Συνοριακές Πολιτείες (Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος)
Στο γενικό πλαίσιο του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου, ο όρος συνοριακές πολιτείες αναφέρεται στις πέντε δουλοκτητικές πολιτείες του Ντέλαγουερ, του Κεντάκυ, του Μέριλαντ, του Μιζούρι, και της Δυτικής Βιρτζίνια, που συνόρευαν με μια ελεύθερη πολιτεία και παρατάχθηκαν με την Ένωση. Όλες εκτός από το Ντέλαγουερ είχαν κοινά σύνορα με πολιτείες που ήταν μέλη της Συνομοσπονδίας. Στο Κεντάκυ και στο Μιζούρι, υπήρχαν και φιλο-Συνομοσπονδιακές και φιλο-Ενωτικές κυβερνητικές έριδες. Η Δυτική Βιρτζίνια δημιουργήθηκε το 1863 από εκείνες τις βορειοδυτικές κομητείες της Βιρτζίνια που είχαν αποσχισθεί από τη Βιρτζίνια, μετά την απόσχιση της Βιρτζίνια από την Ένωση. Αν και κάθε δουλοκτητική πολιτεία (εκτός από την Νότια Καρολίνα) συνεισέφερε μερικούς στρατιώτες στην πλευρά της Συνομοσπονδίας καθώς και στην πλευρά της Ένωσης,[1][2] η διχόνοια ήταν πιο βαθιά σε αυτές τις συνοριακές πολιτείες, με άνδρες από την ίδια οικογένεια συχνά να πολεμούν σε αντίπαλες πλευρές.
Επιπροσθέτως, δύο εδάφη που δεν ήταν ακόμη πολιτείες-το Ινδιάνικο Έδαφος ( τώρα η πολιτεία της Οκλαχόμα) και το Έδαφος Νέου Μεξικού (τώρα οι πολιτείες της Αριζόνα και του Νέου Μεξικού)-επίσης επέτρεπαν τη δουλεία. Μέχρι τότε πολύ λίγοι δούλοι μπορούσαν πραγματικά να βρεθούν σε αυτά τα εδάφη, παρά παρά τη νομική κατάσταση του θεσμού εκεί. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι μεγάλες Ινδιάνικες Φυλές στην Οκλαχόμα υπέγραψαν μια συμμαχία με τη Συνομοσπονδία, και συμμετείχαν στις στρατιωτικές της προσπάθειες. Οι άποικοι του Εδάφους του Νέου Μεξικού ήταν ανάμεσα σε δύο πίστες· η περιοχή ήταν διαιρεμένη ανάμεσα στην Ένωση και τη Συνομοσπονδία στον 34ο Παράλληλο. Η Οκλαχόμα συχνά μνημονεύεται ως "συνοριακή πολιτεία" σήμερα, αλλά η Αριζόνα και το Νέο Μεξικό σπάνια, και αν ποτέ, χαρακτηρίζονται έτσι.
Με γεωγραφική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική σύνδεση και με τον Βορρά και με τον Νότο, οι συνοριακές πολιτείες ήταν κρίσιμες για την έκβαση του πολέμου, και ακόμα αποτελούν το πολιτισμικό όριο που χωρίζει τον Βορρά από τον Νότο. Μετά την Ανοικοδόμηση, οι περισσότερες από τις συνοριακές πολιτείες υιοθέτησαν τους νόμους του Τζιμ Κρόου που έμοιαζαν με αυτούς που είχαν θεσπιστεί στον Νότο, αλλά στις πρόσφατες δεκαετίες μερικές από αυτές (πιο αξιοπρόσεκτα το Ντέλαγουερ και το Μέριλαντ) έχουν γίνει πιο Βόρειες στον πολιτικό, οικονομικό, και κοινωνικό τους προσανατολισμό, ενώ άλλες (ειδικά το Κεντάκυ και η Δυτική Βιρτζίνια)έχουν υιοθετήσει ένα Νότιο τρόπο ζωής.[3][4] [5]
Η Διακήρυξη Χειραφέτησης του Λίνκολν, σχεδιασμένη σαν μια πράξη πολεμικών μέτρων, απευθυνόταν μόνο σε εδάφη όχι κάτω από τον έλεγχο της Ένωσης ακόμη, έτσι δεν απευθυνόταν στις συνοριακές πολιτείες. Το Μέριλαντ και η Δυτική Βιρτζίνια άλλαξαν το πολιτειακό τους σύνταγμα για να απαγορεύσουν τη δουλεία. Η δουλεία στο Κεντάκυ, το Μιζούρι, και το Ντέλαγουερ (καθώς επίσης και τα υπολείμματα της δουλείας στη Δυτική Βιρτζίνια και το Νιου Τζέρσεϊ) δεν τερματίστηκε μέχρι την επικύρωση της Δέκατης Τρίτης Τροποποίησης.
