Ευρεσιτεχνία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πατέντα)

Η ευρεσιτεχνία (αγγλ. patent), ή αλλιώς πατέντα, είναι ένα αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης που δίνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα στον εφευρέτη (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μιας νέας μεθόδου ή διαδικασίας, ουσίας ή μηχανισμού. Το αποκλειστικό αυτό δικαίωμα χορηγείται για 20 έτη (17 έτη στην Ελλάδα) από την υποβολή της αίτησης και απαγορεύει σε άλλους να χρησιμοποιούν την κατοχυρωμένη μέθοδο, ουσία ή μηχανισμό χωρίς την άδεια του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορούν να κατοχυρωθούν όχι μόνο εφευρέσεις, αλλά και ανακαλύψεις, εφόσον οι ιδιότητες τις οποίες ζητά να κατοχυρώσει ο εφευρέτης δεν ήταν γνωστές από πριν.

Λόγοι ύπαρξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο είναι οι κύριοι λόγοι θέσπισης του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας. Ο ένας είναι η παροχή κινήτρου στα άτομα και στις επιχειρήσεις να επιδίδονται σε έρευνα και να αναπτύσσουν καινούργια προϊόντα, η προώθηση με άλλα λόγια της καινοτομίας. Η προσδοκία κερδοφόρας εκμετάλλευσης του αποκλειστικού δικαιώματος ενθαρρύνει τα άτομα και τις επιχειρήσεις να στρέφουν τη δραστηριότητά τους σε καινοτόμα προϊόντα, από τα οποία θα έχει αργότερα όφελος το κοινωνικό σύνολο. Με αυτόν τον τρόπο προωθείται η δυναμική αποτελεσματικότητα (dynamic efficiency). Ο δεύτερος λόγος είναι η δημοσιοποίηση των καινοτομιών. Αν δεν υπήρχε το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας, οι εφευρέτες θα προσπαθούσαν να κρατήσουν τις εφευρέσεις τους κρυφές για να μην τις αντιγράψουν οι ανταγωνιστές. Προϋπόθεση για την απονομή του διπλώματος είναι η αποκάλυψη και λεπτομερής περιγραφή της εφεύρεσης. Έτσι έχουμε μια ανταλλαγή (trade off) μεταξύ εφευρέτη και κοινωνικού συνόλου: ο εφευρέτης αποκαλύπτει την καινοτομία του και η πολιτεία του παρέχει το δικαίωμα να την εκμεταλλεύεται αποκλειστικά για τα επόμενα 20 χρόνια.

Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας είναι ο τίτλος προστασίας που χορηγείται στον εφευρέτη ή δικαιούχο μιας εφεύρεσης για επινοήματα νέα, που εμπεριέχουν εφευρετική δραστηριότητα και είναι επιδεκτικά βιομηχανικής εφαρμογής. Τα επινοήματα αυτά μπορούν να είναι προϊόντα, μέθοδοι παραγωγής προϊόντος ή βιομηχανικές εφαρμογές.

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εθνικά Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Εθνικό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας εκδίδεται κατόπιν σχετικής αίτησης σε μία χώρα και παρέχει προστασία μόνο στη χώρα αυτή. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα η αίτηση υποβάλλεται στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ).

Ευρωπαϊκά Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας εκδίδεται κατόπιν σχετικής αίτησης στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (EPO) και μπορεί να ισχύσει στα 37 ευρωπαϊκά κράτη που έχουν κυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (European Patent Convention - EPC, Μόναχο 1973), καθώς επίσης και σε Βοσνία Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Σερβία, που έχουν συνάψει συμφωνία επέκτασης προστασίας με το EPO, εάν ο καταθέτης τα προσδιορίσει. Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της κατοχύρωσης απαιτείται επίσης κατάθεση αντίστοιχης μετάφρασης του κειμένου της ευρεσιτεχνίας σε κάθε επιλεγμένη χώρα.

