Ένας επιθεωρητής έρχεται

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ένας επιθεωρητής έρχεται
Ο Τζον Μπόιντον Πρίστλεϊ στη δεκαετία του 1940
ΣυγγραφέαςΤζον Μπόιντον Πρίστλεϊ
ΤίτλοςAn Inspector Calls
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1946
Μορφήθεατρικό έργο
ΒραβείαΒραβεία Ολίβιε
LC ClassOL240566W[1]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ένας επιθεωρητής έρχεται (αγγλικός τίτλος: An Inspector Calls) είναι θεατρικό έργο του Άγγλου συγγραφέα Τζον Μπόιντον Πρίστλεϊ. Η πρεμιέρα έγινε στη Μόσχα το 1945 επειδή τα θέατρα του Λονδίνου ήταν πλήρη. Στο Λονδίνο ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1946 με τον Ραλφ Ρίτσαρντσον στον ρόλο του επιθεωρητή Γκουλ.[2]

Ακολούθησαν παραστάσεις στη Νέα Υόρκη και πολλές διεθνείς παραγωγές, ενώ το 1992 το έργο επανήλθε στην επικαιρότητα χάρη σε μια παράσταση στο Λονδίνο σε σκηνοθεσία του Στίβεν Ντάλντρι, ο οποίος «παρουσίασε ξανά» τον Πρίστλεϊ στους κριτικούς και στο αγγλοσαξονικό κοινό. Το έργο είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του συγγραφέα, θεωρείται κλασικό του αγγλικού θεάτρου του 20ού αιώνα και οι παραστάσεις του συνεχίζονται μέχρι την εποχή μας.[3]

Πρόκειται για ένα δράμα σε τρεις πράξεις που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας νύχτας τον Απρίλιο του 1912 στη φανταστική βιομηχανική πόλη Μπράμλι στη βόρεια Αγγλία, με τη δράση να εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου μέσα στο σαλόνι μιας πλούσιας οικογένειας. Ένας αστυνομικός επιθεωρητής έρχεται για να ερευνήσει την αυτοκτονία μιας κοπέλας της εργατικής τάξης. Ο επιθεωρητής ανακρίνει τους παρευρισκόμενους και τελικά αποδεικνύεται ότι ο καθένας από αυτούς έπαιξε κάποιο ρόλο και ώθησε την κοπέλα όλο και πιο βαθιά στην κοινωνική δυστυχία μέχρι που η απελπισία της την οδήγησε στην αυτοκτονία.[4]

Το έργο είναι μια καυστική κριτική της υποκρισίας της αγγλικής κοινωνίας της βικτωριανής και εδουαρδιανής εποχής, αλλά και έκφραση των σοσιαλιστικών πεποιθήσεων του συγγραφέα.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πολυτελές σπίτι του, ο Άρθουρ Μπέρλινγκ, επιτυχημένος βιομήχανος και δημοτικός σύμβουλος, γιορτάζει τους αρραβώνες της κόρης του Σίλα με τον Τζέραλντ Κροφτ, γιο ενός άλλου μεγιστάνα της περιοχής. Παρόντες είναι επίσης η σύζυγος του Μπέρλινγκ, Σύμπιλ και ο νεαρός, αλκοολικός γιος τους Έρικ (του οποίου το πρόβλημα με το ποτό η οικογένεια αγνοεί διακριτικά). Μετά το δείπνο, ο Άρθουρ Μπέρλινγκ κάνει μια πρόποση για το νεαρό ζευγάρι και στη συνέχεια δίνει συμβουλές στον Τζέραλντ και τον Έρικ, εκφράζοντας την ισχυρή του πίστη στον ατομικισμό και τις καπιταλιστικές αξίες. Απορρίπτει τις φήμες για πόλεμο και τις προβλέψεις για κοινωνική αναταραχή, λέγοντας ότι είναι ανοησίες.

