Πολιτιστική Επανάσταση
Η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση ή απλούστερα Πολιτιστική Επανάσταση (文化大革命) ήταν μια κοινωνικο-πολιτική κίνηση που έλαβε χώρα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας από το 1966 έως το 1976. Την άρχισε ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας Μάο Τσετούνγκ, με στόχο να ενδυναμώσει τον κομμουνισμό στη χώρα με την άρση του καπιταλισμού, παραδοσιακών και πολιτιστικών στοιχείων την κινεζικής κοινωνίας και την επιβολή του Μαοϊσμού μέσα στο Κόμμα. Η επανάσταση σηματοδότησε την επιστροφή του Μάο Τσετούνγκ σε θέση εξουσίας μετά το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός.[1]
Η επανάσταση ξεκίνησε το Μάιο του 1966. Ο Μάο ισχυρίστηκε ότι αστικά στοιχεία διείσδυσαν στην κυβέρνηση και την κοινωνία γενικότερα, με σκοπό την επαναφορά του καπιταλισμού. Επέμεινε ότι αυτοί οι «αναθεωρητές» πρέπει να απομακρυνθούν μέσω μιας βίαιης ταξικής πάλης. Η νεολαία της Κίνας απάντησε στην έκκληση του Μάο σχηματίζοντας ομάδες ερυθροφρουρών σε όλη τη χώρα. Το κίνημα εξαπλώθηκε στο στρατό, τους εργαζόμενους στις πόλεις και την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό οδήγησε σε μεγάλες διαμάχες σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στην κορυφή της ηγεσίας, οδήγησε σε μια μαζική εκκαθάριση των ανωτέρων υπαλλήλων οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί για τη λήψη ενός «καπιταλιστικού δρόμου», κυρίως του Λιου Σάο Σι και του Τενγκ Σιαοπίνγκ.
Ο Μάο κήρυξε επισήμως ότι η Πολιτιστική Επανάσταση τελείωσε το 1969, αλλά η ενεργή φάση του κράτησε μέχρι το θάνατο του στρατιωτικού ηγέτη Λιν Πιάο το 1971. Η πολιτική αστάθεια μεταξύ του 1971 και της σύλληψης της Συμμορίας των Τεσσάρων το 1976 θεωρείται σήμερα ευρέως ως μέρος της Επανάστασης. Μετά το θάνατο του Μάο το 1976, μεταρρυθμιστές με επικεφαλής τον Τενγκ Σιαοπίνγκ απέκτησαν εξέχουσα θέση. Οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που συνδέθηκαν με τη μαοϊκή Πολιτιστική Επανάσταση είχαν εγκαταλειφθεί μέχρι το 1978.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 18 Απριλίου του 1966 ένα ασυνήθιστο άρθρο εμφανίστηκε στην Ημερησία του Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας: απαιτούσε την έναρξη μιας "Πολιτιστικής Επανάστασης". Οι Δυτικοί, που είχαν ήδη διαπιστώσει έντονα σημάδια πολιτικής διαπάλης στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι σήμαινε αυτό. Άλλωστε από τον Οκτώβριο του 1965, έπειτα από συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. Κίνας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι θέσεις του Μάο Τσετούνγκ απορρίφθηκαν, ο Κινέζος ηγέτης είχε καταγγείλει ότι "Η Κεντρική Επιτροπή παραδόθηκε στον ρεβιζιονισμό", εγκατέλειψε το Πεκίνο, όπου ο κομματικός μηχανισμός ήταν υπό τον έλεγχο των αντιπάλων του, και εγκαταστάθηκε στη Σαγκάη. Από εκεί, ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις του και σφυρηλατώντας τη συμμαχία του με τον υπουργό Άμυνας στρατάρχη Λιν Πιάο, εξαπέλυσε και την πρώτη φραστική μετωπική του επίθεση εναντίον της κομματικής ηγεσίας της πρωτεύουσας, το Νοέμβριο του 1965.
Από τη Σαγκάη ο Μάο προετοίμασε τη "Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση". Στις 4 Μαΐου του 1966 συγκεντρώθηκαν στο Πεκίνο τα κορυφαία στελέχη του Κ.Κ. Κίνας για να πάρουν μέρος σε "διευρυμένη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου" του κόμματος. Ο Μάο, η σύζυγός του Τσιανγκ Σινγκ και ο Λιν Πιάο μορφοποίησαν τους ιδεολογικοπολιτικούς στόχους της "Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης". Η καθοριστικής σημασίας συνεδρίαση διήρκεσε, με διαλείμματα, σχεδόν ως τα τέλη Μαΐου και η λήξη της ταυτίστηκε με την έναρξη κύματος εσωκομματικών εκκαθαρίσεων.
Στην εξαπόλυση της Πολιτιστικής Επανάστασης ο Μάο ήταν αποφασισμένος να στηριχτεί στη νεολαία και στο στρατό, χρησιμοποιώντας τους ως μοχλούς για να δημιουργήσει ένα τεράστιο κίνημα μαζών υπό την ηγεσία του. Στις 7 Μαΐου εκχωρήθηκαν στο στρατό ευρύτατες αρμοδιότητες σε θέματα κουλτούρας και εκπαίδευσης, καθώς αυτός αναγορεύτηκε σε "μεγάλο σχολείο του λαού".
Οι θρυλικοί "ερυθροφρουροί" -όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην επαναστατημένη Ρωσία το 1917 για να χαρακτηρίσει το ένοπλο προλεταριάτο που συμμετείχε στη Ρωσική Επανάσταση- εμφανίστηκαν στην Κίνα σε ένα γυμνάσιο του Πεκίνου, στα τέλη της άνοιξης.
