Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άδεια οδήγησης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δείγμα διπλώματος οδήγησης στην Ελλάδα από το 2013

Η άδεια οδήγησης, στην καθομιλουμένη δίπλωμα οδήγησης, αποτελεί νόμιμη εξουσιοδότηση και το επίσημο έγγραφο που καθιστά ένα φυσικό πρόσωπο ικανό να χειρίζεται έναν ή περισσότερους τύπους μηχανοκίνητων οχημάτων —όπως μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα, φορτηγά ή λεωφορεία κλπ. Τέτοιες άδειες είναι συχνά πλαστικές και έχουν μέγεθος πιστωτικής κάρτας.

Στις περισσότερες διεθνείς συμφωνίες, χρησιμοποιείται η διατύπωση «άδεια οδήγησης», για παράδειγμα στη Σύμβαση της Βιέννης για την οδική κυκλοφορία. Στα Αυστραλιανά Αγγλικά, στα Καναδικά Αγγλικά, στα Αγγλικά της Νέας Ζηλανδίας και στα Αμερικάνικα Αγγλικά, χρησιμοποιούνται οι όροι «άδεια οδηγού» ή «άδεια οδήγησης»,[1] ενώ στα βρετανικά αγγλικά και σε πολλές πρώην βρετανικές αποικίες ο όρος είναι «άδεια οδήγησης».

Οι νόμοι που σχετίζονται με την αδειοδότηση οδηγών διαφέρουν μεταξύ των δικαιοδοσιών. Σε ορισμένες δικαιοδοσίες, μια άδεια εκδίδεται αφού έχει περάσει τις εξετάσεις οδήγησης ο υποψήφιος οδηγός.

Σε αρκετές χώρες, θεωρείται ισάξιο έγγραφο ταυτοποίησης μαζί με την αστυνομική ταυτότητα.

  1. Western Australia and South Australia cards have driver's licence, while cards from New South Wales, Victoria, Queensland, Tasmania, Australian Capital Territory, Northern Territory and New Zealand have driver licence.