Τεχνικός χαρακτήρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη είναι ο τεχνικός χαρακτήρας της εφεύρεσης. Με τον όρο αυτό εννοείται ότι η εφεύρεση θα πρέπει να δίνει λύση σε ένα συγκεκριμένο τεχνικό πρόβλημα. Δεν έχουν τεχνικό χαρακτήρα εφευρέσεις που αφορούν επιχειρηματικές μεθόδους (business methods) ή μαθηματικές θεωρίες. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που αμφισβητείται η δυνατότητα κατοχύρωσης λογισμικού στην Ευρώπη (από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας) με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, επειδή πολλές φορές δε δίνουν λύση σε τεχνικά αλλά μόνο σε μαθηματικά ή οικονομικά ή επιχειρηματικά προβλήματα[1]. Νεώτερες αποφάσεις όμως του Συμβουλίου Προσφυγών του Ευρωπαϊκού Γραφείου Ευρεσιτεχνιών τείνουν να ερμηνεύουν την προϋπόθεση του τεχνικού χαρακτήρα ευρύτερα, δεχόμενες ότι μια μέθοδος που χρησιμοποιεί τεχνικά μέσα (Η/Υ) ή που συνδυάζει τεχνικά και μη τεχνικά χαρακτηριστικά έχει τεχνικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου είναι εφεύρεση με την έννοια της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας[2][3].

Στις ΗΠΑ, αντίθετα, κριτήριο δεν είναι ο τεχνικός χαρακτήρας, αλλά η χρησιμότητα (usefulness). Τα τελευταία χρόνια ο όρος ερμηνεύεται όλο και ευρύτερα, με αποτέλεσμα να κατοχυρώνονται και επιχειρηματικές μέθοδοι, λογισμικό, ακόμη και τεχνικές στον αθλητισμό (sports patents).

Νέο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια εφεύρεση για να κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας θα πρέπει να είναι καινούργια.

Έννοια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καινοτομικό της εφεύρεσης (novelty, Neuheit) κρίνεται με βάση την τελευταία στάθμη της τεχνολογίας (state of the art, Stand der Technik) τη στιγμή της υποβολής της αίτησης. Ως στάθμη της τεχνολογίας λογίζεται ό,τι είναι γνωστό στο κοινό, μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή. Μια εφεύρεση μπορεί να γίνει γνωστή στο κοινό μέσω επιστημονικών δημοσιεύσεων σε περιοδικά, μέσω περιγραφής της σε βιβλία ή μέσω χρήσης της. Έτσι μια καινούργια εφεύρεση, την οποία δημοσιεύει ο ίδιος ο εφευρέτης και κατόπιν επιχειρεί να την κατοχυρώσει, δεν είναι πλέον κατά το δίκαιο της ευρεσιτεχνίας καινούργια, γιατί πριν την υποβολή της αίτησης έχει γίνει προσιτή στο κοινό.

Για να μην είναι καινούργια μια εφεύρεση θα πρέπει να είναι γνωστή ολόκληρη ως σύνολο στο κοινό. Αν η εφεύρεση περιγράφεται π.χ. τμηματικά σε περισσότερες δημοσιεύσεις ή προκύπτει από το συνδυασμό περισσότερων επιστημονικών άρθρων, για το νόμο παραμένει καινούργια, γιατί δεν έχει περιγραφεί ποτέ ολόκληρη ως τέτοια. Για να εξετάσουμε το καινουργές μιας εφεύρεσης συγκρίνουμε μεμονωμένες δημοσιεύσεις ή γνωστές εφευρέσεις με την υπό κρίση εφεύρεση και ποτέ συνδυαστικά (comparison in isolation). Αν για παράδειγμα μια δημοσίευση περιγράφει ότι η χημική ένωση Α-Β έχει την Ψ ιδιότητα και από μια άλλη δημοσίευση ή από την πράξη είναι γνωστό ότι τα στοιχεία Β και Γ έχουν τις ίδιες ιδιότητες και μπορούν να αντικαθίστανται ελεύθερα, η εφεύρεση της ένωσης Α-Γ με την παραπάνω Ψ ιδιότητα παραμένει καινούργια, γιατί η ένωση Α-Γ με την Ψ ιδιότητα δεν έχει περιγραφεί ως τώρα σε κάποια δημοσίευση. Ο λόγος της αυστηρής αυτής διάκρισης είναι ότι και ο συνδυασμός ήδη γνωστών στοιχείων μπορεί να είναι καινοτόμος και να αξίζει να προστατευθεί. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ο κάθε συνδυασμός προστατεύεται, αλλά αυτό εξετάζεται σε επόμενο βήμα.

