Εϊτόρ Βίλα-Λόμπος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Εϊτόρ Βίλλα-Λόμπος)
Εϊτόρ Βίλα-Λόμπος
Ο Βίλα-Λόμπος σε φωτογραφία του 1922
Γέννηση5  Μαρτίου 1887[1][2][3]
Ρίο ντε Τζανέιρο[4][5][6]
Θάνατος17  Νοεμβρίου 1959[1][2][3]
Ρίο ντε Τζανέιρο[7][5][6]
Χώρα πολιτογράφησηςΒραζιλία[6]
Ιδιότητασυνθέτης[6], χορογράφος, διευθυντής ορχήστρας[8], μουσικολόγος, καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κλασικός κιθαρίστας, πιανίστας και κιθαρίστας[9]
ΣύζυγοςArminda Villa-Lobos
ΓονείςRaul Villa-Lobos
Όργανακιθάρα
Είδος τέχνηςόπερα και συμφωνία
Σημαντικά έργαString Quartet No. 14, Chôros No. 1, String Quartet No. 3 και Bachianas Brasileiras
Βραβεύσειςεπίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι (1  Φεβρουαρίου 1954)[10] και Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Εϊτόρ Βίλα-Λόμπος (ορθή πορτογαλική προφορά Βίλα-Λόμπους [11] Heitor Villa-Lobos, Πορτογαλικά: ejˌtoʁ ˌvilɐ ˈlobus, Ρίο ντε Τζανέιρο 5 Μαρτίου 1887 – Ρίο ντε Τζανέιρο 17 Νοεμβρίου 1959) ήταν Βραζιλιανός συνθέτης, ο σημαντικότερος της χώρας του στον 20ό αιώνα, [12] ο πρώτος Νοτιοαμερικανός δημιουργός έντεχνης μουσικής, που απέκτησε διεθνή φήμη[13] και πιθανότατα ο σημαντικότερος.[14] Ο Εϊτόρ Βίλα-Λόμπος υπήρξε ο πλέον παραγωγικός συνθέτης της εποχής του και από τους παραγωγικότερους γενικότερα στην ιστορία της έντεχνης δυτικής μουσικής. Το δημιουργικό του έργο, που υπερβαίνει τις 2.000 συνθέσεις -όχι πάντοτε με θετικές κριτικές-, επηρεάστηκε τόσο από τη λαϊκή μουσική της Βραζιλίας όσο και από τα στιλιστικά στοιχεία της ευρωπαϊκής κλασσικής παράδοσης (βλ. Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία). Στα ευρωπαϊκά ταξίδια του, με σκοπό τη διάδοση της μουσικής του, ο Βίλα-Λόμπος είχε πει: «Δεν κάνω χρήση του φολκλόρ, είμαι το φολκλόρ» (Eu sou o folclore) και «δεν έχω έρθει για να μάθω, έχω έρθει να δείξω τι έχω κάνει μέχρι τώρα», [15] δείχνοντας ότι γνώριζε πολύ καλά τη μοναδική του θέση μεταξύ των κλασσικών συνθετών, εκμεταλλευόμενος την καταγωγή του για να δημοσιοποιήσει τα έργα του. [16]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεότητα και μουσικοί προσανατολισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βίλα-Λόμπος γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1887. Ο πατέρας του, Ραούλ, ένας μορφωμένος άνθρωπος ισπανικής καταγωγής, ήταν δημόσιος υπάλληλος, βιβλιοθηκάριος, ερασιτέχνης αστρονόμος και μουσικός. Όταν ο Εϊτόρ ήταν μικρός, η Βραζιλία έζησε περίοδο κοινωνικής επανάστασης και εκσυγχρονισμού, καταργώντας τη δουλεία, το 1888 και ανατρέποντας την Αυτοκρατορία το 1889. Οι αλλαγές στη Βραζιλία είχαν αντανάκλαση στη μουσική της ζωή: παλαιότερα η ευρωπαϊκή μουσική κυριαρχούσε και τα μαθήματα στα ωδεία της χώρας βασίζονταν στην παραδοσιακή αντίστιξη και αρμονία. Ο Βίλα-Λόμπος γνώρισε πολύ μικρό μέρος από αυτή την "επίσημη" εκπαίδευση. Μετά από λίγα άκαρπα μαθήματα αρμονίας, έμαθε "πραγματική" μουσική παρατηρώντας από το κεφαλόσκαλο του σπιτιού του τις τακτικές μουσικές βραδιές που διοργάνωνε ο πατέρας του. Ωστόσο0 έμαθε να παίζει βιολοντσέλο, κιθάρα και κλαρινέτο. Όταν ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά το 1899, αυτός βοηθούσε οικονομικά την οικογένειά του παίζοντας σε κινηματογραφικές και θεατρικές ορχήστρες στο Ρίο.[17]

Γύρω στο 1905 ο Βίλα-Λόμπος ξεκίνησε τις αποστολές-εξερευνήσεις της «σκοτεινής ενδοχώρας» της Βραζιλίας, απορροφώντας και ενσωματώνοντας τη μουσική κουλτούρα των ιθαγενών ινδιάνων της πατρίδας του. Πολλά και εν πολλοίς αμφισβητήσιμα έχουν διατυπωθεί σχετικά με αυτές τις αποστολές, όπως π.χ. για τη σύλληψη και απόδρασή του από ιθαγενείς κανίβαλους, με μερικούς να πιστεύουν ότι είναι κατασκευασμένες ιστορίες ή υπερβολικά πλαισιωμένες από ρομαντική διάθεση. Ούτως ή άλλως μετά από αυτή την καθοριστική γι' αυτόν περίοδο, εγκατέλειψε οποιαδήποτε ιδέα συμβατικής μουσικής κατάρτισης και αντ' αυτού αφομοίωσε τις μουσικές επιρροές των αυτόχθονων πολιτισμών της Βραζιλίας, βασισμένες με τη σειρά τους σε πορτογαλικά, αφρικανικά, καθώς και αμερικανικά ινδιάνικα στοιχεία. Έτσι οι πρώτες του συνθέσεις ήταν αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμών στην κιθάρα από αυτή την περίοδο. Έπαιξε με πολλά τοπικά βραζιλιανικά συγκροτήματα μουσικής δρόμου. Επηρεάστηκε επίσης από τον κινηματογράφο και τα αυτοσχεδιαστικά τάγκο και πόλκες του συνθέτη Ε. Νάζαρετ (Ernesto Nazareth).[18] Για ένα διάστημα μάλιστα έπαιζε βιολοντσέλο σε μια εταιρεία όπερας του Ρίο. Παρακινημένος από τον Α. Ναπολεάο (Arthur Napoleão), πιανίστα και μουσικό εκδότη, αποφάσισε να ασχοληθεί σοβαρά με τη σύνθεση.[19]