Στις 28 Μαΐου του 1966 ο Μάο πέτυχε να επιβάλει την ίδρυση της "Ομάδας για την Πολιτιστική Επανάσταση παρά τη Κεντρική Επιτροπή", η οποία ομάδα κατέλυε ντε φάκτο τόσο την Κεντρική Επιτροπή όσο και το Πολιτικό Γραφείο του Κ.Κ. Κίνας, μεταβάλλοντας έτσι ριζικά τους εσωκομματικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Ενισχυμένος από την εξέλιξη αυτή, ο Μάο προχώρησε αμέσως στην επίθεση, έχοντας εξασφαλίσει την απρόθυμη συμμαχία και του πολύ μετριοπαθέστερου πρωθυπουργού Τσου Εν Λάι. Στις 3 Ιουνίου, ο πρώτος γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του Πεκίνου και δήμαρχος της πρωτεύουσας, Πενγκ Τσεν, και ολόκληρη η ηγεσία της καθαιρούνται και "ομάδες εργασίας" του κόμματος στέλνονται στις επαρχίες, με εντολή να εκκαθαρίσουν τις κατά τόπους κομματικές ηγεσίες, τον Τύπο και τα πανεπιστήμια από τους "ρεβιζιονιστές"[2].
Στην είδηση της πτώσης του Πενγκ Τσεν τεράστιες διαδηλώσεις οργανώθηκαν στο Πεκίνο, τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο διακόπηκαν και καθηγητές διαπομπεύτηκαν στους δρόμους φορώντας πινακίδες με την επιγραφή "Είμαι διανοούμενος, εχθρός του κόμματος". Στο σημείο αυτό έκανε και την εμφάνισή του ένα από τα πλέον ορατά σύμβολα της Πολιτιστικής Επανάστασης: η εφημερίδα τοίχου. Οι Κινέζοι, ερυθροφρουροί και μη, ενθαρρύνθηκαν επισήμως να εκφράσουν τις απόψεις τους με την "αφίσα με μεγάλους χαρακτήρες", όπως αποκαλείτο επισήμως. Το αποτέλεσμα ήταν απρόσμενο. Οι εφημερίδες τοίχου εξελίχθηκαν ταχύτατα σε πραγματικό ναό της ελευθερίας έκφρασης καθώς στον ίδιο τοίχο εμφανίζονταν αφίσες υπέρ αλλά και κατά των ιδίων κομματικών στελεχών, ενίοτε δε, μέχρι και κατά του Μάο.
Στις 13 Ιουνίου τα σχολεία έκλεισαν επ' αόριστον για να ενθαρρυνθεί η μαζική προσχώρηση των μαθητών στους ερυθροφρουρούς, οι οποίοι στα μέσα του έτους αποτελούσαν πλέον περίπου το 40% του μαθηματικού και φοιτητικού πληθυσμού. Ο ίδιος ο Μάο πυροδότησε την εξάπλωση των ερυθροφρουρών όταν, στις 18 Αυγούστου, δέχθηκε μία ομάδα και φόρεσε δημοσίως το κόκκινο περιβραχιόνιό τους μπροστά σε ένα πλήθος που πιστεύεται ότι υπερέβαινε το ένα εκατομμύριο. Κύριος ομιλητής δεν ήταν ο ίδιος αλλά ο Λιν Πιάο, ο στενότερος σύμμαχός του και δεύτερος πλέον στην ιεραρχία του κινεζικού καθεστώτος.
Τα μέλη των ερυθροφρουρών προέρχονταν αυστηρά από τις πέντε "αγνές τάξεις" (εργάτες, αγρότες, στρατιώτες, κομματικά στελέχη και "μάρτυρες της επανάστασης") αλλά και από την "αστική τάξη" εφ' όσον αποδείκνυαν ότι την είχαν απαρνηθεί. Εκείνοι που απορρίπτονταν εντάσσονταν στους "επαναστάτες φοιτητές" και έχαιραν των ιδίων προνομίων, αν και δεν μπορούσαν να φέρουν το κόκκινο περιβραχιόνιο.
Σκοπός τους ήταν να πατάξουν τα "τέσσερα παλαιά": τις παλιές ιδέες, τον παλαιό πολιτισμό, τις παλαιές συνήθειες και τις παλαιές παραδόσεις. Στο πλαίσιο αυτό ακριβώς μεγάλη έμφαση δόθηκε στην πλήρη αναδιοργάνωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αν και σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις συνοδεύονταν από το "εν ευθέτω χρόνω". Τα πανεπιστήμια όφειλαν να "αποτινάξουν τον πολιτισμικό ζυγό των αστών διανοουμένων" και να ανοίξουν τις πύλες τους στους "επαναστάτες γιους των εργατών, αγροτών και στρατιωτών". Στις θεωρητικές επιστήμες, κύρια εργαλεία θα ήταν τα έργα του Μάο και κύριο αντικείμενο μελέτης η πάλη των τάξεων. Το κυριότερο δε, η ακαδημαϊκή παιδεία έπρεπε να αναμιχθεί σε ίσες δόσεις με προσωπική εργασία στους αγρούς και τα εργοστάσια. Το τελικό σύνθημα για την ολομέτωπη επέλαση της Πολιτιστικής Επανάστασης δόθηκε στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. Κίνας, η οποία συνήλθε από την 1η ως τις 12 Αυγούστου στο Πεκίνο. Στις 8 Αυγούστου η Κεντρική Επιτροπή υιοθέτησε ένα πρόγραμμα 16 σημείων που πρότεινε ο Μάο για την πραγματοποίηση της Πολιτιστικής Επανάστασης, το οποίο συμπεριλάμβανε και πρόσκληση προς τους σπουδαστές να συμμετάσχουν ενεργά στις επαναστατικές εξελίξεις[3].