Οι πέντε συνοριακές πολιτείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κάθε μία από αυτές τις πέντε πολιτείες μοιράζονταν ένα σύνορο με τις ελεύθερες πολιτείες και συνδέθηκαν με την Ένωση. Όλες πλην του Ντέλαγουερ επίσης συνορεύουν με πολιτείες που εισήλθαν στη Συνομοσπονδία.
Ντέλαγουερ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Και οι δύο Βουλές της Γενικής Συνέλευσης του Ντέλαγουερ απέρριψαν την απόσχιση συντριπτικά, η Βουλή των Αντιπροσώπων ομόφωνα.
Μέριλαντ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Νομοθετική εξουσία του Μέριλαντ απέρριψε την απόσχιση το 1861, και ο Κυβερνήτης Τόμας Χικς ψήφισε κατά της. Σαν ένα αποτέλεσμα της βαριάς παρουσίας του Στρατού της Ένωσης στην πολιτεία και της αναστολής του χάμπεας κόρπους από τον Αβραάμ Λίνκολν, πολλοί πολιτειακοί νομοθέτες του Μέριλαντ, καθώς και ο δήμαρχος και ο αρχηγός της αστυνομίας της Βαλτιμόρης, οι οποίοι υποστήριξαν την απόσχιση, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν από τις αρχές της Ένωσης. (Με τη Βιρτζίνια να έχει αποσχισθεί, οι στρατιώτες της Ένωσης έπρεπε να διασχίσουν το Μέριλαντ για να φθάσουν στην εθνική πρωτεύουσα της Ουάσινγκτον. Αν το Μέριλαντ είχε επίσης εισέλθει στη Συνομοσπονδία, η Ουάσινγκτον θα είχε πλήρως περικυκλωθεί. Το Μέριλαντ συνεισέφερε στρατιώτες και στον στρατό της Ένωσης (60.000) και στον στρατό της Συνομοσπονδίας (25.000).
Το Μέριλαντ δεν καλύφθηκε από τη Διακήρυξη Χειραφέτησης του 1863. Το Μέριλαντ υιοθέτησε ένα νέο πολιτειακό σύνταγμα το 1864, το οποίο απαγόρευε τη δουλεία και έτσι χειραφέτησε όλους τους δούλους στην πολιτεία.
Κεντάκυ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Κεντάκυ ήταν στρατηγικό για τη νίκη της Ένωσης στον Εμφύλιο Πόλεμο. Ο Λίνκολν κάποτε είπε, "Νομίζω ότι το να χάσω το Κεντάκυ ισοδυναμεί με το να χάσω όλο το παιχνίδι. Με το Κεντάκυ χαμένο, δεν μπορούμε να κρατήσουμε το Μιζούρι, ούτε το Μέριλαντ. Όλα αυτά εναντίον μας, και η δουλειά στα χέρια μας είναι τόσο μεγάλη για εμάς. Θα συναινούσαμε σε διαχωρισμό αμέσως, περιλαμβάνοντας την παράδοση αυτής της πρωτεύουσας"[6](την Ουάσινγκτον, η οποία ήταν περικυκλωμένη από δουλοκτητικές πολιτείες: τη Συνομόσπονδη Βιρτζίνια και το ελεγχόμενο από την Ένωση Μέριλαντ). Αναφέρεται περισσότερο να έχει πει ότι έλπιζε να έχει τον Θεό στο πλευρό του, αλλά έπρεπε να έχει το Κεντάκυ.