Επιρροές της πατρίδας του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1912 ο Βίλα-Λόμπος νυμφεύτηκε την πιανίστα Λ. Γκιμαράες (Lucília Guimarães), σταμάτησε τα ταξίδια του και άρχισε την καριέρα του ως συνθέτης. Η μουσική του άρχισε να κυκλοφορεί το 1913. Εισήγε μερικές από τις συνθέσεις του σε μια σειρά περιστασιακών συναυλιών δωματίου (αργότερα και σε ορχηστρικές συναυλίες) μεταξύ 1915-1921, κυρίως στο Salão Nobre do Jornal do Comércio του Ρίο ντε Τζανέιρο. Η μουσική που παρουσιάστηκε σε αυτές τις συναυλίες δείχνει ότι έρχεται αντιμέτωπος με τα αντικρουόμενα στοιχεία στην εμπειρία του και περνάει μια κρίση ταυτότητας ως προς το εάν η ευρωπαϊκή ή η βραζιλιάνικη μουσική θα κυριαρχούσε στο στυλ του. Αυτό αποσαφηνίστηκε μετά το 1916, έτος κατά το οποίο συνέθεσε τα συμφωνικά ποιήματα Amazonas και Uirapurú (αν και το Amazonas δεν εκτελέστηκε μέχρι το 1929 και το Uirapurú εκτελέστηκε για πρώτη φορά το 1935). Τα έργα αυτά αντλούσαν τα θέματά τους από τους ντόπιους βραζιλιάνικους θρύλους υπήρχε χρήση «αρχέγονου» λαϊκού υλικού.[20]

Πάντως οι ευρωπαϊκές επιρροές εξακολουθούσαν να εμπνέουν τον Βίλα-Λόμπος. Το 1917 ο Σεργκέι Ντιαγκίλεφ επέδρασε στο μουσικό σκεπτικό του συνθέτη, σε μια περιοδεία του στη Βραζιλία με τα Ρωσικά Μπαλέτα. Εκείνη τη χρονιά ο Βίλα-Λόμπος συναντήθηκε επίσης με τον Γάλλο συνθέτη Ν. Μιγιό (Darius Milhaud), ο οποίος βρέθηκε στο Ρίο ως γραμματέας του Π. Κλωντέλ (Paul Claudel) στη Γαλλική Λεγεώνα. Ο Μιγιό «έφερε» τη μουσική των Ντεμπυσσύ και Σατί, ενδεχομένως και του Στραβίνσκι. Σε αντάλλαγμα ο Βίλα-Λόμπος «εισήγαγε» τον Μιγιό στη μουσική δρόμου της Βραζιλίας. Το 1918 συναντήθηκε και με τον πιανίστα Α. Ρούμπινσταϊν, ο οποίος έγινε φίλος και υποστηρικτής του για όλη τη ζωή του. Αυτή η συνάντηση ώθησε τον Βίλα-Λόμπος να γράψει περισσότερη μουσική για πιάνο.[21]

Το 1918 περίπου ο συνθέτης σταμάτησε να χρησιμοποιεί αριθμούς opus για τις συνθέσεις του, θεωρώντας τους περιορισμό στο πρωτοποριακό πνεύμα του. Με τη σουίτα πιάνου Carnaval das crianças (1911-1920) ο Βίλα-Λόμπος απελευθέρωσε το στυλ του από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό: η σουίτα σε οκτώ κινήσεις με το φινάλε γραμμένο για ντουέτο πιάνου απεικονίζει οκτώ χαρακτήρες ή σκηνές από το φημισμένο αποκριάτικο καρναβάλι του Ρίο.[22] Τον Φεβρουάριο του 1922 πραγματοποιήθηκε φεστιβάλ σύγχρονης τέχνης στο Σάο Πάολο και ο Βίλα-Λόμπος πήρε μέρος με δικά του έργα. Όμως τόσο τύπος όσο και το κοινό δεν ανταποκρίθηκε θετικά. Το φεστιβάλ ολοκληρώθηκε με το Quarteto simbólico του συνθέτη, το οποίο κρίνεται ως μια εντύπωση της αστικής ζωής της Βραζιλίας.

Αφίσα της παράστασης που έδωσε ο Βίλα-Λόμπος στο Σάο Πάολο το 1923

Τον Ιούλιο του 1922 ο Ρούμπινσταϊν έδωσε την πρώτη παράσταση της πιανιστικής σουίτας του Βίλα-Λόμπος A Prole do Bebê, που συνέθεσε το 1918. Ήταν πρόσφατη η προσπάθεια στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Κοπακαμπάνα και οι χώροι διασκέδασης είχαν κλείσει για μέρες. Το κοινό ίσως ήθελε κάτι λιγότερο διανοητικά απαιτητικό και το κομμάτι γιουχαΐστηκε. Ο Ρούμπινσταϊν αργότερα θυμήθηκε ότι ο συνθέτης είχε πει: «Είμαι ακόμα υπερβολικά καλός γι' αυτούς». Πάντως το κομμάτι έχει χαρακτηριστεί ως «το πρώτο ανθεκτικό έργο του Βραζιλιανικού μοντερνισμού».[23]