Η βραδιά διακόπτεται από την άφιξη του επιθεωρητή Γκουλ, ο οποίος ερευνά την αυτοκτονία της Εύας Σμιθ, μιας νεαρής γυναίκας κατώτερης κοινωνικής τάξης. Στο ημερολόγιό της, εξηγεί ο επιθεωρητής, αναφέρεται σε μέλη της οικογένειας Μπέρλινγκ. Αρχικά, ο επιθεωρητής ανακρίνει τον αρχηγό της οικογένειας, τον Άρθουρ Μπέρλινγκ. Του δείχνει μια φωτογραφία της Σμιθ, και αυτός αναγνωρίζει ότι η κοπέλα εργαζόταν σε ένα από τα εργοστάσιά του και ότι την απέλυσε πριν από δεκαοκτώ μήνες επειδή υποκίνησε απεργία, με τις εργάτριες να απαιτούν ίση αμοιβή με τους άνδρες. Παρά το γεγονός ότι παραδέχτηκε ότι την άφησε άνεργη, ο Μπέρλινγκ αρνείται την ευθύνη για τον θάνατό της.[5]

Στη συνέχεια, ο επιθεωρητής μιλάει με την Σίλα Μπέρλινγκ. Στη φωτογραφία, η Σίλα αναγνωρίζει την Εύα Σμιθ ως πωλήτρια σε ένα από τα αγαπημένα της καταστήματα, για την οποία η Σίλα είχε διαμαρτυρηθεί στη διεύθυνση λόγω πληγωμένης ματαιοδοξίας, οπότε η κοπέλα απολύθηκε.

Σύμφωνα με τον επιθεωρητή, η Εύα Σμιθ είχε αλλάξει τότε το όνομά της σε Νταίζη Ρέντον. Ο Τζέραλντ ξαφνιάζεται και παραδέχεται ότι γνώρισε μια γυναίκα με αυτό το όνομα σε ένα μπαρ, όπου η Σμιθ είχε καταφύγει στην πορνεία για να ζήσει, και ομολογεί ότι είχε μια σύντομη σχέση μαζί της το περασμένο καλοκαίρι. Ο Γκουλ αποκαλύπτει στην οικογένεια αυτό που ο Τζέραλντ αποσιώπησε, ότι δηλαδή η κοπέλα τον είχε ερωτευτεί σε σημείο που ράγισε την καρδιά της όταν ο άντρας την εγκατέλειψε. Η είδηση πληγώνει τη Σίλα, που του επιστρέφει το δαχτυλίδι των αρραβώνων. Ο Τζέραλντ φεύγει από το σπίτι.

Στη συνέχεια, ο επιθεωρητής εξηγεί ότι η Νταίζη Ρέντον είχε καταφύγει σε μια φιλανθρωπική οργάνωση γυναικών ζητώντας οικονομική υποστήριξη: ήταν έγκυος και δεν μπορούσε να εργαστεί. Ωστόσο, η κυρία Μπέρλινγκ, ως πρόεδρος αυτής της οργάνωσης, αρνήθηκε να της δώσει οποιαδήποτε βοήθεια και την παρέπεμψε στον πατέρα του παιδιού της, ο οποίος, κατά τη γνώμη της, έπρεπε να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για τις πράξεις του. Εκείνη τη στιγμή, ο μεθυσμένος Έρικ Μπέρλινγκ επιστρέφει στο δωμάτιο και ανακρίνεται αμέσως από τον Γκουλ, όπου αποδεικνύεται ότι αυτός είναι ο εν λόγω πατέρας του παιδιού και ότι έδωσε επίσης στην κοπέλα χρήματα που είχε κλέψει από το γραφείο του πατέρα του.[6]

Αφού όλοι ήρθαν αντιμέτωποι με την ευθύνη τους στη μοίρα της Εύα Σμιθ, ο Γκουλ φεύγει, έχοντας καταδείξει ότι ο καθένας τους συνέβαλε στο να ωθήσει την Εύα στην αυτοκτονία με τη δική του απροσεξία ή σκληρότητα και τους υπενθυμίζει ότι οι πράξεις του καθενός έχουν επιπτώσεις και συνέπειες στους άλλους. Τους προειδοποιεί επίσης δηλώνοντας ότι «αν οι άνθρωποι δεν μάθουν αυτό το μάθημα, τότε θα το διδαχθούν με φωτιά, αίμα και αγωνία», μια έκκληση για μεγαλύτερη κοινωνική ευθύνη που συμπυκνώνει το «δίδαγμα» του έργου.