Το Κεντάκυ δεν αποσχίσθηκε, αλλά μια μερίδα κατοίκων, γνωστή ως η συνέλευση του Ρούσελλβιλ, δημιούργησε μια Συνομόσπονδη κυβέρνηση του Κεντάκυ, που αναγνωρίσθηκε από τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής ως ένα κράτος μέλος. Το Κεντάκυ εκπροσωπήθηκε από το κεντρικό άστρο στη Συνομόσπονδη σημαία μάχης.[7]
Ο Κυβερνήτης του Κεντάκυ Μπέρια Μαγκόφφιν πρότεινε οι δουλοκτητικές πολιτείες όπως το Κεντάκυ να προσαρμοσθούν στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, και να παραμείνουν στην Ένωση. Όταν ο Λίνκολν ζήτησε 75.000 άνδρες για να υπηρετήσουν στον στρατό της Ένωσης, όμως, ο Μαγκόφφιν, συμπαθώντας τον Νότο, είπε ότι το Κεντάκυ "δεν θα συνεισφέρει με στρατιώτες στον απεχθή σκοπό της καθυπόταξης των αδελφών του Νότιων πολιτειών."
Το Κεντάκυ προσπάθησε να παραμείνει ουδέτερο, ακόμη και εκδίδοντας μια διακήρυξη στις 20 Μαΐου 1861, ζητώντας και από τις δύο πλευρές να κρατηθούν μακριά. Η ουδετερότητα έσπασε όταν ο Ομοσπονδιακός Στρατηγός Leonidas Polk κατέλαβε το Κολούμπους, το καλοκαίρι του 1861, αν και η Ένωση είχε ανοιχτά στρατολογήσει στρατιώτες στην πολιτεία πριν από αυτό. Σε ανταπόκριση, η Νομοθετική Εξουσία του Κεντάκυ πέρασε ένα ψήφισμα οδηγώντας τον κυβερνήτη να απαιτήσει την αποχώρηση των Ομοσπονδιακών δυνάμεων από το έδαφος του Κεντάκυ. Ο Μαγκόφφιν πρόβαλε βέτο στη διακήρυξη, αλλά η νομοθετική εξουσία αγνόησε το βέτο. Το νομοθετικό σώμα ακόμη αποφάσισε να υποστηρίξει τον Στρατηγό Οδυσσέα Γκραντ, και οι στρατιώτες του της Ένωσης στάθμευσαν στην Παντούκα, στα εδάφη όπου η Ομοσπονδία ακύρωσε την αρχική συμφωνία μπαίνοντας στο Κεντάκυ πρώτη.
Όταν ο Ομοσπονδιακός Στρατηγός Άλμπερτ Σίντνεϊ Τζόνστον κατέλαβε το Μπόουλινγκ Γκριν, Κεντάκυ, Μπόουλινγκ Γκριν το καλοκαίρι του 1861, οι φιλομοσπονδιακοί στο δυτικό και κεντρικό Κεντάκυ κινήθηκαν για να εγκαθιδρύσουν μια Ομοσπονδιακή πολιτειακή κυβέρνηση. Η Συνέλευση της Ρούσελλβιλ συνήλθε στην Κομητεία Λόγκαν στις 18 Νοεμβρίου 1861. Εκατόν έξι αντιπρόσωποι από 68 κομητείες ψήφισαν να ρίξουν την τωρινή κυβέρνηση, και να δημιουργήσουν μια προσωρινή κυβέρνηση πιστή στον νέο ανεπίσημο Ομοσπονδιακό Κυβερνήτη του Κεντάκυ, τον Τζωρτζ Γ. Τζόνσον. Στις 10 Δεκεμβρίου 1861, το Κεντάκυ έγινε η 13η πολιτεία που εισήλθε στην Ομοσπονδία. Το Κεντάκυ, μαζί με το Μιζούρι, ήταν μια πολιτεία με αντιπροσώπους και στα δύο Κογκρέσσα, και με συντάγματα και στους στρατούς της Ένωσης και της Ομοσπονδίας.
