Ριχάρδος Γ΄ της Γκαέτα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ριχάρδος Γ΄ της Γκαέτα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση11ος αιώνας
Θάνατος1140
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός

Ο Ριχάρδος Γ΄ (πέθανε το 1140 ή το 1141), επίσης γνωστός ως Ριχάρδος του Καλένο[1][2][3], ήταν Νορμανδός κόμης της Καρινόλας και ο τελευταίος σχεδόν ανεξάρτητος Δούκας της Γκαέτα, που κυβερνούσε από το 1121 μέχρι το θάνατό του. Από το 1113, ήταν συγκυβερνήτης με τον ξάδελφό ή ανιψιό του, Ιωνάθαν της Γκαέτα, το 1121 τον διαδέχθηκε. Ως δούκας ήταν υποτελής των Πριγκίπων της Κάπουα[4].

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ριχάρδος ήταν γιος του Κόμη Βαρθολομαίου της Καρινόλας, όπως βεβαιώνει ο Πέτρος ο Διάκονος, ο οποίος τον αποκαλεί Bartholomei de Caleno filius(γιο του Βαρθολομαίου του Καλένο) στο Chronicon Cassinense του. Ο Βαρθολομαίος ήταν αδελφός του Πρίγκιπα Ζουρντέν Α΄ της Κάπουα και του Κόμη Ιωνάθαν Α΄ της Καρινόλα. Ο Ριχάρδος ήταν λοιπόν μέλος κλάδου της οικογένειας Ντρέγκοτ. Ο Δούκας Τζόναθας, ο οποίος προηγήθηκε του Ριχάρδου στη Γκαέτα, μπορεί να ήταν ο γιος του Κόμη Τζόναθας[5] Ο Γκράχαμ Λουντ παρουσιάζει μια εναλλακτική γενεαλογία, καθιστώντας τον Ριχάρδο γιο του κόμη Τζόναθας και τον δούκα Τζόναθας ανιψιό του, γιο ενός ανώνυμου αδελφού του Ριχάρδου[5] .

Ο Ριχάρδος παντρεύτηκε μια γυναίκα που ονομάζεται Άννα, ο γιος τους, ο Τζόναθας (πέθανε 1162 - 66), κληρονόμησε την Κομητεία της Καρίνολα και αποζημιώθηκε για την απώλεια της Γκαέτα, η οποία πέρασε στο στέμμα μετά το θάνατο του Ριχάρδου[6]

Θητεία του στη Γκαέτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Πέτρο Διάκονο, μετά το θάνατο του Δούκα Ριχάρδου Β΄ το 1111, η χήρα του, Ρανγκάρντα, πολέμησε τον Κόμη Ριχάρδο της Καρινόλα «για τον [έλεγχο] του Δουκάτου της Γκαέτα» (pro ducatu Cagetano). Ο Πέτρος δεν αναφέρει ποτέ τον Ριχάρδο της Καρινόλα ως δούκα της Γκαέτα, προτιμώντας να τον αποκαλεί απλά τον «άρχοντα της Καρινόλα» (dominus Caleni)[5]. Μετά το θάνατο του προκατόχου του, Ριχάρδου Β΄ το 1113, ο Τζόναθας εγκαταστάθηκε ως δούκας, με τον Ριχάρδο ως συνκυβερνήτη, από τον Πρίγκιπα Ροβέρτο Α΄ της Κάπουα[1]. Ο Τζόναθας είναι γνωστός από το Codex Caietanus[7] Ως ένδειξη της ανεξαρτησίας της Γκαέτα, μεταξύ Μαρτίου ή Μαΐου 1113 και Ιουλίου 1114, αυτός και ο Ριχάρδος εξέδωσαν έγραφα που χρονολογούνται από την κοινή βασιλεία των βυζαντινών αυτοκρατόρων Αλεξίου Α΄ (1081–1118) και Ιωάννη Β΄ (1092–1143). Το 1114 ο Ριχάρδος αφιέρωσε στο αβαείο του Μοντεκασσίνο τις περιουσίες του στο Φοντί, το Σεκκάνο, το Ακουίνο, το Βενάφρο, το Αλίφε και το Τεάνο[8]. Το 1115 η Ρανγκάρντα κατάσχεσε τον πύργο και άλλα αντικείμενα της μονής στο Σάιο, σε αντίποινα για τη φυλάκιση του δεύτερου συζύγου της, του Αλεξάνδρου, της κομητείας της Σέσας Αουρούνκα. Το 1117 ο Ριχάρδος βοήθησε στην αποκατάσταση των κτημάτων του[9] . Τον Μάρτιο του 1118, όταν ο αυτοκράτορας Ερρίκος Ε΄ εγκατέστησε έναν αντιπάππα, τον Γρηγόριο Η΄ στη Ρώμη, ο νόμιμος Πάπας Γελάσιος Β΄ έφυγε στην Γκαέτα. Αν και ήταν μοναχός και διάκονος, δεν είχε ποτέ χειροτονήσει ιερέα. Στην Γκαέτα, η χειροτονία και ο αγιασμός του πραγματοποιήθηκαν στις 9-10 Μαρτίου, σύμφωνα με το Liber pontificalis (την επίσημη παπική ιστορία), παρουσία του Δούκα Ριχάρδου, του Δούκα Γουλιέλμου Β΄της Απουλίας και του Πρίγκιπα Ροβέρτου Α' της Κάπουα. Και οι τρεις έπειτα ορκίστηκαν πίστη στον πάπα[1].