Ο Ρούμπινσταϊν πρότεινε στον Βίλα-Λόμπος περιοδεία στο εξωτερικό. Ο συνθέτης ξεκίνησε για το Παρίσι το 1923, με στόχο να παρουσιάσει τον «εξωτικό» του ήχο στον κόσμο και όχι για να σπουδάσει. Λίγο πριν φύγει ολοκλήρωσε το Nonet (για δέκα εκτελεστές και χορωδίες) το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μετά την άφιξή του στη γαλλική πρωτεύουσα. Έμεινε στο Παρίσι μεταξύ 1923-24 και 1927-30 και συνάντησε φωτεινά πνεύματα, όπως τους Βαρέζ, Πικάσο, Στοκόφσκι (Leopold Stokowski) και Κόουπλαντ. Οι συναυλίες του στη γαλλική πρωτεύουσα έκαναν έντονη εντύπωση. Στη δεκαετία του 1920 ο Βίλα-Λόμπος συναντήθηκε επίσης με τον Ισπανό κιθαρίστα Σεγκόβια, ο οποίος του παρήγγειλε μία σπουδή κιθάρας: ο συνθέτης «απάντησε», γράφοντας 12 Σπουδές, την καθεμία βασισμένη σε μια μικροσκοπική λεπτομέρεια ή φιγούρα από τους πλανόδιους μουσικούς της Βραζιλίας (chorões) και που τελικά μετασχηματίζεται σε τέχνη που δεν είναι απλώς διδακτική. Οι ίδιοι πλανόδιοι μουσικοί παρείχαν επίσης την αρχική έμπνευση για τα περίφημα Chôros, μια σειρά συνθέσεων που γράφηκαν μεταξύ 1920 και 1929. Η πρώτη ευρωπαϊκή εκτέλεση του Chôros No. 10 στο Παρίσι προκάλεσε «σεισμό»: ο Λ. Σεβαλιέ (L. Chevallier) έγραψε για αυτό το κομμάτι στο περιοδικό «Le Monde musical», «[...] είναι μια τέχνη [...] στην οποία πρέπει τώρα να δώσουμε νέο όνομα».[24]

Στην εποχή του Βάργκας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1930 ο Βίλα-Λόμπος βρισκόταν στη Βραζιλία για να διευθύνει ορχήστρες, αλλά σχεδίαζε να επιστρέψει στο Παρίσι. Όμως μία από τις συνέπειες της επανάστασης εκείνου του έτους ήταν ότι δεν μπορούσαν πλέον να βγουν χρήματα από τη χώρα, οπότε δεν μπορούσε να πληρώσει ενοίκια στο εξωτερικό. Έτσι αναγκάστηκε να παραμείνει στη Βραζιλία, διοργάνωσε συναυλίες στο Σάο Πάολο και συνέθεσε πατριωτική και εκπαιδευτική μουσική. Το 1932 έγινε διευθυντής της «Superintendência de Educação Musical e Artística» (SEMA) και στα καθήκοντά του ήταν η διοργάνωση συναυλιών, που περιλάμβαναν τις βραζιλιάνικες πρεμιέρες της Missa Solemnis του Μπετόβεν και της Λειτουργίας σε Σι Ελάσσονα του Μπαχ. Η θέση του στη SEMA τον οδήγησε να συνθέσει κυρίως πατριωτικά, ακόμη και προπαγανδιστικά έργα. Εξαίρεση αποτέλεσαν τα αριστουργηματικά Bachianas Brasileiras.

Το 1936 σε ηλικία σαράντα εννέα ετών ο Βίλα-Λόμπος εγκατέλειψε τη σύζυγό του και ενεπλάκη συναισθηματικά με την Αρμίντα Νέβες ντ’ Αλμέιδα (Arminda Neves d'Almeida), η οποία παρέμεινε η σύντροφός του μέχρι που πέθανε. Η Αρμίντα πήρε τελικά το επώνυμο του συνθέτη, αν και ο ίδιος δεν χώρισε ποτέ την πρώτη του σύζυγο. Μετά τον θάνατό του, η Αρμίντα έγινε διευθύντρια του «Museu Villa-Lobos» το 1960, μέχρι το θάνατό της το 1985. Η Αρμίντα ήταν η ίδια μουσικός και άσκησε σημαντική επιρροή στον Βίλα-Λόμπος. Αυτός αφιέρωσε μεγάλο αριθμό έργων σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των Ciclo brasileiro και πολλών από τα Chôros. Οι συνθέσεις από την περίοδο του Βάργκας περιλαμβάνουν προπαγανδιστικά, εθνικιστικά έργα της Βραζιλίας (brasilidade), καθώς και εκπαιδευτικά και θεωρητικά έργα. Το Guia Pratico βγήκε σε 11 τόμους, το Solfejos με φωνητικές ασκήσεις σε δύο τόμους (1942 και 1946), ενώ το Canto Orfeônico (1940 και 1950) περιείχε πατριωτικά τραγούδια για σχολεία και για πολιτικές εκδηλώσεις. Η μουσική του για την ταινία O Descobrimento do Brasil του 1936, η οποία περιλάμβανε εκδόσεις παλαιότερων συνθέσεων, μεταγράφηκε σε ορχηστρικές σουίτες και μια απεικόνιση της πρώτης Λειτουργίας που γράφηκε στη Βραζιλία, με τη συμμετοχή διπλής χορωδίας. Το 1941 ο Βίλα-Λόμπος δημοσίευσε το A Música Nacionalista no Govêrno Getúlio Vargas, όπου χαρακτήρισε το έθνος ως ιερή οντότητα, τα σύμβολα του οποίου (συμπεριλαμβανομένης της σημαίας, του λογότυπου και του εθνικού ύμνου) είναι απαραβίαστα. Ο Βίλα-Λόμπος ήταν πρόεδρος μιας επιτροπής που είχε ως καθήκον να οριστικοποιήσει τον εθνικό ύμνο της Βραζιλίας. [25]

Μετά το 1937, κατά την περίοδο του Estado Novo, όταν ο Βάργκας κατέλαβε την εξουσία με διάταγμα, ο Βίλα-Λόμπος συνέχισε να παράγει πατριωτικά έργα, άμεσα προσβάσιμα στο ευρύ κοινό. Την ημέρα της ανεξαρτησίας της Βραζιλίας, στις 7 Σεπτεμβρίου 1939 συμμετείχαν 30.000 παιδιά, που τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο και μουσικά θέματα σε επιμέλεια του συνθέτη. Για τους εορτασμούς του 1943 συνέθεσε επίσης το μπαλέτο Dança da terra, το οποίο οι αρχές έκριναν ακατάλληλο μέχρι την αναθεώρησή του. Όμως οι εορτασμοί περιλάμβαναν τον ύμνο του συνθέτη, Invocação em defesa da pátria, λίγο μετά την κήρυξη πολέμου της Βραζιλίας στη Γερμανία και τους συμμάχους της.[26]