Ο Μαγκόφφιν, ακόμη λειτουργώντας ως επίσημος κυβερνήτης στο Φράνκφορτ, δεν θα αναγνώριζε τους Ομοσπονδιακούς του Κεντάκυ, ούτε τις προσπάθειες τους να εγκαθιδρύσουν μια κυβέρνηση στην πολιτεία τους. Συνέχισε να κηρύσσει την επίσημη θέση του Κεντάκυ στον πόλεμο σαν ουδέτερη πολιτεία—αν και το νομοθετικό σώμα υποστήριζε την Ένωση, Ο Μαγκόφφιν, απηυδισμένος με τις κομματικές διαιρέσεις μέσα στον πληθυσμό και το νομοθετικό σώμα, ανακοίνωσε μια ειδική συνεδρίαση του νομοθετικού σώματος, και μετά παραιτήθηκε από το αξίωμα του το 1862.
Το Μπόουλινγκ Γκριν παρέμεινε κατειλημμένο από τους Ομοσπονδιακούς μέχρι τον Φεβρουάριο του 1862, όταν ο Στρατηγός Γκραντ κινήθηκε από το Μιζούρι, μέσω του Κεντάκυ, κατά μήκος της γραμμής του Τεννεσί. Ο Ομοσπονδιακός Κυβερνήτης Τζόνσον έφυγε από το Μπόουλινγκ Γκριν με τα Ομοσπονδιακά πολιτειακά αρχεία, κατευθύνθηκε νότια, και εισήλθε στις Ομοσπονδιακές δυνάμεις στο Τενεσσί. Αφού ο Τζόνσον σκοτώθηκε πολεμώντας στη Μάχη του Σάιλο, ο Ρίτσαρντ Χάουις ονομάστηκε Ομοσπονδιακός κυβερνήτης. Λίγο μετά, το Προσωρινό Ομοσπονδιακό Κογκρέσο διακόπηκε στις Φεβρουαρίου 1862, στην παραμονή της εγκατάστασης ενός μόνιμου Κογκρέσου. Όμως, καθώς η κατάληψη της Ένωσης από τότε και στο εξής κυριάρχησε στην πολιτεία, η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Κεντάκυ, το 1863, υπήρχε μόνο στο χαρτί, και η εκπροσώπηση στο μόνιμο κογκρέσο ήταν μηδαμινή. Διαλύθηκε όταν ο Εμφύλιος Πόλεμος τελείωσε την άνοιξη του 1865.
Μιζούρι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την αρχή της απόσχισης των Νότιων πολιτειών, ο μόλις εκλεγμένος κυβερνήτης του Μιζούρι κάλεσε τη νομοθετική εξουσία να επικυρώσει μια συνταγματική συνέλευση για την απόσχιση. Μια ειδική ψηφοφορία ενέκρινε τη συνέλευση, και την εξουσιοδοτεί. Αυτή η Συνταγματική Συνέλευση του Μιζούρι ψήφισε να πααρμείνει στην Ένωση, αλλά απέρριψε τον εξαναγκασμό των Νότιων Πολιτειών από τις ΗΠΑ. Ο φιλονότιος Κυβερνήτης Κλέιμπορν Φ. Τζάκσον απογοητεύτηκε από το αποτέλεσμα. Κάλεσε τα μέλη της πολιτοφυλακής της πολιτείας στις περιφέρειες του για ετήσια εκπαίδευση. Ο Τζάκσον είχε σχέδια στο Οπλοστάσιο του Σαιντ Λόυις, και είχε έρθει σε μυστική αναπόκριση με τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο Τζέφερσον Ντέηβις, για να λάβει πυροβολικό για την πολιτοφυλακή στο Σαιντ Λούις. Ανήσυχος από αυτές τις εξελίξεις, ο Λοχαγός της Ένωσης Ναθάνιελ Λάιον χτύπησε πρώτος, κυκλώνοντας το στρατόπεδο, και αναγκάζοντας την πολιτοφυλακή της πολιτείας να παραδοθεί. Ενώ οδηγούσαν τους φυλακισμένους στο οπλοστάσιο, μια θανάσιμη οχλαγωγική συγκέντρωση ξέσπασε ( το Επεισόδιο του Στρατοπέδου Τζάκσον.)
