Το κλεμμένο γράμμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το κλεμμένο γράμμα
Εικονογράφηση του 1864
ΣυγγραφέαςΈντγκαρ Άλλαν Πόε
ΤίτλοςThe Purloined Letter
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1845
Ημερομηνία δημοσίευσηςΔεκέμβριος 1844
Μορφήδιήγημα
ΧαρακτήρεςΣ. Αύγουστος Ντυπέν
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοΤο μυστήριο της Μαρί Ροζέ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το κλεμμένο γράμμα (πρωτότυπος τίτλος: The Purloined Letter) είναι διήγημα του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό της Φιλαδέλφειας The Gift (1844) και σύντομα ανατυπώθηκε σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες.[1]

Είναι η τελευταία από τις τρεις αστυνομικές ιστορίες του Πόε με ήρωα τον φανταστικό ντετέκτιβ Αύγουστο Ντυπέν, που εμφανίζεται επίσης και στα διηγήματα Οι φόνοι της οδού Μοργκ (1841) και Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ (1842). Αυτές οι ιστορίες θεωρούνται σημαντικοί πρόδρομοι της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Παρίσι, ένα φθινοπωρινό βράδυ με δυνατό αέρα, ο ανώνυμος αφηγητής και ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ Αύγουστος Ντυπέν κάθονται στη βιβλιοθήκη του σπιτιού τους, όταν τους επισκέπτεται ο Ζ., ο αρχηγός της αστυνομίας του Παρισιού, και τους ενημερώνει για μια υπόθεση που τον απασχολεί: Η βασίλισσα έλαβε ένα γράμμα που την εκθέτει και για να το κρύψει από τον βασιλιά που μπήκε στο δωμάτιο, το τοποθέτησε σε ένα τραπέζι έτσι ώστε να φαίνεται αθώο. Ο υπουργός Ντ. μπήκε στο δωμάτιο και αντιλήφθηκε την αξία του γράμματος. Το αντικατέστησε επιδέξια με ένα άλλο και έκλεψε το αυθεντικό. Έκτοτε εκβιάζει τη βασίλισσα.[2]

Ο αστυνομικός κάνει δύο παρατηρήσεις με τις οποίες ο Ντυπέν συμφωνεί:

  1. Το περιεχόμενο της επιστολής δεν έχει αποκαλυφθεί, καθώς αυτό θα είχε οδηγήσει σε ορισμένες συνέπειες που δεν έχουν προκύψει. Ως εκ τούτου, ο υπουργός έχει ακόμη την επιστολή στην κατοχή του.
  2. Η δυνατότητα εμφάνισης της επιστολής ανά πάσα στιγμή είναι σχεδόν εξίσου σημαντική με την πραγματική κατοχή της. Επομένως, πρέπει να την έχει κάπου κοντά του.

Παρά τις εξαιρετικά σχολαστικές έρευνες που έκανε στο σπίτι του κλέφτη, η αστυνομία δεν κατάφερε να βρει το γράμμα: έψαξαν πίσω από την ταπετσαρία και κάτω από τα χαλιά, εξέτασαν τα τραπέζια και τις καρέκλες με μεγεθυντικούς φακούς και μετά ερεύνησαν τα μαξιλάρια με βελόνες, αλλά το γράμμα δεν βρέθηκε. Ο Ντυπέν ζητάει μια μικρή περιγραφή του γράμματος, την οποία απομνημονεύει. Ο αστυνομικός φεύγει.

Ένα μήνα αργότερα, ο αστυνομικός επιστρέφει απελπισμένος, η αναζήτησή του είναι ακόμη άκαρπη. Ενημερώνει τον Ντυπέν για τη μεγάλη αμοιβή, που πρόσφατα διπλασιάστηκε σε 50.000 φράγκα, που θα δοθεί σε όποιον τον βοηθήσει. Ο Ντυπέν του ζητά να του υπογράψει την επιταγή και του παραδίδει αμέσως το γράμμα. Ο αστυνομικός διαπιστώνει ότι είναι γνήσιο και τρέχει να το παραδώσει στη βασίλισσα.[3]

Όταν έμειναν μόνοι, ο Ντυπέν εξηγεί στον αφηγητή πώς ορισμένες απλές αρχές της αναλυτικής του ικανότητας του επέτρεψαν να βρει το γράμμα. Η αστυνομία του Παρισιού είναι ικανή εντός των ορίων της, λέει, αλλά στη συγκεκριμένη υπόθεση υποτίμησε τον δράστη. Ο αστυνομικός Ζ. θεωρεί τον υπουργό Ντ. ανόητο επειδή είναι ποιητής. Εξηγεί ότι ο Ντ. ήξερε ότι οι αστυνομικοί θα υπέθεταν ότι ο εκβιαστής έκρυψε το γράμμα σε σε μυστικό μέρος, και έτσι το άφησε στην κοινή θέα.