  • Η συνολική θετική στάση του Βίλα-Λόμπος απέναντι στο καθεστώς του Βάργκας έπληξε τη φήμη του σε ορισμένες σχολές μουσικών, μεταξύ των οποίων οι μαθητές των νέων ευρωπαϊκών τάσεων, όπως ο σειραϊσμός, ο οποίος ήταν ουσιαστικά εκτός ορίων στη Βραζιλία μέχρι τη δεκαετία του 1960. Αυτή η κρίση οφείλεται εν μέρει σε ορισμένους Βραζιλιάνους συνθέτες, που θεωρούσαν απαραίτητο να συμβιβάσουν την «απελευθέρωση» της μουσικής της Βραζιλίας από τα ευρωπαϊκά μοντέλα, που έκανε ο Βίλα-Λόμπος στη δεκαετία του 1920, με ένα στυλ μουσικής που θεωρούσαν πιο οικουμενικό.[27]

Συνθέτης σε ζήτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βίλα-Λόμπος υποκλίνεται στο κοινό μετά από εμφάνισή του στο Τελ Αβίβ το 1952

Ο Βάργκας έπεσε από την εξουσία το 1945 και ο Βίλα-Λόμπος μετά το τέλος του πολέμου άρχισε να ταξιδεύει ξανά στο εξωτερικό. Επέστρεψε στο Παρίσι και πραγματοποίησε τακτικές επισκέψεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και ταξίδια στη Μεγάλη Βρετανία και το Ισραήλ. Έλαβε τεράστιο αριθμό παραγγελιών και εκπλήρωσε πολλές από αυτές, παρά τη φθίνουσα υγεία του. Συνέθεσε κοντσέρτα για το πιάνο, το τσέλο (το δεύτερο το 1953), την κλασική κιθάρα (το 1951 για τον Σεγκόβια, που αρνήθηκε να το παίξει έως ότου ο συνθέτης συμπεριέλαβε μια καντέντσα το 1956), την άρπα (για τον Ν. Θαμπαλέτα το 1953) και τη φυσαρμόνικα (για τον Τ. Σεμπάστιαν το 1955-56). Άλλες παραγγελίες περιλάμβαναν τη Συμφωνία αρ. 11 (για τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης το 1955) και την όπερα Yerma (1955-56) με βάση το έργο του Λόρκα. Η πολύ μεγάλη παραγωγή αυτής της περιόδου προκάλεσε επικρίσεις. Αρκετά έργα κατηγορήθηκαν ως «βιαστικά» και «κοινότοπα», όπως το 5ο Κοντσέρτο για πιάνο, όπου υπήρχαν σχόλια του τύπου: «χρεοκοπημένο» και «όργιο κουρδιστών πιάνου».[28]

Τον Ιούνιο του 1959 ο Βίλα-Λόμπος διαφοροποιήθηκε από πολλούς συμπατριώτες του μουσικούς, εκφράζοντας απογοήτευση και λέγοντας σε συνέντευξή του, ότι η Βραζιλία «κυριαρχείται από μετριότητα».[29] Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους πέθανε στο Ρίο. Η κρατική κηδεία του ήταν το τελευταίο σημαντικό πολιτικό γεγονός στην πόλη αυτή πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη Μπραζίλια. Ενταφιάστηκε στο Νεκροταφείο São João Batista στο Ρίο ντε Τζανέιρο.[30]

Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα έργα του Βίλα-Λόμπος ήταν αυτοσχεδιαστικά κομμάτια για την κιθάρα, όπως π.χ. το Panqueca του 1900. Όμως η σειρά κοντσέρτων μεταξύ 1915-21 περιλάμβανε τις πρώτες εκτελέσεις έργων που δείχνουν πρωτοτυπία και βιρτουόζικη τεχνική. Μερικά από αυτά τα κομμάτια είναι πρώιμα παραδείγματα στοιχείων, που έπαιξαν ρόλο σε όλο το έργο του. Η προσκόλλησή του στο πνεύμα της Ιβηρικής καταδεικνύεται στο Canção Ibéria (1914) και στις ορχηστρικές μεταγραφές μερικών κομματιών από το έργο για το πιάνο του Ενρίκε Γκρανάδος, Goyescas (1918, χαμένο σήμερα). Άλλα θέματα που επρόκειτο να επαναληφθούν σε μεταγενέστερα έργα του περιλαμβάνουν την αγωνία και την απελπισία του Desesperança - Sonata Phantastica e Capricciosa, αρ. 1 (1915), μια σονάτα βιολιού που περιλαμβάνει «θεατρικά και βίαια αντιπαραβαλλόμενα συναισθήματα»[31], τα πουλιά στο L'oiseau blessé d'une flèche (1913), η σχέση μητέρων-παιδιών, που συνήθως δεν είναι καλή στη μουσική του, στο Les mères (1914) και τα λουλούδια της Suité floral, για πιάνο (1916-18), που επανεμφανίστηκαν στο Distribuição de Flores, για φλάουτο και κιθάρα (1937).

Η εναρμόνιση της ευρωπαϊκής παράδοσης και των επιρροών της Βραζιλίας ήταν επίσης ένα στοιχείο που αργότερα έφερε καρπούς. Το παλαιότερο δημοσιευμένο έργο του Pequena suíte για βιολοντσέλο και πιάνο (1913) δείχνει την αγάπη του συνθέτη για το βιολοντσέλο, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα βραζιλιάνικο, αν και εμπεριέχει στοιχεία που επρόκειτο να επανεμφανιστούν αργότερα.[32] Η Suíte graciosa (1915) επηρεάζεται από την ευρωπαϊκή όπερα, ενώ το Três danças características (africanas e indígenas) (1914-16) για πιάνο, αργότερα μεταγραμμένο για οκτέτο, επηρεάζεται ριζικά από τη φυλετική μουσική των Ινδιάνων Caripunas του Μάτο Γκρόσο.[33]

Με τα τονικά του έργα Amazonas (1917, πρεμιέρα στο Παρίσι το 1929) και το Uirapurú (1917, πρεμιέρα το 1935) δημιούργησε μουσική που κυριαρχείται από τις τοπικές βραζιλιανικές επιρροές. Τα έργα χρησιμοποιούν λαϊκά παραμύθια και χαρακτήρες της Βραζιλίας και μιμήσεις ήχων της ζούγκλας.[34] Η συνάντησή του με τον Ρούμπινσταϊν το 1918 ώθησε τον Βίλα-Λόμπος να συνθέσει μουσική πιάνου όπως το Simples coletânea (1919), το οποίο επηρεάστηκε ενδεχομένως από το παίξιμο του Ρούμπινσταϊν σε έργα των Ραβέλ και Σκριάμπιν στις περιηγήσεις του στη Νότια Αμερική και το Bailado infernal του 1920. Το τελευταίο κομμάτι περιλαμβάνει σημειώσεις του τύπου «ιλιγγιώδες και φρενήρες» και «διαβολικό».