Αυτά τα γεγονότα προκάλεσαν μεγαλύτερη Ομοσπονδιακή υποστήριξη μέσα στην πολιτεία. Το ήδη φιλονότιο νομοθετικό σώμα ψήφισε το στρατιωτικό νομοσχέδιο του κυβερνήτη δημιουργώντας της Πολιτειακή Φρουρά του Μιζούρι. Ο Κυβερνήτης Τζάκσον διόρισε τον Στέρλινγκ Πράις, που ήταν πρόεδρος της συνέλευσης, υποστράτηγο της αναμορφωμένης και επεκταμένης πολιτοφυλακής. Ο Πράις, και ο διοικητής της περιφέρειας της Ένωσης Χάρνεϋ, ήλθαν σε συμφωνία γνωστή ως η Ανακωχή Πράις-Χάρνεϋ, που εκτόνωσε τις εντάσεις στην πολιτεία για μερικές εβδομάδες. Αφού ο Χάρνεϋ ανακλήθηκε, και ο Λάιον τοποθετήθηκε στη θέση του,, μια συνάντηση έγινε στο Σαιντ Λούις στη Βουλή τωνΚαλλιεργητών μεταξύ του Λάιον, του πολιτικού του συμμάχου Φράνσις Π. Μπλαιρ Τζούνιορ, του Πρις, και του Τζάκσον. Οι διαπραγματεύσεις δεν προχώρησαν, και μετά από μερικές άκαρπες ώρες ο Λάιον έκανε τη διάσημη δήλωση του, "αυτό σημαίνει πόλεμο!" Ο Πράις και ο Τζάκσον αμέσως αναχώρησαν για την πρωτεύουσα.
Ο Τζάκσον, ο Πράις, και το νομοθετικό σώμα, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα της πολιτείας, την Τζέφερσον Σίτι στις 14 Ιουνίου 1861, για τον κίνδυνο της ραγδαίας προώθησης του Λάιον εναντίον της πολιτειακής κυβέρνησης. Κατά την απουσία της εξορισμένης τώρα πολιτειακής κυβέρνησης, η Συνταγματική Συνέλευση του Μιζούρι επανασυνήλθε στα τέλη Ιουλίου. Στις 30 Ιουλίου, η συνέλευση κήρυξε τα πολιτειακά αξιώματα κενά, και διόρισε μια νέα προσωρινή κυβέρνηση με τον Χάμιλτον Γκαμπλ ως κυβερνήτη. Η Διοίκηση του Προέδρου Λίνκολν αμέσως αναγνώρισε τη νομιμότητα της κυβέρνησης του Γκαμπλ, που διέθεσε τις φιλο-Ενωτικές δυνάμεις πολιτοφυλακής για υπηρεσία μέσα στην πολιτεία, και εθελοντικά συντάγματα για τον Στρατό της Ένωσης.
Η μάχη επακολούθησε μεταξύ των δυνάμεων της Ένωσης, και ένας συνδυασμένος στρατός από την Πολιτειακή Φρουρά του Μιζούρι του Στρατηγού Πράϊς και Συνομόσπονδοι στρατιώτες από το Αρκάνσας και το Τέξας, υπό τον Στρατηγό Μπεν Μακ Κούλοτς. Μετά την επίτευξη νικών στη μάχη του Ουίλσον Κρηκ, και την πολιορκία του Λέξινγτον, το Μιζούρι, οι αποσχιστικές δυνάμεις δεν είχαν επιλογές παρά να υποχωρήσουν στο Νοτιοδυτικό Μιζούρι, καθώς οι δυνάμεις της Ένωσης έφθασαν. Εκεί, στις 30 Οκτωβρίου 1861 στην πόλη του Νιόσο, ο Τζάκσον κάλεσε την εξόριστη πολιτειακή νομοθετική εξουσίασε συνεδρίαση, όπου θέσπισαν μια διάταξη απόσχισης. Αναγνωρίσθηκε από το Συνομόσπονδο κογκρέσο, και το Μιζούρι έγινε δεκτό στη Συνομοσπονδία στις 28 Νοεμβρίου.