Ο Ντυπέν λέει ότι επισκέφθηκε τον υπουργό στο μέγαρό του, φορώντας ένα ζευγάρι πράσινα γυαλιά για να κρύβει τα μάτια του καθώς θα έψαχνε για το γράμμα. Καθώς συζητούσαν, σύντομα το ανακάλυψε, δεν ήταν κρυμμένο σε μυστικό μέρος, αλλά βρισκόταν στο γραφείο του ενόχου, σε ένα ράφι πάνω από το τζάκι: ήταν τσαλακωμένο, σφραγισμένο με άλλη σφραγίδα και άλλη γραφή και δεν τραβούσε την προσοχή επειδή φαίνονταν άχρηστο, συνηθισμένο. Ο Ντυπέν φεύγοντας άφησε πίσω την ταμπακιέρα του. Επιστρέφοντας να την πάρει την επόμενη μέρα, συνέχισαν τη συζήτηση με τον υπουργό, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός στο δρόμο. Καθώς ο υπουργός πήγε στο παράθυρο να δει τι συνέβαινε, ο Ντυπέν άλλαξε το γράμμα με ένα φαινομενικά παραπλήσιο.[4]

Ο Ντυπέν εξηγεί ότι η απόσπαση της προσοχής του υπουργού με τον πυροβολισμό ήταν δικό του έργο και ότι άφησε το άλλο γράμμα για να εξασφαλίσει την ασφαλή αναχώρησή του από το μέγαρο χωρίς ο υπουργός να υποψιαστεί κάτι. Αν είχε προσπαθήσει να το αρπάξει φανερά, ο Ντυπέν υποθέτει ότι ο Ντ. μπορεί να τον είχε σκοτώσει. Άλλωστε μια έχθρα τους χώριζε από παλιά - ο Ντυπέν αναφέρει ότι ο Ντ. του έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι στη Βιέννη στο παρελθόν - και ελπίζει ότι ο Ντ. θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τη δύναμη (που δεν έχει πλέον) για τα πολιτικά του σχέδια και έτσι αναπόφευκτα θα εκτεθεί και θα προκαλέσει την πολιτική του καταστροφή.[5]

Σχολιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ρητό στην αρχή του διηγήματος «Nil sapientiae odiosius acumine nimio» [6]που αποδίδει ο Πόε στον Σενέκα δεν εμφανίζεται στο καταγεγραμμένο έργο του Ρωμαίου συγγραφέα αλλά στην πραγματεία του Πετράρχη De Remediis utriusque Fortunae.
  • Το περιεχόμενο του γράμματος παραμένει άγνωστο σε όλη την ιστορία.
  • Ο συγγραφέας εμμένει σε λεπτομερείς σκέψεις για τις μορφές νοημοσύνης και για το πώς ορισμένοι κανόνες, που ισχύουν για την πλειονότητα των ανθρώπων όταν θέλει κάποιος να μαντέψει τις πράξεις τους, δεν ισχύουν για πρόσωπα ιδιαίτερων πνευματικών ικανοτήτων, και για το πώς σ' αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς του προσώπου, ώστε να κατανοηθεί ποια σκέψη έχει ακολουθήσει για να πετύχει τον στόχο του.
  • Για να μην κινήσει τις υποψίες του εκβιαστή, ο Ντυπέν αντικαθιστά το κλεμμένο γράμμα με άλλο παρόμοιο, στο οποίο προκλητικά έγραψε ένα σημείωμα (στα γαλλικά στο κείμενο του Πόε): «Αν ένα τέτοιο απαίσιο σχέδιο δεν είναι αντάξιο του Ατρέα, είναι αντάξιο του Θυέστη» [7] , αναφορά στους δύο εχθρούς αδελφούς από την ελληνική μυθολογία, και συμπληρώνει ότι το πήρε από την τραγωδία Ατρέας και Θυέστης (1707) του Κρεμπιγιόν.
  • Με βάση αυτό το σημείωμα, ο γλωσσολόγος Ζαν-Κλωντ Μιλνέρ πρότεινε το 1985 την υπόθεση ότι ο Ντυπέν και ο υπουργός Ντ... είναι αδέρφια.[8]
  • Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 στη Γαλλία, το διήγημα προκάλεσε συζητήσεις μεταξύ των θεωρητικών της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στον ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν που δημοσίευσε το κείμενο Το Σεμινάριο για το Κλεμμένο γράμμα και τον Ζακ Ντεριντά. [9]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το κλεμμένο γράμμα, μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας, εκδόσεις Ερατώ, 2017 [10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]