Έτσι, αμέσως μετά τη μεγάλη διαδήλωση της 18ης Αυγούστου οι νεαροί ερυθροφρουροί ξεχύθηκαν στους δρόμους του Πεκίνου και όλων των μεγάλων πόλεων με το "Κόκκινο Βιβλιαράκι" ανά χείρας για να ξεριζώσουν "όλα τα έθιμα που είναι αστικά" ή υποθάλπουν τον "σοβιετικό ρεβιζιονισμό" ή τη θρησκεία. Στους κουρείς απαγορεύτηκε να κόβουν τα μαλλιά των πελατών τους κατά τον δυτικό τρόπο και στους καταστηματάρχες να πωλούν δυτικά ρούχα. Όσοι είχαν μακριά μαλλιά υποχρεώνονταν να κουρευτούν και όσοι φορούσαν στενά παντελόνια να τα σκίσουν, ενώ οι γυναίκες που είχαν κάνει περμανάντ υποχρεώθηκαν να ισιώσουν εκ νέου την κόμη τους. Η πώληση οινοπνευματωδών ποτών, ειδών καπνιστού, αρωμάτων και καλλυντικών απαγορεύονταν αυστηρά, όπως αυστηρά απαγορεύτηκαν το μασάζ, το μανικιούρ και το πεντικιούρ. Οι πάσης φύσεως αντίκες (ανήκαν άλλωστε στο φεουδαρχικό παρελθόν) τέθηκαν εκτός νόμου, ενώ τα γραφεία φιλοτελισμού και τα ανθοπωλεία έκλεισαν, καθώς η διακόσμηση των σπιτιών με άνθη και η συλλογή γραμματοσήμων ήταν "αστικές συνήθειες".
Στα βιβλιοπωλεία, τα βιβλία με περιεχόμενο πολιτικό ή λογοτεχνικό παραχώρησαν τη θέση τους στις συλλογές κειμένων του Μάο, ενώ ανακοινώθηκε οτι κάθε έργο που δεν συμβαδίζει με "τη σκέψη του Μάο Τσετούνγκ" θα πρέπει να καεί. Η πώληση έργων τέχνης που δεν απεικόνιζαν τον Μάο απαγορευόταν αυστηρά, τα ταξί, τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και η πρώτη θέση στα τρένα κηρύχθηκαν επίσης καταδικαστέες αστικές συνήθειες, ενώ οι επιβάτες των τρίτροχων ποδήλατων αμαξιδίων, που αποτελούσαν την κλασική κινεζική μέθοδο μετακίνησης, υποχρεώνονταν να παραχωρήσουν τη θέση τους στους οδηγούς και να τους σύρουν οι ίδιοι. Στα φανάρια της τροχαίας, οι κανόνες ανατράπηκαν με το πράσινο να σηματοδοτεί τη στάση και το κόκκινο την κίνηση, ενώ τα νεαρά ζευγάρια που κάθονταν στα πάρκα της πρωτεύουσας καταδιώκονταν όταν "έκαναν πράγματα που καίνε τα μάτια" ή όταν "ξενυχτούν συντάσσοντας ερωτικές επιστολές".
Το επίσημο κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Σιν Χουά (Νέα Κίνα) ανακοίνωσε ότι "οι ξένες κλασικές μορφές τέχνης, όπως το μπαλέτο, η συμφωνική μουσική και η γλυπτική έχουν υποβληθεί σε επαναστατικό μετασχηματισμό".
Ο κινεζικός Τύπος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι "οι ιδέες του Σαίξπηρ εντάσσονται στην ιδεολογία των εκμεταλλευτριών τάξεων και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τη διάδοσή τους". Η Άννα Καρένινα του Λέοντα Τολστόι "έχει ρεβιζιονιστική οπτική". Οι ιδέες του Ονορέ ντε Μπαλζάκ ήταν "γελοίες και λανθασμένες". Η κλασική μουσική "παραλύει την επαναστατική διάθεση", η Ενάτη Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν είναι "διαποτισμένη με αστικό, ανθρωπιστικό έρωτα", ενώ η Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ αποτελούσε προσπάθεια "διάδοσης της λατρείας του σεξ και του ατομικισμού". Το μπαλέτο, τέλος, "δίνει στη νεολαία κακές ιδέες", η δε Ζιζέλ "θεμελιώνεται πλήρως και απόλυτα στην ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης".
Πολύ γρήγορα οι ερυθροφρουροί παρεκτράπηκαν από τον επαναστατικό ζήλο στην επαναστατική βία. Ομάδες εφήβων εισέβαλαν σε ιδιωτικές κατοικίες και πετούσαν στο δρόμο "αστικά" αντικείμενα, όπως κοσμήματα και δυτικού τύπου ρούχα, ενώ πολλοί πολίτες υπέστησαν δημόσιους ξυλοδαρμούς με σχοινιά, άλλοι υποβλήθηκαν σε ξύρισμα του κρανίου τους ή διαπομπεύτηκαν στους δρόμους φορώντας μεγάλα κωνικά καπέλλα και πλακάτ στα οποία κατήγγειλαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Γιατροί και νοσοκόμοι υποχρεώθηκαν να φορέσουν επιγραφές στις οποίες έγραφαν οι ίδιοι "Αντιδραστικός διανοούμενος" και "Σκυλάκι της μπουρζουαζίας". Τα μουσεία αποτελούσαν κατ' εξοχήν στόχο των εφήβων επαναστατών, καθώς φιλοξενούσαν κειμήλια του φεουδαρχικού και αστικού καθεστώτος που εκείνοι σκόπευαν να σβήσουν. Οι επιθέσεις τους ωστόσο δεν είχαν αποτέλεσμα λόγω της φρούρησης των κτιρίων από το στρατό.
