Λούντβιχ Έρχαρτ
Ο Λούντβιχ Έρχαρτ (Ludwig Wilhelm Erhard, 4 Φεβρουαρίου 1897 - 5 Μαΐου 1977) ήταν Γερμανός πολιτικός και καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το 1963 έως το 1966.
Η ζωή του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1897. Πολέμησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τραυματίστηκε σοβαρά. Σπούδασε Οικονομικά και έγινε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Κατά την παραμονή του στην Φρανκφούρτη παντρεύτηκε την Λουίζε Σούστερ.
Από το 1925 ανέλαβε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση και αργότερα ασχολήθηκε με το μάρκετινγκ. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχασε την εργασία του, καθώς ασχολήθηκε με θέματα που αφορούσαν την μετά τον πόλεμο ειρηνική εποχή. Το θέμα αυτό θεωρούνταν ανεπίτρεπτο στη Ναζιστική Γερμανία, που είχε κηρύξει ολοκληρωτικό πόλεμο.
Μετά τη λήξη του πολέμου εργάστηκε ως σύμβουλος της αμερικανικής διοίκησης της Βαυαρίας, η οποία τον επέλεξε ως Υπουργό Οικονομικών του Ομόσπονδου κρατιδίου. Το 1949 εξελέγη βουλευτής και προσχώρησε στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU). Έγινε Υπουργός Οικονομικών της Δυτικής Γερμανίας στην κυβέρνηση Κόνραντ Αντενάουερ και το 1957 έγινε αντικαγκελάριος.
Στις 6 Ιουνίου του 1962 ο Λούντβιχ Έρχαρτ κατευθυνόμενος για διακοπές στη Ρόδο ως φιλοξενούμενος της ελληνικής κυβέρνησης, πέρασε από την Αθήνα και στο αεροδρόμιο συνομίλησε με τον αντιπρόεδρο Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον υπουργό Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα, παρουσία του Γερμανού πρεσβευτή Β. Μέλχερς. Η συνάντηση αυτή ήταν το προοίμιο της ελληνογερμανικής οικονομικής συμφωνίας που υπέγραψε ένα μήνα αργότερα στη Βόννη ο Π. Παπαληγούρας[5].
Ως Καγκελάριος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την παραίτηση του Αντενάουερ το 1963, ο Έρχαρτ εξελέγη καγκελάριος. Επανεξελέγη το 1965. Στις 23 Μαρτίου του 1966 κατάφερε να αναρριχηθεί στο ύπατο αξίωμα του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, διαδεχόμενος τον 90χρονο πλέον Κόνραντ Αντενάουερ. Η συνέχεια όμως ήταν πολύ διαφορετική. Τον Αύγουστο του 1966, η κυβέρνηση Έρχαρτ συγκλονίστηκε από το "σκάνδαλο της Αεροπορίας", καθώς τα ελαττωματικά, αμερικανικής κατασκευής μαχητικά αεροσκάφη τύπου Στάρφαϊτερ συντρίβονταν, παρασύροντας στο θάνατο μία σειρά επιτελείς του υπουργείου Άμυνας. Αλλά η μοιραία κρίση ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1966 με αφορμή την άρνηση των συνεργαζόμενων Ελευθέρων Δημοκρατών να υποστηρίξουν την έκτακτη φορολογία που πρότεινε ο Έρχαρτ, προκειμένου να αντιμετωπίσει το δυσθεώρητο, ύψους 4 δισεκατομμυρίων μάρκων, δημόσιο έλλειμμα.