Περίοδος χάριτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γεγονός ότι και η δημοσίευση από τον ίδιο τον εφευρέτη στερεί το χαρακτήρα του νέου από μια εφεύρεση δημιουργεί και κάποια προβλήματα. Ο εφευρέτης πολλές φορές δεν ξέρει αν η εφεύρεσή του αξίζει να κατοχυρωθεί (καθώς η κατοχύρωση είναι ακριβή διαδικασία) και θα προτιμούσε να τη δοκιμάσει πρώτα στην πράξη. Επίσης, όταν η έρευνα γίνεται από μικτή ομάδα ακαδημαϊκών ερευνητών και επιχειρήσεων, δημιουργούνται αντικρουόμενα συμφέροντα: οι ακαδημαϊκοί θέλουν να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί οι δημοσιεύσεις είναι το κύριο στοιχείο αναγνώρισης στην επιστημονική κοινότητα, ενώ οι επιχειρήσεις θέλουν να κρατήσουν την εφεύρεση μυστική μέχρι να την τελειοποιήσουν και να υποβάλουν αίτηση για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

Για να μειωθούν αυτά τα προβλήματα αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ, προβλέπουν μια "περίοδο χάριτος" (grace period), συνήθως ενός έτους. Η αποκάλυψη της εφεύρεσης από τον ίδιο τον εφευρέτη δε βλάπτει το καινουργές της εφεύρεσης, αν εντός ενός έτους από την αποκάλυψη υποβληθεί από τον ίδιο αίτηση για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Το αρνητικό αυτής της περιόδου χάριτος είναι ότι τελικά ήδη γνωστές (και σε ταχύτατα εξελισσόμενους τομείς πλέον παλιές) εφευρέσεις κατοχυρώνονται ως καινούργιες. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας δεν προβλέπουν τέτοια περίοδο χάριτος.