Το Carnaval das crianças (1919-20) συναντά το ώριμο ύφος του συνθέτη. Χωρίς να περιορίζεται από τη χρήση παραδοσιακών τύπων ή από οποιαδήποτε απαίτηση για δραματική ένταση το κομμάτι, μερικές φορές μιμείται ένα όργανο που παίζεται με το στόμα, χορούς για παιδιά, μια παντομίμα αρλεκίνων και τελειώνει με μια εντύπωση καρναβαλικής παρέλασης. Το έργο αυτό ενορχηστρώθηκε το 1929 με νέα συνδετικά περάσματα και νέο τίτλο Momoprecoce. Αφέλεια και αθωότητα χαρακτηρίζουν τις πιανιστικές σουίτες A Prole do Bebê (1918-21). Την εποχή εκείνη ο Βίλα-Λόμπος συγχωνεύει επίσης τις αστικές βραζιλιάνικες επιρροές και εντυπώσεις, π.χ. στο Quarteto simbólico (1921). Εδώ συμπεριέλαβε τη μουσική δρόμου των chorões, που αποτελούσαν ομάδες που περιείχαν φλάουτο, κλαρινέτο και cavaquinho (βραζιλιάνικη κιθάρα), οφικλείδιο, τρομπόνια ή κρουστά. Άλλωστε ο ίδιος ο συνθέτης έπαιζε περιστασιακά σε τέτοιες μπάντες. Οι πρώτες συνθέσεις που έδειξαν αυτή την επιρροή ενσωματώθηκαν στην Suíte popular brasileira (1908-12) συγκεντρωμένη από τον εκδότη της. Πιο ώριμα έργα περιλαμβάνουν το Sexteto místico (περ. 1955, αντικαθιστώντας ένα χαμένο και ίσως ημιτελές έργο που ξεκίνησε το 1917),[35] και την ποιητική σύνθεση Canções típicas brasileiras (1919).[36] Οι περίφημες σπουδές κιθάρας του είναι επηρεασμένες επίσης από τη μουσική των chorões.[37]

Όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα είναι συγχωνευμένα στο νονέτο του Βίλα-Λόμπος με τίτλο Impressão rápida do todo o Brasil, που ενώ η ονομασία του παραπέμπει σε μουσική δωματίου, είναι γραμμένο για φλάουτο/πίκολο, όμποε, κλαρινέτο, σαξόφωνο, φαγκότο, τσελέστα, άρπα, πιάνο, μια μεγάλη ομάδα κρουστών που απαιτεί τουλάχιστον δύο εκτελέστές και μικτή χορωδία. Στο Παρίσι, με το μουσικό του «λεξιλόγιο» χαρακτηριστικό πλέον, ο Βίλα-Λόμπος έλυσε το πρόβλημα της μορφής των έργων του. Θεωρήθηκε ως «δυσαρμονία» ότι ο βραζιλιάνικος ιμπρεσιονισμός του έπρεπε να εκφράζεται με τη μορφή κουαρτέτων και σονατών. Ανέπτυξε νέες μορφές για να απελευθερώσει τη φαντασία του από τους περιορισμούς της συμβατικής μουσικής εξέλιξης, όπως αυτή απαιτείται στη μορφή σονάτας.[38] Η πολυεπίπεδη μορφή «ποιήματος» μπορεί να ανιχνευτεί στη Σουίτα για Φωνή και Βιολί, η οποία εμφανίζεται κάπως σαν τρίπτυχο και το Poema da criança e sua mamã για φωνή, φλάουτο, κλαρινέτο και βιολοντσέλο (1923).

Το εκτενές Rudepoêma για πιάνο, που γράφτηκε για τον Ρούμπινσταϊν, είναι πολυεπίπεδο έργο, το οποίο συχνά απαιτεί σημειογραφίες σε πολλά πεντάγραμμα και είναι τόσο πειραματικό όσο και απαιτητικό. Ο Ράιτ (Wright) το αποκαλεί ως «το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα» αυτής της στυλιστικής εξέλιξης.[39] Η CirandaCirandinha) είναι μια στυλιζαρισμένη επεξεργασία απλών βραζιλιάνικων λαϊκών μελωδιών σε μεγάλη ποικιλία από «διαθέσεις». Το ciranda είναι παιχνίδι τραγουδιού για παιδιά, αλλά ο χειρισμός αυτών των έργων από τον συνθέτη, τους αποδίδει «σοφιστικέ» χαρακτήρα. Άλλη φόρμα που χρησιμοποίησε ευρέως ο Βίλα-Λόμπος ήταν τα chôros. Συνέθεσε πάνω από δώδεκα έργα με αυτόν τον τίτλο για διάφορα όργανα, κυρίως κατά τα έτη 1924-29. Τα χαρακτήρισε ως «μια νέα μορφή μουσικής σύνθεσης», μια μεταμόρφωση της βραζιλιάνικης μουσικής και ήχων «από την προσωπικότητα του συνθέτη».[40]

  • Μετά την επανάσταση του 1930 ο Βίλα-Λόμπος έγινε κάπως «δημαγωγικός». Έγραψε περισσότερη παλαιομοδίτικη μουσική, όπως τη Missa São Sebastião (1937) και δημοσίευσε διδακτικά κομμάτια και ιδεολογικά κείμενα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Κατά τη διάρκεια της περιόδου του στο SEMA, ο Βίλα-Λόμπος συνέθεσε πέντε κουαρτέτα εγχόρδων (Νο. 5 έως 9), που διερεύνησαν «λεωφόρους» που ανοίχτηκαν από τη λαϊκή μουσική που κυριάρχησε στην παραγωγή του. Έγραψε περαιτέρω μουσική για τον Α. Σεγκόβια, τα σημαντικότατα για το ρεπερτόριο της κιθάρας Πέντε Πρελούδια, τα οποία δείχνουν επίσης μια περαιτέρω τυποποίηση του στυλ σύνθεσης. Μετά την πτώση της κυβέρνησης του Βάργκας ο Βίλα-Λόμπος είχε πλήρη ενασχόληση με τη σύνθεση, σε ένα "παραγωγικότατο ντελίριο" (sic) ολοκλήρωσης έργων. Τα κοντσέρτα του -ειδικά εκείνα για την κιθάρα, την άρπα και τη φυσαρμόνικα- είναι παραδείγματα του παλαιότερου, σε φόρμα ποιήματος ύφους του. Το κοντσέρτο για άρπα είναι μεγάλο έργο και δείχνει τη νέα τάση του να επικεντρώνεται σε μια μικρή λεπτομέρεια, στη συνέχεια να την ξεθωριάζει και να φέρνει μια άλλη, καινούρια λεπτομέρεια στο προσκήνιο. Αυτή η τεχνική εμφανίζεται επίσης στην τελευταία του όπερα Yerma, η οποία περιέχει μια σειρά από σκηνές, καθεμία από τις οποίες δημιουργεί μια ατμόσφαιρα παρόμοια με εκείνη της παλαιότερης του όπερας Momoprecoce.