Οι ερυθροφρουροί διαδήλωναν νυχθημερόν έξω από την (αυστηρά φυλασσόμενη από στρατό και αστυνομία) σοβιετική πρεσβεία, κρατώντας φωτογραφίες του Μάο και του Ιωσήφ Στάλιν, και μετονόμασαν το δρόμο της πρεσβείας σε "Οδό Πάλης Ενάντια στο Ρεβιζιονισμό". Στις 20 Αυγούστου οι ερυθροφρουροί απαγόρευσαν σε Σοβιετικό διπλωμάτη να βγει από την πρεσβεία, προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο, στο οποίο οι ερυθροφρουροί απάντησαν με ακόμα μαζικότερες διαδηλώσεις. Ταυτόχρονα στράφηκαν κατά κάθε είδους θρησκείας. Στο Πεκίνο και αλλού αναφέρθηκαν το καλοκαίρι του 1966 και οι πρώτες δημόσιες δίκες και εκτελέσεις "αντεπαναστατικών στοιχείων" από τους ερυθροφρουρούς.
Τον Ιανουάριο του 1967, οι ίδιοι καυχιόντουσαν ότι τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1966 εξόρισαν 400.000 "αντιδραστικούς" και "πρώην γαιοκτήμονες" από τις πόλεις, συνέλαβαν 16.000 άτομα και ανακάλυψαν 40 τόννους χρυσού και όπλων. Η Λαϊκή Ημερησία του Πεκίνου επαίνεσε το "προλεταριακό, επαναστατικό και εξεγερτικό" πνεύμα των μαζών και υπογράμμισε: "Δεκάδες χιλιάδες Ερυθροφρουροί άρπαξαν τη σιδερένια σκούπα και μέσα σε λίγες μέρες σάρωσαν πολλά ονόματα, συνήθειες και ήθη που εκπροσωπούν την ιδεολογία της τάξης των εκμεταλλευτών. Αυτό αποτελεί επαναστατική πράξη που καταστρέφει το παλιό και οικοδομεί το καινούργιο".[4]
Στις 3 Νοεμβρίου του 1966 ο Λιν Πιάο περιέγραψε την κατάσταση ως "εκτεταμένη δημοκρατία υπό τη δικτατορία του προλεταριάτου. Το κόμμα επιτρέπει άφοβα στις μάζες να εκφράζουν τις απόψεις τους, να τοιχοκολλούν τις αφίσες τους, να συζητούν σημαντικά ζητήματα δημοσίως καθώς και να κρίνουν και να επιτηρούν τους ηγετικούς θεσμούς του κόμματος και την κυβέρνηση και τους ηγέτες σε όλα τα επίπεδα".
Ταυτόχρονα, εντάθηκε η προσωπολατρία του Μάο, ο οποίος αποκαλείτο πλέον "η μεγαλύτερη μεγαλοφυΐα του καιρού μας" και, για πρώτη φορά, "ο ηγέτης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και των επαναστατών ανταρτών όλου του κόσμου", η δε "σκέψη" του, "η μεγαλύτερη αλήθεια που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα από καταβολής κόσμου", καθώς, όπως ήταν σαφές από τους προπαγανδιστές, είχε ως πεδίο εφαρμογής όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, από τη χειρουργική μέχρι το πινγκ πονγκ.
Σε όλο το διάστημα από τα μέσα Αυγούστου μέχρι το τέλος του έτους εκατομμύρια ερυθροφρουροί συγκεντρώνονταν στο Πεκίνο από κάθε γωνιά της χώρας, άλλοι με τρένο, άλλοι με "Μικρές Μεγάλες Πορείες" από κοντινές πόλεις για "ανταλλαγή επαναστατικών εμπειριών" προκαλώντας χάος στις συγκοινωνίες και σοβαρότατες ελλείψεις στέγης, τροφίμων και φαρμάκων, ενώ η εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής δημιούργησε φόβους γενικού λιμού. Η διαφαινόμενη κρίση υποχρέωσε τη Λαϊκή Ημερησία να καλέσει τους ερυθροφρουρούς να σπεύσουν στους αγρούς για τον θερισμό. Εντούτοις, αν και χιλιάδες εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα, χιλιάδες άλλοι πήραν αμέσως τη θέση τους.
Έτσι, στις 17 Νοεμβρίου ανακοινώθηκε ότι δεν θα παρέχεται πλέον στους ερυθροφρουρούς των επαρχιών δωρεάν μεταφορά, σίτιση και στέγαση στο Πεκίνο και πως θα πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλη εντός λίγων ημερών. Το ότι η ίδια απειλή διατυπώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου αποδείκνυε την αποτυχία των αρχών και από τους ξένους ανταποκριτές που βρίσκονταν στην πρωτεύουσα εικαζόταν ότι πολλά κορυφαία κομματικά στελέχη ενθάρρυναν μυστικά τους νεαρούς ερυθροφρουρούς να παραμείνουν, για να τους χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς.
Μεταξύ της 18ης Αυγούστου και της 26ης Νοεμβρίου στο Πεκίνο οργανώθηκαν οκτώ μαζικές συγκεντρώσεις στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, κατά τις οποίες υπολογίζεται ότι ο Μάο "επιθεώρησε" συνολικά 11.000.000 ερυθροφρουρούς, αλλά, ως επιπλέον κίνητρο για την αποχώρησή τους, ανακοινώθηκε επισήμως ότι η συγκέντρωση της 26ης Νοεμβρίου ήταν η τελευταία πριν από την ερχόμενη άνοιξη.