Εφευρετική δραστηριότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επόμενη προϋπόθεση για την κατοχύρωση μιας εφεύρεσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι αυτή να εμπεριέχει εφευρετική δραστηριότητα ("εφευρετικό βήμα") ή να μην είναι προφανής (inventive step/non-obviousness, erfinderischer Schritt/nicht naheliegend). Μια εφεύρεση έχει εφευρετικό βήμα όταν δεν είναι προφανής στο μέσο εξειδικευμένο επιστήμονα ή τεχνικό του οικείου τομέα. Έτσι η παραπάνω εφεύρεση της χημικής ένωσης Α-Γ με την Ψ ιδιότητα μπορεί να είναι καινούργια, γιατί ως τέτοια δεν έχει περιγραφεί ακόμη, είναι όμως προφανής στο μέσο ειδικό, γιατί έχει περιγραφεί στη σχετική βιβλιογραφία η ένωση Α-Β με την ίδια ιδιότητα και είναι γνωστό ότι τα στοιχεία Β και Γ έχουν τις ίδιες ιδιότητες και είναι ελεύθερα ανταλλάξιμα μεταξύ τους. Η εξέταση του προφανούς μιας εφεύρεσης γίνεται αντίθετα με την εξέταση του καινουργούς συνδυαστικά, λαμβάνοντας δηλαδή υπ’ όψιν όλη τη σχετική στάθμη της τεχνικής ως σύνολο. Κριτήριο είναι αν ο μέσος ειδικός στον οικείο τομέα θα μπορούσε να συλλάβει την ίδια ιδέα και αν θα την πραγματοποιούσε (could-would-test). Το αν θα μπορούσε (could) αναφέρεται στο μέγεθος του εφευρετικού βήματος, αν η καινοτομία είναι μεγάλη ή μικρή. Το αν θα την πραγματοποιούσε (would) αναφέρεται στην ύπαρξη ιδιαίτερων λόγων για τους οποίους ενδεχομένως έναν εκ των υστέρων προφανή συνδυασμό δεν τον έχει εφαρμόσει ως τώρα κανείς. Αν π.χ. όλοι γνωρίζουν την ένωση Α-Β και το υπαλλάξιμο Β-Γ, ο μέσος ειδικός θα μπορούσε (could) να σκεφθεί την ίδια εφεύρεση. Μπορεί όμως να υπάρχει στη σχετική βιβλιογραφία μια «προκατάληψη» που να θεωρεί την ένωση Α-Γ αδύνατη για κάποιο λόγο, και έτσι να μην την έχει εφαρμόσει ίως τώρα κανείς. Τότε μπορούμε να πούμε ότι ο μέσος ειδικός δε θα πραγματοποιούσε την εφεύρεση, παρ’ όλο που θα μπορούσε (could but wouldn’t), οπότε υπάρχει εφευρετικό βήμα και η εφεύρεση Α-Γ μπορεί να κατοχυρωθεί.

Περιγραφή της εφεύρεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω προϋπόθεση για την απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι η περιγραφή της εφεύρεσης στην αίτηση για τη χορήγηση του διπλώματος. Η προϋπόθεση αυτή είναι σημαντική, γιατί αποτελεί τον ένα από τους δύο βασικούς λόγους ύπαρξης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τη δημοσιοποίηση της γνώσης. Έτσι η περιγραφή πρέπει να είναι ακριβής και να επιτρέπει στο μέσο ειδικό του οικείου τομέα να εφαρμόσει την τεχνική λύση μόνος του. Αν η περιγραφή της εφεύρεσης (disclosure, Offenbarung) δεν είναι επαρκής ή δεν επιτρέπει σε τρίτους (του οικείου επιστημονικού τομέα πάντα) να ανακατασκευάσουν την ουσία ή να εφαρμόσουν τη μέθοδο, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να κριθεί και εκ των υστέρων μετά τη χορήγησή του άκυρο.

Μαζί με την περιγραφή οφείλει ο εφευρέτης να υποβάλει και τις «αξιώσεις» (claims, Ansprüche) του, τι ακριβώς δηλαδή ζητά να κατοχυρώσει. Πρόκειται για το πιο δύσκολο σημείο στην αίτηση, γιατί αυτό ορίζει και το εύρος της ευρεσιτεχνίας του. Πολλές φορές οι αξιώσεις περιλαμβάνουν αμφίσημες ή δυσνόητες διατυπώσεις που καλούνται να ερμηνεύσουν τα δικαστήρια. Η ερμηνεία των αξιώσεων (claim interpretation, Auslegung der Ansprüche) έχει αποκτήσει στη Νομολογία ιδιαίτερους κανόνες, οι οποίοι εξειδικεύουν την αρχή ότι οφείλει να αναζητηθεί το αληθές νόημα των αξιώσεων όπως τις εννοούσε ο εφευρέτης, λαμβανομένων υπ' όψιν και της περιγραφής και τυχόν σχεδίων, οτιδήποτε δηλαδή μπορεί να φωτίσει την αληθή βούληση του εφευρέτη. Στις περισσότερες χώρες και στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας απαιτείται για τη σύνταξη και κατάθεση της αίτησης για χορήγηση Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας η συνδρομή ειδικού τεχνικού συμβούλου (patent attorney, Patentanwalt), ο οποίος προσπαθεί να διατυπώσει τις αξιώσεις με τον ορθότερο δυνατό τρόπο έχοντας ειδική εκπαίδευση. Ο θεσμός αυτός δεν υπάρχει στην Ελλάδα.