Το 1957 ο Βίλα-Λόμπος έγραψε το Κουαρτέτο Εγχόρδων Νο. 17, του οποίου η αυστηρότητα της τεχνικής και η συναισθηματική ένταση «προσδίδουν ευλογία (sic) στη δεξιότητά του».[41] Η Benedita Sabedoria, μια σειρά από χορωδιακά a cappella που γράφτηκαν το 1958, είναι απλή σύνθεση λατινικών βιβλικών κειμένων. Αυτά τα έργα ωστόσο στερούνται τις εικόνες της πιο λαϊκής μουσικής του.

Bachianas Brasileiras[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ 1930 και 1945 ο Βίλα-Λόμπος συνέθεσε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, ένα σύνολο από εννέα κομμάτια, τα οποία ονόμασε Bachianas Brasileiras «Βραζιλιανικές Μπαχιάνες». Αυτά έχουν τη φόρμα και τα εθνικά χαρακτηριστικά των chôros και φανερώνουν την αγάπη του συνθέτη για τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Η χρήση «αρχαϊσμών» από τον Βίλα-Λόμπος δεν ήταν καινούρια (παλαιότερο παράδειγμα ήταν η σουίτα Pequena για βιολοντσέλο και πιάνο του 1913). Τα κομμάτια εξελίχθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, αντί να συντεθούν μεμιάς συνολικά και ορισμένα από αυτά αναθεωρήθηκαν ή συμπληρώθηκαν. Περιέχουν μερικές από τις πιο δημοφιλείς μουσικές του, όπως το αριστουργηματικό Νο. 5 για σοπράνο και οκτώ βιολοντσέλα (1938-1945) και το Νο. 2 για ορχήστρα του 1930. Οι Bachianas Brasileiras δείχνουν επίσης την αγάπη του συνθέτη για τις ηχητικές ιδιότητες του βιολοντσέλου, με τις Νο. 1 και Νο. 5 να είναι γραμμένες χωρίς άλλα όργανα πέραν των βιολοντσέλων.

Προτομή του Βίλα-Λόμπος στο Ρίο ντε Τζανέιρο

Σε αυτά τα έργα οι συχνά σκληρές διαφωνίες της προηγούμενης μουσικής του είναι λιγότερο εμφανείς ή όπως το θέτει ο Ράιτ είναι «γλυκασμένες». Η μεταμόρφωση των chôros σε Bachianas Brasileiras αποδεικνύεται ξεκάθαρα από τη σύγκριση του Νο. 6 για φλάουτο και φαγκότο με το παλαιότερο chôros Νο. 2 για φλάουτο και κλαρινέτο. Οι διαφωνίες του μεταγενέστερου κομματιού είναι πιο ελεγχόμενες, η κατεύθυνση προς τα εμπρός της μουσικής πιο ευδιάκριτη. Η Bachianas Brasileiras Νο. 9 έχει τόσο προχωρημένο σκεπτικό, που μοιάζει με αφηρημένο «Πρελούδιο και Φούγκα» (παραπομπή στον μεγάλο Κάντορα) και συνιστά μια πλήρη «απόσταξη» των εθνικών επιρροών του συνθέτη.[42] Ο Βίλα-Λόμπος ηχογράφησε τελικά και τα εννέα κομμάτια για την εταιρεία EMI στο Παρίσι, κυρίως με μουσικούς της Γαλλικής Εθνικής Ορχήστρας. Αυτά εκδόθηκαν αρχικά σε δίσκους LP και στη συνέχεια επανεκδόθηκαν σε CD. Ηχογράφησε επίσης το πρώτο μέρος της Bachianas Brasileiras Νο. 5 με τη διάσημη σοπράνο Μ. Σαγιάο (Bidu Sayão) και σύνολο από βιολοντσελίστες για την Κολούμπια [39].

Κυριότερα έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπερες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αγλαΐα (1909, ενσωματώθηκε στο Iζάχτ)
  • Ελίζα (1910)
  • Λυρική Κωμωδία (1911)
  • Ιζάχτ (1914)
  • Ιησούς (1918)
  • Malazarte (1921)
  • Μαγδαληνή, ελαφριά όπερα (1947)
  • Γιέρμα (1955)
  • Κόρη των σύννεφων, ελαφριά όπερα (1957-58)

Choros[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εισαγωγή στα Choros, για κιθάρα και ορχήστρα (1929)
  • Chôros No. 1, για κιθάρα (1920)
  • Chôros No. 2, για φλάουτο και κλαρινέτο (1924)
  • Chôros No. 3, Pica-páo (Δρυοκολάπτης), για κλαρινέτο, φαγκότο, σαξόφωνο, τρία κόρνα και τρομπόνι ή για ανδρική χορωδία ή και για τα δύο (1925)
  • Chôros No. 4, για τρία κόρνα και τρομπόνι (1926)
  • Chôros No. 5, Alma brasileira (Βραζιλιάνικη ψυχή), για πιάνο (1925)
  • Chôros No. 6, για ορχήστρα (1926)
  • Chôros No. 7, Settimino (Σεπτέτο), για φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, σαξόφωνο, φαγκότο, βιολί και βιολοντσέλο, με ταμ-ταμ ad libidum (1924)
  • Chôros No. 8, για ορχήστρα με δύο πιάνα (1925)
  • Chôros No. 9, για ορχήστρα (1929)
  • Chôros No. 10, Rasga o coração (Δακρύζει από την Καρδιά), για χορωδία και ορχήστρα (1926)
  • Chôros No. 11, για πιάνο και ορχήστρα (1928)
  • Chôros No. 12, για ορχήστρα (1929)
  • Chôros No. 13, για δύο ορχήστρες και μπάντα (1929, χαμένο)
  • Chôros No. 14, για ορχήστρα, μπάντα και χορωδία (1928, χαμένο)
  • Chôros bis, για βιολί και βιολοντσέλο (1928–29)
  • Κουιντέτο (στη φόρμα του Chôros), για φλάουτο, όμποε, αγγλικό κόρνο, κλαρινέτο και φαγκότο (1928), μεταγραφή για φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, κόρνο και φαγκότο (1951)