Η εξόριστη κυβέρνηση της πολιτείας αναγκάσθηκε να αποσυρθεί στο Αρκάνσας. Για το υπόλοιπο του πολέμου, αποτελείτο από φορτία βαγονιών με πολιτικούς προσκολλημένους σε διάφορους Συνομόσπονδους στρατούς. Το 1865, εξαφανίσθηκε.
Ανταρτοπόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τακτικές Συνομόσπονδες δυνάμεις έκαναν αρκετές μεγάλης κλίμακας επιδρομές μέσα στο Μιζούρι, αλλά οι περισσότερες εχθροπραξίες αποτελούνταν από ανταρτοπόλεμο. Οι αντάρτες ήταν κυρίως Νότιοι παρτιζάνοι, περιλαμβανομένων των Ουίλλιαμ Κουάντριλ, Φρανκ και Τζέσσε Τζέημς, των αδελφών Γιάνγκερ, και Ουίλλιαμ Τ. Άντερσον. Τέτοιες τακτικές μικρών μονάδων με πρώτους τους Missouri Partisan Rangers υπήρξαν και σε άλλα κατεχόμενα τμήματα της Συνομοσπονδίας κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η φυγοδικία των αδελφών Τζέημς μετά τον πόλεμο θεωρείται ως συνέχιση του ανταρτοπολέμου.
Η ανταπόκριση της Ένωσης ήταν να καταπιέσει τους αντάρτες. Το έκανε στο δυτικό Μιζούρι συγκεντρώνοντας τους φιλονότιους πολίτες σε ευρέως φυλασσόμενα στρατόπεδα, και κήρυξε την ανοιχτή περιοχή ως ελεύθερη ζώνη πυρός. Μονάδες του ιππικού της Ένωσης θα αναγνώιζαν και θα εντόπιζαν τα διασορπισμένα Συνομόσπονδα υπολείμματα, που δεν είχαν μέρη να κρυφτούν ούτε μυστικές βάσεις εφοδιασμού. Έκτοτε, το Μιζούρι ήλθε στον έλεγχο της κυβέρνησης της Ένωσης.[8]
Δυτική Βιρτζίνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρασκήνιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι σοβαρές διαιρέσεις μεταξύ των δυτικών και ανατολικών τμημάτων της Βιρτζίνια δεν ξεκίνησαν τον χειμώνα του 1860-1861. Ο ιστορικός της Δυτικής Βιρτζίνια C. H. Ambler έγραψε ότι “υπάρχουν κατά την περίοδο από το 1830 έως το 1850 πολύ λίγες στιγμές που δεν δημιουργήθηκαν σχέδια για τον διαμελισμό της κοινοπολιτείας.” Το δυτικό τμήμα της πολιτείας αυτήν την περίοδο ήταν “το αναπτυσσόμενο και επιθετικό τμήμα,” ενώ το ανατολικό ήταν “το παρακμάζον και συντηρητικό.” Η δύση εστίαζε τα ποαράπονά της στη δυσανάλογη νομοθετική εκπροσώπηση της ανατολής (βάσει πληθυσμού), και το μοίρασμα των εσόδων της πολιτείας. Τα ανατολικά δικαιολογούσαν αυτήν την κυριαρχία λόγω της εξάρτησης τους από τους δούλους, “η κατοχή των οποίων θα ήταν εγγυημένη και ασφαλής μόνο δίνοντας στους ιδιοκτήτες τους φωνή στην κυβέρνηση επαρκή για την προστασία των συμφερόντων τους.”[9] Το 1851, η Μεταρρυθμιστική Συνέλευση της Βιρτζίνια (Virginia Reform Convention), εξαναγκασμένη να αναγνωρίσει ότι ο Λευκός πληθυσμός του δυτικού τμήματος της πολιτείας υπερκερούσε αριθμητικά του ανατολικού, έκανε σημαντικές αλλαγές. Καθολικό δικαίωμα ψήφου δόθηκε, και ο κυβερνήτης θα καθοριζόταν από την απευθεία ψήφο του λαού. Η κάτω βουλή του νομοθετικού σώματος κατανεμόταν αυστηρά βάσει πληθυσμού, αν και η άνω βουλή ακόμα χρησιμοποιούσε έναν συνδυασμό πληθυσμού και περιουσίας στον καθορισμό τον εκλεκτορικών περιφερειών.[10]
Κατά το 1859 υπήρχαν πάλι ισχυρές δισπαστικές τάσεις εν εξελίξει μέσα στην πολιτεία, αν και η δύση ήταν η ίδια διαιρεμένη μεταξύ βορρά και νότου, με τον νότο πιο ικανοποιημένο με τις αλλαγές που έγιναν το 1851. Ο ιστορικός Daniel W. Crofts έγραψε, “Οι βορειοδυτικοί παραπονέθηκαν ότι είχαν γίνει ‘οι πλήρεις υπόδουλοι της Ανατολικής Βιρτζίνια,’ φορολογούμενοι ‘ανηλεώς και αυξανόμενα, στις θελήσεις της και προς όφελος της.’” Εσωτερικές βελτιώσεις σημαντικές για τα δυτικά, όπως το Κανάλι του Ποταμού Τζέημς και Κανάουα, ή σιδηροδρόμους συνδέοντες τα δυτικά με τα ανατολικά, τις είχαν υποσχεθεί αλλά δεν κατασκευάσθηκαν.