Καταβολή τελών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι και η καταβολή των αντίστοιχων τελών. Όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται, τα τέλη αυτά είναι σημαντικά και πολλές φορές καθορίζουν αν ένας εφευρέτης θα κατοχυρώσει την εφεύρεσή του ή όχι. Σε συνδυασμό με την αμοιβή του patent attorney καθιστούν τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας μια δαπανηρή διαδικασία, η οποία λαμβάνει έτσι το χαρακτήρα επένδυσης. Πολλοί μικροί εφευρέτες, μην έχοντας τα χρήματα αυτά, προτιμούν να εκχωρήσουν την εφεύρεσή τους έναντι αμοιβής σε μεγαλύτερες εταιρίες, οι οποίες την αγοράζουν με την προσδοκία ότι η εισαγωγή της στην αγορά θα αποφέρει πολλαπλάσιο κέρδος.

Διαδικασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας δε γίνεται αυτοδικαίως σε κάθε καινούργια εφεύρεση (όπως π.χ. το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας), αλλά απαιτεί την υποβολή αίτησης από τον εφευρέτη στην αρμόδια κρατική υπηρεσία που χορηγεί τα διπλώματα. Το αρμόδιο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών (patent office, Patentamt) οφείλει να εξετάσει αν η εφεύρεση πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Υπάλληλοί του (patent examiners, Patentprüfer) διενεργούν στην πράξη έρευνα σε διεθνείς βάσεις δεδομένων, οι οποίες περιέχουν τη «στάθμη της τεχνικής» και εξετάζουν αν η εφεύρεση είναι όντως νέα, με εφευρετική δραστηριότητα κι αν περιγράφεται (αποκαλύπτεται) όπως πρέπει στην αίτηση. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου χορηγούν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στον εφευρέτη. Τρίτοι (συνήθως ανταγωνιστές) έχουν δικαίωμα να προσβάλουν την απόφαση του Γραφείου. Η απόφαση του Γραφείου δε δεσμεύει τα δικαστήρια, τα οποία σε σχετικές δίκες μπορούν, αν προσβληθεί ένσταση ακυρότητας της ευρεσιτεχνίας, να επανεξετάσουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου.

Έκταση προστασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποκλειστικό δικαίωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας χορηγεί στον κάτοχό του το αποκλειστικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται την περιγραφόμενη σε αυτό εφεύρεση για 20 χρόνια. Σε αντίθεση με την πνευματική ιδιοκτησία, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν προστατεύει μόνο την υλική αποτύπωση της ιδέας, αλλά και την ίδια την ιδέα. Η προστασία είναι με άλλα λόγια πολύ ευρύτερη. Προστατεύεται η συγκεκριμένη μέθοδος επίλυσης του τεχνικού προβλήματος ή η συγκεκριμένη ουσία από οποιαδήποτε εμπορική χρήση χωρίς άδεια. Η προστασία αυτή μάλιστα επεκτείνεται και με βάση τη θεωρία των ισοδυνάμων λύσεων (doctrine of equivalents, Äquivalenzlehre): δεν επιτρέπεται ούτε η χρήση παραπλήσιων ισοδυνάμων με την εφεύρεση μεθόδων ή ουσιών. Αν το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με τον ίδιο στην ουσία τρόπο, απλά με μια μικρή μη ουσιώδη παραλλαγή, το αποτέλεσμα αυτό θεωρείται ότι είναι ισοδύναμο και ότι προσβάλλει το αποκλειστικό δικαίωμα του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

