντομ-κομούνα. Επίσης, οι αρχιτέκτονες της ΟΣΑ θα πρωτοεισάγουν στη Σοβιετική Ένωση τις ιδέες της προκατασκευής, της βιομηχανοποίησης και της τυποποίησης στις αρχιτεκτονικές κατασκευές.

Τέλος, χαρακτηριστικό της ομάδας, είναι το ξεπέρασμα του ταμπού της δημόσιας κριτικής συναδέλφων –συνεπακόλουθο του κορπορατίστικου πνεύματος στην οργάνωση του επαγγέλματος- καταγγέλλοντας βίαια μέσα από τις στήλες του περιοδικού, όλες τις επιβιώσεις μιας αρχιτεκτονικής που τη θεωρούν οριστικά νεκρή. Η μάχη θα ξεκινήσει από το πρώτο τεύχος του περιοδικού, στα 1926, με αφορμή τα σχέδια για τον κεντρικό τηλέγραφο που μόλις είχαν γίνει γνωστά. [4] Για κάθε διαγωνισμό δημιουργούνται ομάδες, γνωστές με το όνομα «Ταξιαρχίες της ΟΣΑ» που παρουσιάζουν δικές τους προτάσεις, ακόμα κι αντιπροτάσεις για το πρόγραμμα του διαγωνισμού, επιχειρώντας να δείξουν κάθε φορά ποια θα έπρεπε να είναι η σωστή αντιμετώπιση αρχιτεκτονικών προβλημάτων σε μια τέτοια ιστορική περίοδο για τη σοσιαλιστική κοινωνία που γεννιόταν.

Έργα των μελών της ΟΣΑ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλη αυτή η δραστηριότητα παρακίνησε την κυβέρνηση να συστήσει μια ομάδα έρευνας για τις προδιαγραφές της κατοικίας, υπό τη διεύθυνση του Γκίσνπουργκ. Το προϊόν της εργασίας αυτής της ομάδας οδήγησε στον σχεδιασμό μιας σειράς μονάδων Stroikem, από τις οποίες μάλιστα μια χρησιμοποίησε και ο Γκίνσμπουργκ στην πολυκατοικία Ναρκόμφιν, που έχτισε στη Μόσχα το 1929. Μολονότι ο Γκίνσμπουργκ χρησιμοποίησε έναν εσωτερικό διάδρομο με πρόσβαση σε ένα διπλανό κτίριο, όπου βρισκόταν μια καντίνα, ένα γυμναστήριο, μια βιβλιοθήκη, ένας βρεφονηπιακός σταθμός και μια ταράτσα, ήξερε πολύ καλά ότι μια τέτοια συλλογικότητα δε μπορούσε να επιβληθεί στους κατοίκους απλά και μόνο μέσα από τη μορφή του κτιρίου. [5] Ο Γκίνσμπουργκ εκτός από την πολυκατοικία Ναρκόμφιν, έκτισε την επίσης γνωστή πολυκατοικία Γκόστρακ και άλλες όπως αυτές στο Gogolsky Boulevard, στη Μόσχα και στο Σβερντλόβσκ.

Υπάρχουν, επίσης, διάφορα παραδείγματα κατασκευασμένων έργων που σχεδιάστηκαν από τα υπόλοιπα μέλη της ΟΣΑ στην Σοβιετική Ένωση. Τέτοια ήταν τα έργα των δεκαετιών ’20 με ’30 των αδερφών Βεσνίν, που περιλαμβάνουν το πολιτιστικό μέγαρο Likhachev, το πολυκατάστημα Mostorg στη Μόσχα, την τράπεζα Ivanovo και τον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας DneproGES. Επίσης, έργα του Μ. Μπαρστς, όπως το πλανητάριο της Μόσχας (συνεργασία με τον Sinyakvsky) και το συγκρότημα γραφείων Gostorg (ως μέλος μιας ομάδας με επικεφαλής τον Μπ. Βελικόβσκι). Έργα του Ι. Νικόλαεβ, όπως το ηλεκτρικό-τεχνικό συγκρότημα στη Μόσχα (σε συνεργασία με τον Φισένκο, το οποίο παρουσιάστηκε και στην Διεθνή Έκθεση Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Νέα Υόρκη το 1932) και η μεγάλη κοινοτική κατοικία για φοιτητές στη Μόσχα και τέλος οι εργατικές κατοικίες που σχεδιάστηκαν από τον Α. Νικόλσκυ στην οδό Τράκτορ, στο Λένινγκραντ.