Παράλληλα, το τρομερό κύμα βίας που εξαπέλυσαν οι ερυθροφρουροί προκάλεσε γρήγορα την ανάλογη αντίδραση του πληθυσμού, η οποία άρχισε από τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου, για να κορυφωθεί στο τέλος του 1966, φέρνοντας την Κίνα στα πρόθυρα του κατακλυσμού την άνοιξη του 1967. Στις 11 Σεπτεμβρίου η Λαϊκή Ημερησία ανέφερε ότι "ορισμένοι τοπικοί αξιωματούχοι έφθασαν στο σημείο να εξωθήσουν τους εργάτες και αγρότες που δεν αντιλαμβάνονται την κατάσταση να αντισταθούν στους επαναστάτες φοιτητές". Επίσημες ανακοινώσεις δεν εκδόθηκαν για τη μορφή που έλαβε η "αντίσταση" αυτή, αλλά οι Εφημερίδες Τοίχου έβριθαν λεπτομερειών.
Οι ερυθροφρουροί επιχείρησαν να καταλάβουν τα κατά τόπους γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος ή και εργοστάσια, αλλά συχνά συναντούσαν αποφασιστική αντίσταση για να επακολουθήσουν πολύωρες και ενίοτε πολύνεκρες μάχες. Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1967, αναφέρθηκε στις Εφημερίδες Τοίχου ότι από τον Αύγουστο έχουν σημειωθεί 1.788 "αντεπαναστατικά επεισόδια". Είναι προφανές ότι πίσω από τις υπερβολές, τις ακρότητες ή και τα εγκλήματα ακόμη των ερυθροφρουρών μαινόταν μια άλλη σύγκρουση, πολύ βαθύτερη από την απλή αντιπαράθεση προσώπων, αν και συμπεριλάμβανε και τον παράγοντα αυτόν.
Λίγα χρόνια μετά τη νίκη της κινεζικής επανάστασης, το 1949, και την αποτίναξη του ζυγού των ξένων αποικιοκρατών και εκείνης της μερίδας της κινεζικής ελίτ που συνδεόταν με τους ξένους, άρχισε μία διαπάλη ανάμεσα στον Μάο και τους οπαδούς του, από τη μια πλευρά, που ήθελαν κάποιο είδος "κινεζικού σοσιαλισμού", και εκείνων, από την άλλη, που επιδίωκαν μια εθνικοαστική ανάπτυξη της χώρας. Ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ ήταν στενότατος συνεργάτης του Μάο επί δεκαετίες, εκπροσωπούσε όμως συνειδητά την εθνικοαστική αντίληψη.
Ο Μάο, προπολεμικά ακόμη, συγκρούστηκε με τον Στάλιν, η πολιτική του οποίου για τις τριτοκοσμικές χώρες ήταν υπέρ της συνδιαλλαγής με την εθνική αστική τάξη ώστε να υπονομευθούν οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες των μεγάλων δυτικών δυνάμεων. Συγκρούστηκε και με τον Νικίτα Χρουστσόφ πολύ εντονότερα, καθώς ο τελευταίος επιζητούσε την επίτευξη γενικού συμβιβασμού με τις Η.Π.Α.
Όμως η ορμητική οικονομική ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης Κίνας κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1950 οδήγησε στην αποφασιστική ενίσχυση των ρεαλιστών εσωκομματικών αντιπάλων του Μάο. Αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι αυτό θα σήμαινε σταδιακά την πολιτική του περιθωριοποίηση και το 1957 επιτέθηκε πρώτος στο πολιτικό επίπεδο, λανσάροντας το μήνυμα "Αφήστε 100 λουλούδια να ανθίσουν". Επέτρεψε έτσι μια πρωτοφανή σε έκταση κριτική των κομματικών και κρατικών αξιωματούχων από το λαό, την οποία κατεύθυνε εναντίον των εσωκομματικών του αντιπάλων. Έχοντας προετοιμάσει έτσι το έδαφος, επιχείρησε στη συνέχεια να πλήξει τους αντιπάλους του στην πηγή της δύναμής τους, την οικονομία. Εξήγγειλε το 1958 το "Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός", μια εντελώς ανεδαφική οικονομική γραμμή που είχε στόχο να κάνει τις μάζες κύριο φορέα της παραγωγής, ώστε να μειωθεί η οικονομική ισχύς των αντιπάλων του. Η γραμμή αυτή, εντελώς λανθασμένη και αυθαίρετη στη σύλληψη και τη μορφή που την προώθησε, με κοινόβια και αμέτρητες "βιομηχανικές μονάδες" επιπέδου εργαστηρίου χειροτεχνίας, απέτυχε παταγωδώς. Σε συνάρτηση με συγκυρία κακών καιρικών συνθηκών, η αποσύνθεση του παραγωγικού ιστού της χώρας οδήγησε σε λιμό που αφάνισε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους[5].
Οι αντίπαλοι του Μάο εκμεταλλεύτηκαν πολιτικά την αποτυχία της γραμμής του και αντεπιτέθηκαν, έχοντας πολιτικούς εκπροσώπους τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, τον Τσου Εν Λάι και τον πρόεδρο της χώρας, Λιου Σαοσί[6]. Το 1961 έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο το σύνθημα του Ντενγκ: "Δεν έχει σημασία αν η γάτα είναι άσπρη ή μαύρη, αρκεί να πιάνει ποντίκια" -δεν έχει δηλαδή σημασία αν το σύστημα είναι σοσιαλιστικό ή καπιταλιστικό, αρκεί να παράγει. Ο Ντενγκ πρωτοστάτησε στη διάλυση των κοινοβίων, πάνω στα οποία στήριζε την πολιτική του ο Μάο, και στη συνέχεια αισθάνθηκε τόσο ισχυρός, ώστε το 1964 επεξεργάστηκε και πρότεινε από κοινού με τον Τσου Εν Λάι το πρώτο ολοκληρωμένο και συνεκτικό πρόγραμμα παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην Κίνα. Ήταν οι "τέσσερις εκσυγχρονισμοί", όπως έμειναν στην ιστορία.