Bachianas Brasileiras[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • No. 1, για οκτώ -τουλάχιστον- βιολοντσέλα (1930–38)
  • No. 2, για ορχήστρα (1930)
  • No. 3, για πιάνο και ορχήστρα (1938)
  • No. 4, για πιάνο (1930–41, ορχηστρική εκδοχή 1941)
  • No. 5, για φωνή και οκτώ -τουλάχιστον- βιολοντσέλα (1938–45)
  • No. 6, για φλάουτο και φαγκότο (1938)
  • No. 7, για ορχήστρα (1942)
  • No. 8, για ορχήστρα (1944)
  • No. 9, για χορωδία ή ορχήστρα εγχόρδων (1945)

Κοντσέρτα και κοντσερτάντε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σουίτα για πιάνο και ορχήστρα (1913)
  • Κοντσέρτο για βιολοντσέλο Νο. 1 (1915)
  • Fantasia de movimentos mistos, για βιολί και ορχήστρα (1921)
  • O Martírio dos Insetos, για βιολί και ορχήστρα (1925)
  • Momoprecoce, φαντασία για πιάνο και ορχήστρα (1929) ή μπάντα (1931)
  • Ciranda das sete notas, για φαγκότο και ορχήστρα εγχόρδων (1933)
  • Κοντσέρτο για πιάνο Νο. 1 (1945)
  • Κοντσέρτο για πιάνο Νο. 2 (1948)
  • Φαντασία για σοπράνο, σαξόφωνο, τρία κόρνα και έγχορδα (1948)
  • Κοντσέρτο για κιθάρα (Fantasia Concertante 1951) για τον Σεγκόβια
  • Κοντσέρτο για πιάνο Νο. 3 (1952-57)
  • Κοντσέρτο για πιάνο Νο. 4 (1952)
  • Κοντσέρτο για άρπα (1953) για τον Ν. Θαμπαλέτα
  • Κοντσέρτο για βιολοντσέλο Νο. 2 (1953)
  • Κοντσέρτο για πιάνο Νο. 5 (1954)
  • Φαντασία για βιολοντσέλο και ορχήστρα
  • Κοντσέρτο για φυσαρμόνικα (1955) για τον Τζον Σεμπάστιαν
  • Κοντσέρτο γκρόσο, για κουαρτέτο πνευστών & σύνολο πνευστών (1959)

Συμφωνίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νο. 1 O Imprevisto (Το Απρόβλεπτο) (1916)
  • Νο. 2 Ascensão (Ανάληψη) (1917-44)
  • Νο. 3 Α Guerra (Πόλεμος) (1919)
  • Νο. 4 A Vitória (Νίκη) (1919)
  • Νο. 5 Α Paz (Ειρήνη) (1920, χαμένο)
  • Νο. 6 Sobre a linha das montanhas do Brasil (Στο περίγραμμα των βουνών της Βραζιλίας) (1944)
  • Νο. 7 Odisséia da paz (Οδύσσεια της Ειρήνης) (1945)
  • Νο. 8 (1950)
  • Νο. 9 (1952)
  • Νο. 10 Sinfonia amerindia ή Sumé Pater Patrium (Σουμέ, πατέρα των πατέρων) (1952)
  • Νο. 11 (1955)
  • Νο. 12 (1957)

Συμφωνικά ποιήματα και μπαλέτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Tédio de Alvorada (1916)
  • Naufrágio de Kleônicos (1916)
  • Amazonas (1917)
  • Uirapuru (1917)
  • Caixinha de Boas Festas (1932)
  • Χορός της Γης (1939)
  • Madona (1945)
  • Erosão (1950)
  • Rudá (1951)
  • Odisseia de uma raça (1953)
  • Γένεσις (1954)
  • Αυτοκράτωρ Ιωάννης (1956)

Διάφορα ορχηστρικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αφρικανικοί Χοροί (1916)
  • Συμφωνιέτα No. 1 (1916)
  • Iára (1917)
  • Φρενήρης Χορός (1918)
  • Χορός των Κουνουπιών (1922)
  • Francette et Piá (1928, 1958)
  • Rudepoema (1926, orch. 1932)
  • O Papagaio do moleque, συμφωνικό επεισόδιο (1932)
  • Evolução dos Aeroplanos (1932)
  • Χορός της Γης (1939)
  • Mandu-Çarará, κοσμική καντάτα (1940)
  • Suíte Saudade da Juventude No. 1 (1940)
  • Συμφωνιέτα No. 2 (1947)
  • Εισαγωγή του Γουλιέλμου Τέλου (1952)
  • Alvorada na Floresta Tropical, εισαγωγή (1953)
  • Φαντασία σε 3 Κινήσεις, για μπάντα πνευστών (1958)
  • Σουίτα No. 1 για ορχήστρα δωματίου (1959)
  • Σουίτα No. 2 για ορχήστρα δωματίου (1959)

Μουσική δωματίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σονάτα-φαντασία Νο. 1 για βιολί και πιάνο, Desesperança (Απόγνωση) (1913)
  • Σονάτα-φαντασία Νο. 2 για βιολί και πιάνο (1914)
  • Σονάτα για βιολί και πιάνο Νο. 3 (1920)
  • Σονάτα για βιολί και πιάνο Νο. 4 (1923)
  • Τρίο για πιάνο και έγχορδα Νο 1 (1911)
  • Τρίο για πιάνο και έγχορδα Νο. 2 (1915)
  • Τρίο για πιάνο και έγχορδα Νο. 3 (1918)
  • Μυστικό σεξτέτο, για φλάουτο, όμποε, σαξόφωνο, άρπα, τσελέστα και κιθάρα (1917, ημιτελές ή χαμένο, περίπου 1955 αντικατάσταση)
  • Impressões da vida mundana (Συμβολικό κουαρτέτο), για φλάουτο, άλτο σαξόφωνο, άρπα, τσελέστα και γυναικείες φωνές (1921)
  • Τρίο για όμποε, κλαρινέτο και φαγκότο (1921)
  • Νονέτο, Impressão rápida de todo o Brasil (Σύντομη Εντύπωση Ολόκληρης της Βραζιλίας) (1923)
  • Κουιντέτο στη φόρμα του choros, για φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, αγγλικό κόρνο/κόρνο και φαγκότο (1928)
  • Κουαρτέτο για φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο και φαγκότο (1928)
  • Assobio a Jato, για φλάουτο και βιολοντσέλο (1930)
  • Distribuição de Flores, για φλάουτο και κιθάρα (1937)
  • Τρίο για βιολί, βιόλα και βιολοντσέλο (1945)
  • Divagacão, για βιολοντσέλο, πιάνο και μπάσο τύμπανο (ad lib.) (1946)
  • Ντούο για βιολί και βιόλα (1946)
  • Φαντασία κοντσερτάντε για πιάνο, κλαρινέτο και φαγκότο (1953)
  • Ντούο για όμποε και φαγκότο (1957)
  • Οργανικό κουιντέτο, για φλάουτο, βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και άρπα (1957)
  • Φαντασία κοντσερτάντε για 16 ή 32 βιολοντσέλα (1958)
  • Chôros No. 2,3,4,7