Το τέλος της ομάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ομάδα από ένα σημείο και μετά δεχόταν επικρίσεις για ιδεαλισμό, όπως στο παράδειγμα του Ανακτόρου Πολιτιστικής Παιδείας του Λεονίντοβ, που στάθηκε η αφορμή να δεχθεί ο Λεονίντοβ την επίθεση της ομάδας ΒΟΠΡΑ (αρχικά που σημαίνουν «Πανρωσικός Σύνδεσμος Προλεταριακών Αρχιτεκτόνων»). Επίσης η στροφή στις θεωρίες της ομάδας γύρω στα 1929, από τα κοινοτικά αστικά συγκροτήματα σε κάποιου είδους ημι-αγροτικές (πλην τεχνολογικές) προτάσεις για την εξέλιξη των πόλεων συγκέντρωσαν ακόμη περισσότερες επικρίσεις. Τα μέλη της ΟΣΑ, ενδεχομένως επηρεασμένοι από τις βιαιότητες της επιβεβλημένης κολεκτιβοποίησης στη σοβιετική επαρχία, πρωτοστάτησαν στην ιδέα της «από-αστικοποίησης», πράγμα το οποίο είχε ολέθριες συνέπειες, όταν το κίνημα καταδικάστηκε από δήλωση του Πολιτικού Γραφείου. Το περιοδικό ΣΑ διαλύθηκε το 1930 και η ΟΣΑ σύντομα μετατράπηκε σε «Τμήμα Αρχιτεκτόνων για την Σοσιαλιστική Οικοδόμηση» πριν συγχωνευτεί με την «Κρατική Ένωση Αρχιτεκτονικής». Τα μέλη της ομάδας συνέχισαν να εξασκούνται στη μοντέρνα αρχιτεκτονική μέχρι το 1934 και το επίσημο ανάγγελμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού. Τα περισσότερα μέλη της ΟΣΑ επέζησαν των διώξεων, με τις εξαιρέσεις των Α. Γκαν και Μ. Οκίτοβιτς που δολοφονήθηκαν και οι δυο. Με την γενική αποκατάσταση του μοντερνισμού στην δεκαετία του 1960, τα θέματα του περιοδικού ΣΑ αναδημοσιεύτηκαν, μετά από δεκαετίες καταστολής.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, κεφ. 19, σελ. 160
  2. βλ. OSA group (το αντίστοιχο λήμμα στην αγγλική έκδοση της βικιπαίδειας).
  3. «… στόχος και σκοπός δεν είναι η εκτέλεση μιας οποιαδήποτε παραγγελίας αλλά η εργασία μαζί με το προλεταριάτο, η συμμετοχή στο έργο της οικοδόμησης μιας καινούργιας ζωής, ενός νέου τρόπου ζωής» Γκίνσμπουργκ στο περιοδικό Σ.Α., 1928, Νο5, από το βιβλίο Α. Κορ, Πόλη και Επανάσταση, κεφ. 5.5, σελ. 138
  4. «Οι μηχανικοί του λαικού Επιτροπάτου για τα Ταχυδρομεία και τον Τηλέγραφο δεν είναι βέβαια υποχρεωμένοι να ξέρουν τί είναι η αρχιτεκτονική. Θα όφειλαν όμως να αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να ονομάζουν «ευτυχή λύση» την απουσία φωτισμού στους χώρους εργασίας, ούτε να θεωρούν ικανοποιητική κατασκευαστικά μια λύση στην οποία τα φέροντα στοιχεία δεν βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο. Όσο για τις δυνατότητες μετατροπής και μεγέθυνσης του κτιρίου είναι τόσες όσες θα επέτρεπε η κατεδάφιση και η ανοικοδόμησή του… Έτσι μπορεί να υποθέσει κανείς πώς η αρμόδια επιτροπή καταμαγεύτηκε από την «καλλιτεχνική» ποιότητα ενός σχεδίου… που δεν είναι παρά χαρακτηριστικό δείγμα και μωσαϊκό μιας περιόδου που τελείωσε οριστικά». Α. Κορ, Πόλη και Επανάσταση, κεφ. 5.5, σελ.136
  5. «Δεν μπορούμε πια να υποχρεώνουμε όσους ζουν σε ένα ιδιαίτερο κτίριο να ζουν συλλογικά, όπως επιχειρήσαμε να κάνουμε στο παρελθόν, με αρνητικά, σε γενικές γραμμές, αποτελέσματα. Πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα μιας σταδιακής, φυσικής μετάβασης στους κοινόχρηστους χώρους, σε πολλές διαφορετικές περιοχές. Γι' αυτό ακριβώς προσπαθήσαμε να κρατήσουμε κάθε μονάδα απομονωμένη από τη γειτονική της, γι' αυτό ακριβώς θεωρήσαμε απαραίτητο να σχεδιάσουμε το χώρο της κουζίνας ως μόνιμο στοιχείο με ελάχιστο μέγεθος, που θα μπορούσε να μετακινηθεί ολόκληρο από το διαμέρισμα, επιτρέποντας έτσι, σε δεδομένη στιγμή, την καθιέρωση της χρήσης ενός κοινού εστιατορίου. Θεωρήσαμε εντελώς απαραίτητη τη χρήση στοιχείων που θα αποτελούσαν ενδεχομένως κίνητρα για τη μετάβαση σε έναν κοινωνικά ανώτερο τρόπο ζωής, κίνητρα και όχι επιβολή.», γραπτά του Γκίνσμπουργκ εκείνης της εποχής, από το βιβλίο του Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Ιστορία και Κριτική, κεφ.19, σελ. 161

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Ιστορία και Κριτική, Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα, 2009
  • Anatole Korr, Πόλη και Επανάσταση, Η Σοβιετική Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία στα Πρώτα Μετεπαναστατικά Χρόνια, Εκδόσεις «Νέα Σύνορα», Αθήνα, 1976

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]