Ο Μάο κατάλαβε ότι πλησιάζει πλέον το πολιτικό του τέλος. Έχοντας χάσει τη μάχη της οικονομίας, έχοντας χάσει σχεδόν τη μάχη στην ηγεσία του κόμματος, αποφάσισε να κινητοποιήσει για μία ακόμη φορά τις μάζες, ώστε να ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετισμούς υπέρ του. Έτσι εξαπέλυσε την Πολιτιστική Επανάσταση.
Ο Τσου Εν Λάι υποψιάστηκε έγκαιρα τη δυναμική αυτής της κίνησης του Μάο και έσπευσε να συμβιβαστεί πολιτικά μαζί του πριν ακόμη εκδηλωθεί η Πολιτιστική Επανάσταση προς τα έξω. Έτσι, μετά την αποπομπή της ηγεσίας της οργάνωσης του κόμματος στο Πεκίνο, στο στόχαστρο μπήκαν ο πρόεδρος Λιου Σαοσί και ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Και οι δύο καταγγέλθηκαν το Νοέμβριο του 1966 από Εφημερίδες Τοίχου γραμμένες από άτομα με προφανή γνώση των τεκταινομένων στο εσωτερικό του κόμματος, ως "ηγέτες αντικομματικής ομάδας", ο δε Ντενγκ κατηγορήθηκε επιπροσθέτως ότι "διαδίδει το μαύρο δηλητήριο του Χρουστσόφ". Υποβλήθηκαν σε έντονη αυτοκριτική ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής στις 23 Οκτωβρίου. Ο Ντενγκ αναγνώρισε ότι ήταν "αστός αντιδραστικός" και ότι οργάνωνε την αντίσταση στους ερυθροφρουρούς, ενώ η αυτοκριτική του Λιου Σαοσί καταγγέλθηκε (από την ίδια Εφημερίδα Τοίχου) ως "επιδερμική και ανειλικρινής". Η σύζυγός του, Ουάνγκ Κουάνγκ Μέι, ομολόγησε ότι τα πολιτικά πάθη που είχε διαπράξει οφείλονταν "στο δηλητήριο της αστικής παιδείας και σε καπιταλιστικές επιρροές".
Τον Δεκέμβριο, οι ερυθροφρουροί οργάνωσαν σειρά διαδηλώσεων απαιτώντας την καθαίρεση του Ντενγκ και του Λιου, του "Κινέζου Χρουστσόφ και υπ' αρ. 1 δεξιού και αντεπαναστάτη", αλλά Τύπος και Ραδιόφωνο τήρησαν άκρα σιγή. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι την επίθεση κατά των δύο κινούσε ο Λιν Πιάο, ενώ τους προστάτευαν ο Μάο Τσετούνγκ και ο Τσου Εν Λάι, ο οποίος φέρεται να διέταξε ευθέως τους ερυθροφρουρούς να μην επιχειρήσουν να τους συλλάβουν.
Οι εκκαθαρίσεις άλλων στελεχών του κόμματος συνεχίστηκαν ωστόσο και στις αρχές Δεκεμβρίου συνελήφθησαν από ερυθροφρουρούς ο ήδη καθαιρεθείς γενικός γραμματέας της οργάνωσης Πεκίνου, Πενγκ Τσεν, και σειρά άλλων κυβερνητικών και κομματικών στελεχών. Οι συλληφθέντες σύρθηκαν ενώπιον 100.000 ερυθροφρουρών στο στάδιο του Πεκίνου, όπου τους απαγγέλθηκαν η κατηγορία της συνωμοσίας κατά του Μάο Τσετούνγκ, διανθισμένη με λεπτομέρειες περί προετοιμασίας στρατιωτικού κινήματος, φραστικών επιθέσεων, τηλεφωνικών υποκλοπών και άρνησης εκτέλεσης διαταγών ή και δημοσίευσης έργων του "Μεγάλου Τιμονιέρη" και δη σε συνεργασία με τον πρέσβη της Ε.Σ.Σ.Δ. στο Πεκίνο.
Γεγονός πάντως είναι ότι η κινεζική ηγεσία απέφυγε τη διεθνοποίηση της πολιτιστικής επανάστασης μέσω της εξαγωγής της σε άλλες χώρες, όπως ζητούσαν οι ίδιοι οι ερυθροφρουροί. Ο υπουργός Εξωτερικών, στρατάρχης Τσεν Γι, ανακοίνωσε ότι "η Πολιτιστική Επανάσταση δεν είναι εξαγώγιμο είδος και η πρόταση πολλών ξένων φίλων της Κίνας για σχηματισμό ομάδων ερυθροφρουρών σε άλλες χώρες είναι πρόωρη". Ωστόσο, στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, το μεν "Κόκκινο Βιβλιαράκι" έγινε ανάρπαστο, η δε Πολιτιστική Επανάσταση ενέμπνευσε μία ολόκληρη γενιά αριστερών διανοουμένων. Η ίδια η Κίνα πάντως στην εκπνοή του 1966 βρισκόταν στα πρόθυρα ανοιχτού εμφυλίου πολέμου[7].