Καθώς η οικογένεια αναπολεί τα δραματικά γεγονότα, αρχίζουν να αναρωτιούνται αν ο Γκουλ ήταν πραγματικός επιθεωρητής. Ο Τζέραλντ επιστρέφει και τους αποκαλύπτει ότι μόλις μίλησε με έναν φίλο του αστυνομικό και ότι δεν υπάρχει κανένας επιθεωρητής της αστυνομίας ονόματι Γκουλ. Για να το επιβεβαιώσει, ο Μπέρλινγκ τηλεφωνεί στο αστυνομικό τμήμα και πληροφορείται ότι το όνομα είναι άγνωστο και ακόμη ότι δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αυτοκτονίας τον τελευταίο μήνα. Η οικογένεια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Γκουλ προφανώς παρίστανε τον αστυνομικό και είχε συμπυκνώσει άσχετα γεγονότα σε ένα πλασματικό άτομο, θεωρούν ότι έπεσαν θύματα φάρσας.

Ο Τζέραλντ και οι γονείς Μπέρλινγκ αισθάνονται ανακουφισμένοι όταν διαπιστώνουν ότι τίποτε δεν έχει συμβεί και επομένως κανείς δεν φταίει με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, ο Έρικ και η Σίλα το αμφισβητούν και σκέφτονται τις ενοχές τους: το ότι δεν συνέβη τίποτε δεν αλλάζει τις πράξεις τους και το γεγονός και μόνο ότι θα μπορούσε να συμβεί όπως το παρουσίασε ο Γκουλ είναι αρκετός λόγος για να σκεφτούν κριτικά τη συμπεριφορά τους, συνειδητοποιούν τα λάθη τους και ορκίζονται να αλλάξουν.

Καθώς συζητούν, χτυπά το τηλέφωνο και ο κύριος Μπέρλινγκ απαντά στην κλήση: Είναι από το αστυνομικό τμήμα και του εξηγούν ότι μια νεαρή γυναίκα μόλις αυτοκτόνησε και ένας επιθεωρητής είναι καθ' οδόν για να τους κάνει μερικές ερωτήσεις. Το έργο τελειώνει με την έκπληκτη έκφραση του Μπέρλινγκ μόλις άκουσε αυτή την είδηση.

Η ταυτότητα του επιθεωρητή παραμένει ανεξήγητη, αλλά είναι σαφές ότι οι ομολογίες της οικογένειας κατά τη διάρκεια της βραδιάς ήταν όλες αληθινές και ότι σύντομα θα υποστούν τις επιπτώσεις του σκανδάλου.[7]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επιθεωρητής έρχεται έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση αρκετές φορές, όπως:

  • 1954: βρετανική ταινία σε σκηνοθεσία Γκάι Χάμιλτον.
  • 1982: βρετανική τηλεοπτική ταινία σε σκηνοθεσία Μάικλ Σίμπσον.
  • 1983: ελβετική τηλεοπτική ταινία σε σκηνοθεσία Μπρούνο Κάσπαρ.
  • 2015: βρετανική τηλεοπτική ταινία σε σκηνοθεσία της Έιλινγκ Γουόλς. [8]
  • 2015: ιαπωνική ταινία σε σκηνοθεσία Ρέιμοντ Γουόνγκ και Χέρμαν Γιάου
  • 2018: βρετανική ταινία του 2018, σε σκηνοθεσία Τζέισον Φάρις

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο επιθεωρητής έρχεται, μτφ. Μυρτώ-Ζωή Ρηγοπούλου, εκδόσεις Γκοβόστης [9]
  • Ο επιθεωρητής έρχεται, θεατρική παράσταση στα ελληνικά.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]