Άλλα θέματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τενεσσί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και το Τενεσσί είχε επίσημα αποσχισθεί, το Ανατολικό Τενεσσί ήταν υπέρ της Ένωσης και είχε κυρίως ψηφίσει εναντίον της απόσχισης. Προσπάθειες να αποσχισθεί από το Τενεσσί καταπνίγηκαν από τη Συνομοσπονδία. Ο Τζέφερσον Ντέηβις συνέλαβε πάνω από 3.000 άνδρες ύποπτους για πίστη προς την Ένωση κάνοντας το χωρίς δίκη.[11] Το Τενεσσί ήλθεστον έλεγχο των δυνάμεων της Ένωσης το 1862 και παραλείφθηκε από τη Διακήρυξη Χειραφέτησης. Μετά τον πόλεμο, το Τενεσσί ήταν η πρώτη πολιτεία που τα εκλεγμένα μελη της επανεισήλθαν στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αλαμπάμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κομητεία Ουίνστον, εξέδωσε ένα ψήφισμα για την απόσχιση σπό την πολιτεία της Αλαμπάμα.
Οκλαχόμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο Ινδιάνικο Έδαφος (τώρα η πολιτεία της Οκλαχόμα), οι περισσότερες Ινδιάνικες Φυλές κατείχαν μαύρους σκλάβους, και συντάχθηκαν με τη Συνομοσπονδία. Παρ' όλα αυτά, μερικές φυλές συντάχθηκαν με την Ένωση, και ένας αιματηρός εμφύλιος επήλθε στο έδαφος, με μεγάλες κακουχίες για τα παιδιά και τις γυναίκες.
Βλέπε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ History of the 1st Alabama Cavalry, USV
- ↑ «World History Blog: Pro-Union Southerners». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2009.
- ↑ Encyclopedia of Southern Culture, by Mary L. Hart, Charles Reagan Wilson, William Ferris and Ann J. Adadie, Univ. of N. Carolina Press, 1989. ISBN 0-8078-1823-2
- ↑ Ambler, Charles "The History of West Virginia". re: the discard of the 1863 State Constitution and adoption of the new 1872 Constitution: "As a consequence of these changes, for more than twenty years West Virginia was allied with the 'Solid South'...It gave West Virginia the laws and institutions that best reflected the sentiments of her people..."
- ↑ Telsur Southern Dialect Regional Map http://www.ling.upenn.edu/phono_atlas/maps/MapsS/Map1S.html
- ↑ Collected Works of Abraham Lincoln. Volume 4 page 533 Roy P. Basler [1]
- ↑ Irby, Jr., Richard E. «A Concise History of the Flags of the Confederate States of America and the Sovereign State of Georgia». About North Georgia. Golden Ink. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2006.
- ↑ William E. Parrish, Turbulent Partnership: Missouri and the Union, 1861-1865 (1963)
- ↑ Ambler (1910) pp. 764-765
- ↑ Crofts pp. 57-58
- ↑ Mark Neely, Confederate Bastille: Jefferson Davis and Civil Liberties 1993 pp. 10–11