Από τις αρχές του 1967 η "Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση", που συγκλόνιζε από τα μέσα του 1966 την Κίνα, εισήλθε σε μία δεύτερη, ακόμη αιματηρότερη φάση, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια των πόλεων και, κυρίως, μετεξελισσόμενη σε ανοικτό εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των πιστών στον Μάο Τσετούνγκ και των μεταρρυθμιστών αντιπάλων του, όπως ο πρόεδρος Λιου Σάο Σι και ο γενικός γραμματέας του κόμματος Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Σε όλες σχεδόν τις επαρχίες της αχανούς χώρας, "επαναστάτες" και "αντεπαναστάτες" συγκρούονταν ανελέητα ενώ γύρω από τον καθ' αυτό πόλεμο για την εξουσία έλαβαν χώρα επιμέρους εξεγέρσεις των βιομηχανικών εργατών και των αγροτών, με κύριο αντικείμενο τη βελτίωση των εισοδημάτων τους. Στο τέλος του 1966, οι Μαοϊκοί συμπλήρωσαν τις τάξεις τους με τη σύσταση των "Ερυθρών Επαναστατών" ή "Επαναστατών Ανταρτών" όπως είναι πιο γνωστοί, που δεν ήταν παρά ομάδες ενηλίκων ερυθροφρουρών και οι οποίοι από το σημείο αυτό ανέλαβαν ουσιαστικά τα ηνία της επανάστασης, με κύρια όπλα τους την "επαναστατική βία", που συχνά έπαιρνε διαστάσεις θηριωδίας, και την προπαγάνδα, κύριοι φορείς της οποίας ήταν η προσωπολατρεία του Μάο και οι θρυλικές εφημερίδες τοίχου.
Ενθαρρυνόμενοι από την ανώτατη ηγεσία, οι "Ερυθροί Επαναστάτες" ανέλαβαν το δύσκολο έργο της ανακατάληψης των βιομηχανικών μονάδων από τους απεργούς και, κυρίως, των διοικητικών κέντρων των επαρχιών που είχαν αποσπαστεί από την κεντρική εξουσία. Η επιτυχής κατάληψη της Σαγκάης στις 11 Ιανουαρίου του 1967 επιδοκιμάστηκε από την ηγεσία, πυροδοτώντας έτσι ένα ευρύτατο κύμα ανάλογων επιχειρήσεων σε όλες τις επαρχίες, με αποτελέσματα ανάμικτα. Αν και σε πολλές επαρχίες και το ίδιο το Πεκίνο, η άλωση των διοικητικών κέντρων και των κομματικών οργανώσεων επιτυγχάνεται ως τις αρχές Φεβρουαρίου, σε άλλες απαιτήθηκε η παρέμβαση του στρατού, όπως στο Τσινγκ Τάο της επαρχίας Σανντόνγκ. Μια παρέμβαση που δεν ήταν πάντοτε εγγυημένη, καθώς αρκετές μονάδες είχαν προσχωρήσει στους εχθρούς του Μάο, παρά το ότι ο υπουργός Άμυνας στρατάρχης Λιν Πιάο αποτέλεσε στη δύσκολη αυτή στιγμή τον στενότερο σύμμαχό του, μαζί με τον μετριοπαθή πρωθυπουργό Τσου Εν Λάι. Ο Τσου Εν Λάι μπόρεσε να προστατέψει από τα χειρότερα και τον Ντενγκ, τη στιγμή που ο Λιου Σάο Σι διώκοταν ανελέητα, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες όπως ότι διέδιδε τη "γελοία ρεβιζιονιστική και αντεπαναστατική ιδέα ότι η ενημέρωση πρέπει να είναι αντικειμενική, δίκαιη, ειλικρινής και πλήρης", ενώ για τους ερυθροφρουρούς "μοναδικό έργο του δημοσιογράφου είναι η διάδοση της σκέψης του Μάο Τσετούνγκ". Η επιβολή σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της "σκέψης του Μάο", όπως αυτή εκφραζόταν στο "κόκκινο βιβλιαράκι", ήταν απόλυτη. Για τη μεγάλη προπαγανδιστική μηχανή του κόμματος, η σκέψη του Μεγάλου Τιμονιέρη καθοδηγούσε σε κάθε τους βήμα τους εργάτες αλλά και τα παιδιά του νηπιαγωγείου, τους αγρότες, τους γιατρούς και τους ασθενείς τους, τους αθλητές όπως και τους αεροπόρους. Αρκούσε οι εργάτες, οι αγρότες, οι πολεμιστές κ.ο.κ. να βρίσκονταν στο πλευρό του Τιμονιέρη, οι γιατροί να μην ξεχνούν την επιστήμη τους και οι αθλητές την προπόνηση. Παράλληλα, στα στάδια οι Επαναστατικές Μάζες συμμετείχαν, ως θεατές και πρωταγωνιστές, σε μεγάλα επναστατικά δρώμενα, όταν δεν συγκεντρώνονταν στους ίδιους χώρους ως λαϊκά δικαστήρια για να παρακολουθήσουν τον εξευτελισμό των εχθρών του Μάο, την καταδίκη τους και, συχνά, την εκτέλεσή τους στις παρυφές των πόλεων. Οι κατηγορίες που απαγγέλλονταν στους ηττημένους ήταν συχνά παράδοξες και κατά κανόνα παραπλανητικές. Έτσι, ο κυβερνήτης της επαρχίας Χιλουνγκιάνγκ υποβλήθηκε στον εξευτελισμό της δημόσιας κουράς με την "ψιλή" γιατί "τόλμησε να κουρευθή όπως ο Μάο", κυρίως όμως γιατί επέτρεψε στους εργάτες αλλά και τμήματα των τοπικών στρατιωτικών δυνάμεων να συνταχθούν με τους αντιμαοϊκούς της επαρχίας, πριν εκείνοι συντριβούν. Το χάος της πολιτιστικής επανάστασης, οι συνεχείς απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι σκληρές οδομαχίες