Επειδή προστατεύεται η ιδέα και όχι μόνο η αποτύπωση, το δικαίωμα στην ευρεσιτεχνία προσβάλλεται και από κάθε ανεξάρτητη εφεύρεση της ίδιας λύσης ακόμη και χωρίς γνώση της κατοχυρωμένης εφεύρεσης. Αν κάποιος εφεύρει κατά τύχη την ίδια μέθοδο, ανεξάρτητα από τον κάτοχο του διπλώματος, πάλι δεν επιτρέπεται να τη χρησιμοποιήσει χωρίς άδεια του κατόχου του διπλώματος. Μια διαφορα ανάμεσα στις νομοθεσίες υπάρχει στην περίπτωση που η ίδια εφεύρεση είχε γίνει από άλλον πριν την κατοχύρωσή της από τον τωρινό κάτοχο του διπλώματος. Στις ΗΠΑ ισχύει το σύστημα first to invent : αν αποδειχθεί ότι ο άλλος εφευρέτης την είχε εφεύρει νωρίτερα, μπορεί να διεκδικήσει αυτός το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Στην Ευρώπη ισχύει το σύστημα first to file: πάντα προστατεύεται ο πρώτος που κατέθεσε αίτηση για χορήγηση διπλώματος, ακόμη κι αν άλλος εφευρέτης είχε εφεύρει το ίδιο νωρίτερα. Αλλά από 16-3-2013 ισχύει και στις ΗΠΑ το σύστημα «first to file».

Αρχή της εδαφικότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως και στα περισσότερα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, έτσι και στην ευρεσιτεχνία ισχύει η αρχή της εδαφικότητας: το δικαίωμα ισχύει μόνο εντός του κράτους, το οποίο το χορήγησε. Ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που έχει χορηγηθεί π.χ. από το US Patent & Trademark Office δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα. Ο αμερικανός εφευρέτης θα πρέπει να υποβάλει αίτηση και στο αρμόδιο ελληνικό γραφείο (Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας ή Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας). Επειδή όμως η χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποτελεί και δημοσίευσή της, έχουμε το παράδοξο η απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε μια χώρα να καταστρέφει το καινουργές της εφεύρεσης στις υπόλοιπες. Για την άρση αυτού του παραδόξου προβλέπεται στη Σύμβαση των Παρισίων για τη Βιομηχανική Ιδιοκτησία το δικαίωμα προτεραιότητας (priority, Priorität): η κατάθεση αίτησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε ένα κράτος-μέλος της Σύμβασης δημιουργεί δικαίωμα προτεραιότητας επί ένα έτος για την κατάθεση της ίδιας αίτησης από το ίδιο πρόσωπο σε άλλα κράτη-μέλη. Στις μεταγενέστερες αιτήσεις κρίσιμη ημερομηνία για τη σύγκριση με τη στάθμη της τεχνικής θα είναι η ημερομηνία της πρώτης υποβολής. Παρόμοια ρύθμιση με μεγαλύτερη διάρκεια προβλέπεται και στη Συνθήκη Συνεργασίας για τα Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας (Patent Cooperation Treaty-PCT), η οποία διευκολύνει την κατάθεση αίτησης για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε περισσότερα του ενός κράτη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Απόφαση T-0931/95 του Συμβουλίου Προσφυγών της 8/9/2000, "Pension Benefit Systems Partnership" (pdf)» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 26 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2006. 
  2. «Απόφαση Τ-641/00 του Συμβουλίου Προσφυγών της 26/9/2002, "Two Identities/COMVIK" (pdf)» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 29 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2006. 
  3. «Απόφαση Τ-258/03 του Συμβουλίου Προσφυγών της 21/4/2004, "Auction Method/Hitachi" (pdf)» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2006. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μαργαρίτης Προέδρου: «Οι ευρεσιτεχνίες στην Ευρώπη και στην Ελλάδα: Κίνητρο για την ανάπτυξη και την Οικονομία», Περισκόπιο της Επιστήμης, τεύχος 216 (Απρίλιος 1998), σσ. 50-60

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]