Κουαρτέτα εγχόρδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Suíte graciosa (1915)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 1 (αναθεώρηση της Suíte graciosa, 1946)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 2 (1915)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 3 (1917)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 4 (1917)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 5 (1931)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 6 (1938)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 7 (1942)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 8 (1944)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 9 (1945)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 10 (1946)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 11 (1948)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 12 (1950)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 13 (1951)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 14 (1953)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 15 (1954)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 16 (1955)
  • Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 17 (1957)

Κιθάρα σόλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Panqueca (1900)
  • Μαζούρκα σε Ρε Μείζονα (1901)
  • Valsa brilhante (1904)
  • Φαντασία (1909)
  • Canção brasileira (1910)
  • Quadrilha (1910)
  • Tarantela (1910)
  • Simples (1910)
  • Dobrados (1909–1912)
  • Chôro No. 1, Chôro típico (1920)
  • Λαϊκή Βραζιλιανική Σουίτα (1928, αναθ. 1947–48)
  • Mazurka-Choro
  • Δώδεκα Σπουδές (1929, αναθ 1948-53)
  • Συναισθηματικό Βαλς (1936)
  • Πέντε Πρελούδια (1940)

Πιάνο σόλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Celestial (1904)
  • Tristorosa (1910)
  • Ibericarabe (1914)
  • Ondulando (1914)
  • Danças Características Africanas (1915)
  • Suíte Floral (1918)
  • Histórias da Carochinha (1919)
  • A Lenda do Caboclo (1920)
  • Carnaval das crianças(1920)
  • A Prole do Bebê, α’ σειρά (1920)
  • A Prole do Bebê, β’ σειρά (1921)
  • A Fiandeira (1921)
  • Rudepoêma (1921–26)
  • Simples coletânea, W134 (1922)
  • Sul America (1925)
  • Cirandinhas (1925)
  • Cirandas (1926)
  • Saudades das selvas brasileiras (1927)
  • Bachianas brasileiras No. 4 (1930–41)
  • Caixinha de Música Quebrada (Κουτί Σπασμένης Μουσικής) (1931)
  • Francette et Pià (1932)
  • Valsa da dor (Βαλς πόνου) (1932)
  • Guia Prático (Πρακτικός οδηγός) (1932–49)
  • Ciclo brasileiro (Βραζιλιάνικος κύκλος) (1936–37)
  • As Três Marias (Οι τρεις Μαρίες) (1939)
  • Μελωδία της Ουρανογραμμής της Νέας Υόρκης (1939)
  • Poema Singelo (Μοναδικό ποίημα) (1942)
  • Αφιέρωμα στον Σοπέν (1949)

[43]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13900856z. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Heitor-Villa-Lobos. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  5. 5,0 5,1 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 10039. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Musica Brasilis Project. heitor-villa-lobos.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  8. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 24  Ιουνίου 2015.
  9. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jn19990008787. Ανακτήθηκε στις 15  Δεκεμβρίου 2022.
  10. commencement.miami.edu/about-us/archives/honorary-degree-recipients/index.html.
  11. Μαγγιώρος
  12. Béhague 2001
  13. Μαγγιώρος
  14. Wright, 4
  15. Negwer 2008, 8
  16. Negwer 2009
  17. Wright, 4
  18. Wright, 3
  19. Wright, 4
  20. Wright, 13-9
  21. Wright, 24
  22. Wright, 28-30
  23. Wright, 31-2
  24. Le Monde musical 12 (31 Dec. 1927) quoted in Wright 1992, 77
  25. Wright, 108
  26. Wright, 115
  27. Wright, 117-8
  28. Wright, 121-2
  29. Wright, 139
  30. Wright, 138
  31. Wright, 6
  32. Wright, 8-9
  33. Wright, 9
  34. Wright, 13-21
  35. Peppercorn, 38-9
  36. Anonymous
  37. Wright, 59
  38. Wright, 41
  39. Wright, 41
  40. Wright, 62
  41. Wright, 139
  42. Wright, 81-99
  43. http://imslp.org/wiki/Sortable_list_of_works_by_Heitor_Villa-Lobos

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Νάσος Μαγγιώρος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1991, τόμος 14, σσ. 255-6
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric BlomThe New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Anon. 2016. "Canções típicas brasileiras = Chansons typiques brésiliennes". Indiana University website (accessed 20 March 2016).
  • Béhague, Gerard. 2001. "Villa-Lobos, Heitor". The New Grove Dictionary of Music and Musicians, edited by Stanley Sadie and John Tyrrell. London: Macmillan.
  • Negwer, Manuel. 2008. Villa-Lobos: Der Aufbruch der brasilianischen Musik. Mainz: Schott Music. ISBN 3-7957-0168-6.
  • Negwer, Manuel. 2009. Villa Lobos e o florescimento da música brasileira. São Paulo: Martins Fontes. ISBN 978-85-61635-40-4. [Portuguese version of Negwer 2008.]
  • Peppercorn, Lisa M. 1996. The World of Villa-Lobos in Pictures and Documents. Aldershot, Hants, England: Scolar Press; Brookfield, VT: Ashgate Publishers. ISBN 1-85928-261-X.
  • Wright, Simon. 1992. Villa-Lobos. Oxford and New York: Oxford University Press. ISBN 0-19-315475-7.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Heitor Villa-Lobos στο Wikimedia Commons