αλλά και η συγκέντρωση εκατομμυρίων στο Πεκίνο "για ανταλλαγή επαναστατικών εμπειριών" προκάλεσαν πλήρη οικονομική παράλυση, όσο και διπλωματική απομόνωση. Μια απομόνωση που εντάθηκε από τις επιθέσεις που εξαπέλυσε η Κίνα κατά πάντων και την ανάκληση σχεδόν όλων των πρεσβευτών της χώρας αλλά και των φοιτητών που σπούδαζαν στο εξωτερικό. Η Κίνα κλείστηκε στον εαυτό της, αλλά ο Μάο αντιλήφθηκε ότι με τη χώρα σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, έπρεπε επειγόντως να βρεθεί μία διέξοδος. Η λύση που επιλέχθηκε ήταν η απλούστερη, η πυροδότηση του κινεζικού εθνικισμού και η διοχέτευσή του στους δύο ευκολότερους στόχους: τη Σοβιετική Ένωση και το Χονγκ Κονγκ. Το Πεκίνο αξίωσε την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ, κινητοποιώντας τον κινεζικό πληθυσμό της βρετανικής αποικίας. Με αιχμές του δόρατος το τοπικό γραφείο του ειδησεογραφικού πρακτορείου "Νέα Κίνα", σειρά συνδικάτων, καθώς και πυρήνες "συμπαθούντων" στη δημόσια διοίκηση, ξέσπασαν τον Μάιο απεργίες, αιματηρές διαδηλώσεις κατά του αποικιακού καθεστώτος αλλά και μεθοριακά επεισόδια και δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις κατά επιφανών Ευρωπαίων και Κινέζων "σκυλιών του ιμπεριαλισμού". Οι Βρετανοί πανικόβλητοι απάντησαν με χιλιάδες συλλήψεις και την επιβολή δρακόντειων μέτρων ασφαλείας, που ουσιαστικά αποτελούσαν αναστολή όλων των ατομικών ελευθεριών του πληθυσμού. Έτσι το αποικιακό καθεστώς διασώθηκε με τη βία. Όσο για την κομμουνιστική αλληλεγγύη Κίνας-ΕΣΣΔ, αυτή ενταφιάστηκε οριστικά στο παρελθόν και μόνο οι παλαιές προπαγανδιστικές αφίσες του Μάο με τον Νικίτα Χρουστσόφ έμειναν για να θυμίζουν την εποχή που ο τότε ηγέτης της ΕΣΣΔ Κλίμεντ Βοροσίλοφ γινόταν δεκτός με τιμές ανάλογες των αμοιβαίων προσδοκιών των δύο κομμουνιστικών γιγάντων. Το ρήγμα που εμφανίστηκε επί Χρουστσόφ δεν επουλώθηκε με την ανατροπή του και με την Πολιτιστική Επανάσταση σε πλήρη έξαρση, οι μαοϊκοί δεν άργησαν να στραφούν κατά των Σοβιετικών ηγετών. Η Λαϊκή Ημερησία, το επίσημο όργανο του κόμματος, τους παρομοίαζε με τον Αδόλφο Χίτλερ, τον Μπενίτο Μουσολίνι, τον τσάρο Νικόλαο Β', τον Τσιανγκ Κάι Σεκ και την Κου-Κλουξ-Κλαν και τους αποκαλούσε συνολικά "βρωμερά ρεβιζιονιστικά γουρούνια, χάρτινες τίγρεις" και την "πλέον αντιδραστική φασιστική δικτατορία". Το βράδυ της 26ης Ιανουαρίου του 1967 άρχισε η πολιορκία της σοβιετικής πρεσβείας στο Πεκίνο από ένα τεράστιο και έξαλλο πλήθος ερυθροφρουρών. Ο όχλος επιτέθηκε κατά όλων όσοι επιχειρούσαν να εισέλθουν στην πρεσβεία, εκτόξευε σκουπίδια, δαυλούς και κουτιά με μπογιά στον περίβολο, κόλλησε στα κιγκλιδώματα αντισοβιετικές αφίσες με συνθήματα όπως "Κρεμάστε τον Κοσίγκιν", "Κάψτε τον Κοσίγκιν" και "Σπάστε τα κεφάλια των ρεβιζιονιστικών σκυλιών", κρέμασε ανάποδα από τα δέντρα ομοιώματα του Σοβιετικού πρωθυπουργού Αλεξέι Κοσίγκιν και του γενικού γραμματέα του Κ.Κ. της ΕΣΣΔ, Λεονίντ Μπρέζνιεφ, και τοποθέτησε περιμετρικά του κτιρίου τεράστια μεγάφωνα που εξέπεμπαν ασταμάτητα αντισοβιετική προπαγάνδα οδηγώντας τους εγκλωβισμένους στα όρια της νευρικής κατάρρευσης. Όταν δε, στις αρχές Φεβρουαρίου, οι αρχές επέτρεψαν στις οικογένειες των διπλωματών να εγκαταλείψουν την πρεσβεία και να μεταβούν στο αεροδρόμιο με προορισμό τη Μόσχα, οι ερυθροφρουροί υποχρέωσαν τις γυναίκες με τα παιδιά τους στην αγκαλιά να συρθούν κάτω από τεράστια πορτρέτα του Μάο[8].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Μάο Τσε Τουνγκ».
- ↑ Roderick MacFarquhar,Michael Schoenhals, Mao's Last Revolution, Harvard University Press (2006) ISBN 978-0-674-02332-1
- ↑ Decision Concerning the Great Proletarian Cultural Revolution The Róbinson Rojas Archive
- ↑ Jiaqi Yan, Gao Gao, Turbulent Decade: A History of the Cultural Revolution (1996) ISBN 0-8248-1695-1
- ↑ Source List and Detailed Death Tolls for the Primary Megadeaths of the Twentieth Century Necrometrics
- ↑ The People's Republic Of China: II History of China
- ↑ Η Πολιτιστική Επανάσταση σαρώνει την Κίνα, Ιστορικό Λεύκωμα 1966, σελ. 36-45, Καθημερινή (1997)
- ↑ Μαίνεται ο εμφύλιος στην Κίνα, Ιστορικό Λεύκωμα 1967, σελ. 96-105, Καθημερινή (1997)