Μετά την παραίτηση των τεσσάρων υπουργών του μικρού, αλλά ρυθμιστικού αυτού κόμματος, στις 27 Οκτωβρίου του 1966, οι Χριστιανοδημοκράτες, με 245 έδρες στην Μπούντεσταγκ έναντι 202 των Σοσιαλδημοκρατών και 49 των Ελευθέρων Δημοκρατών, δεν διέθεταν πια πλειοψηφία στη Βουλή και η χώρα ήταν ουσιαστικά ακυβέρνητη. Απομονωμένος στο εσωτερικό του κόμματός του, ο Λούντβιχ Έρχαρτ αναγκάστηκε να δηλώσει στις 2 Νοεμβρίου ότι "δεν θα σταθεί εμπόδιο στην άρση του πολιτικού αδιεξόδου", δρομολογώντας τις διαδικασίες της αποχώρησής του. Στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος ο Κόνραντ Αντενάουερ "πέρασε" τον υποψήφιο της επιλογής του, τον 64χρονο Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, πρωθυπουργό του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ως νέο εντολοδόχο καγκελάριο. Αμέσως ο Κίζινγκερ άρχισε μαραθώνιες διαβουλεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης με τον ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και δήμαρχο του Δυτικού Βερολίνου Βίλλυ Μπραντ και τον αρχηγό των Ελευθέρων Δημοκρατών Έριχ Μέντε. Στις 26 Νοεμβρίου οι ηγέτες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων κατέληξαν σε κατ' αρχήν συμφωνία για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, την οποία ανακοίνωσαν στους δημοσιογράφους ο Κίζινγκερ και ο Μπραντ. Ήταν μια απόφαση πρωτοφανής για τα δεδομένα της Δυτικής Γερμανίας, όπου Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες αποτελούσαν στα μεταπολεμικά χρόνια τους δύο ανταγωνιστικούς, κοινωνικά και ιδεολογικά, πόλους της πολιτικής ζωής. Η απόφαση επικυρώθηκε την επόμενη μέρα χωρίς προβλήματα, με ψήφους 59 υπέρ έναντι 1 κατά, από την κοινοβουλευτική ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών. Πολύ περισσότερες αντιδράσεις συνάντησε στο δικό του κόμμα ο Βίλλυ Μπραντ, όπου οι εξ αριστερών αντιρρησίες υπερίσχυσαν στις 7 από τις 11 περιφερειακές οργανώσεις. Οι ενστάσεις επικεντρώθηκαν στην ακολουθητέα κοινωνική πολιτική της νέας κυβέρνησης, στην προτεινόμενη υπουργοποίηση του υπερσυντηρητικού ηγέτη της Βαυαρικής Χριστιανοδημοκρατίας Φραντς Γιόζεφ Στράους, αλλά και στο πολιτικό παρελθόν του ίδιου του Κίζινγκερ, ο οποίος είχε διατελέσει μέλος του Ναζιστικού κόμματος.
Ωστόσο το δέλεαρ της επιστροφής των Σοσιαλδημοκρατών στην εξουσία, 36 χρόνια μετά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αποδείχθηκε ισχυρότερο. Στις 28 Νοεμβρίου του 1966 η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος ενέκρινε, έπειτα από δεκάωρη θυελλώδη συνεδρίαση, τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης. Στις 29 Νοεμβρίου ενέκρινε τον "Μεγάλο Συνασπισμό" και το συμβούλιο του κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών, οπότε ο δρόμος πλέον ήταν απολύτως ελεύθερος.
Την επομένη, 30 Νοεμβρίου, ο Λούντβιχ Έρχαρτ παραιτήθηκε και τυπικά από καγκελάριος και την 1η Δεκεμβρίου η ομοσπονδιακή Βουλή εξέλεξε τον Κίζινγκερ καγκελάριο με 340 ψήφους υπέρ, από τους 463 βουλευτές που ψήφισαν. Την ίδια ημέρα σχηματίστηκε η ιστορική κυβέρνηση του "Μεγάλου Συνασπισμού", με τον Βίλλυ Μπραντ αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών[6]. Ο Λούντβιχ Έρχαρτ συνέχισε να εκλέγεται βουλευτής μέχρι το θάνατό του, στις 5 Μαΐου 1977.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ BOE-A-1961-10271.
- ↑ www
.quirinale .it /onorificenze /insigniti /32207. - ↑ www
.ordens .presidencia .pt?idc=154&list=1. - ↑ www
.ordens .presidencia .pt?idc=154. - ↑ Επιφανείς ηγέτες στην Αθήνα, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 66, Καθημερινή (1997)
- ↑ Ο "Μεγάλος Συνασπισμός" της Δυτικής Γερμανίας, Ιστορικό Λεύκωμα 1966, σελ. 102-103, Καθημερινή (1997)