Το 1121 ο Ριχάρδος επιβεβαίωσε την ιδιοκτησία του Campus Pedeacetu, ιδιοκτησία μιας από τις κορυφαίες οικογένειες της Γκαέτα[10]. Το 1123, ο Ριχάρδος, μετά από αίτημα του λαού, ορκίστηκε ενώπιον των προξένων και "μεγάλων αντρών" (maiores) να μην αλλάξει το φολλάρι, νόμισμα, που κόπηκε και χρησιμοποιήτω στη Γκαέτα[10][11][12][13]. Αυτά τα νομίσματα κυκλοφόρησαν μόνο τοπικά και διατηρήθηκαν ακόμη και κάτω από τους βασιλιάδες της Σικελίας έως τα 1194 - 1197[11]. Το Φολλάρι φέρει τις επιγραφές RIC CON ET DUX και †GAETA ακολουθούμενο είτε από το II είτε το III που αποδίδεται στους δούκες Ριχάρδο Β΄και Ριχάρδο Γ΄[14][15]. Αυτή η πράξη του 1123 παρουσιάζει επίσης την πρώτη εμφάνιση των προξένων στην Γκαέτα. Οι πρόξενοι - συνήθως τέσσερις σε αριθμό, επανεμφανίστηκαν μετά το θάνατό του Ριχάρδου[16]. Όπως φαίνεται από τα νομίσματά του, ο Ριχάρδος χρησιμοποίησε γενικά τον τίτλο Consul et Dux (πρόξενος και δούκας)[14]. Το 1127 το κτίριο που στεγάζει την Κουρία το παραχώρησε στους πρόξενους[10][13].

Διαφωνία με το Μόντεκασσινο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Πέτρο τον Διάκονο, το 1124, ο Ριχάρδος του Πινγκάρδου «δελεάστηκε από τις υποσχέσεις» (promissionibus illectus) του Ριχάρδου της Γκαέτα για να φυλακίσει τον Λέοντα, πρόξενο του Φόντι και τον γιο του Πέτρο. Ο ηγούμενος Οντερίσιους Β΄ του Μόντεκσσινο, με την έγκριση του Πάπα Κάλλιστου Β΄, κατέλαβε στη συνέχεια το κάστρο του Πινγκάρδου στο Πίκο. Αυτό ώθησε τον Δούκα Ριχάρδο να ζητήσει βοήθεια από τον άρχοντα και ξάδελφό του, τον Πρίγκιπα Ζουρντέν Β΄ της Κάπουα, ο οποίος εισέβαλε αμέσως στα εδάφη του Μοντεκασσίνο. Μόνο η παρέμβαση του Πάπα, ο οποίος ανάγκασε τον Οντερίσο Β΄να επιστρέψει τα εδάφη στο Πίκο και η πληρωμή 300 κιλών χρυσού από τον ηγούμενο στον πρίγκιπα σταμάτησαν τον Ζουρτέν από το να πάρει πίσω το κάστρο με τη βία[5]. Ο Πέτρος προσθέτει ότι ο Δούκας Γουλιέλμος της Απουλίας αρνήθηκε να παρέμβει στη σύγκρουση[17].

Η πράξη του Οντερίσου Β΄ το 1126 προκάλεσε μια αναταραχή μεταξύ των εχθρών του Μοντεκασσίνο. Το 1125, σύμφωνα με τον Πέτρο τον Διάκονο απέλυσε τις πόλεις Sant'Ambrogio, La Giuntura, Santo Stefano, San Giorgio και Sant'Apollinare[18][5]. Το 1127 ο Ριχάρδος έστειλε τον Αντενούλφο, κόμη του Σπινινίου, να καταλάβει το Καστέλνοβοβο Παράνο. Αυτό στη συνέχεια ανταλλάχθηκε στην μονή με αντάλλαγμα το κάστρο του Πίκο[19]. Το 1127, ο Ριχάρδος λεηλάτησε το κοινόβιο του Αγίου Νικολάου της Πίκας (κοντά στο σύγχρονο Πίκο), ιδιοκτησία του Μοντεκασσίνο. Ο κάτοικος του κοινοβίου, Σενιορέκτους, σύντομα θα εκλεγεί ηγούμενος του Μοντεκασσίνο το ίδιο έτος[20]. Τον Φεβρουάριο – Μάρτιο 1128, ο Ριχάρδος ήταν στην Κάπουα όπου επισκέπτονταν τον συγγενή του, πρίγκιπα Ροβέρτο Β ΄. Στις 4 Φεβρουαρίου ήταν ο πρώτος αναφερόμενος μάρτυρας του όρκου που έδωσε ο Ροβέρτος, ορκίστηκε στον Ηγούμενο Σενιόρεκτους για να σεβαστεί τα υπάρχοντα του Μοντεκασσίνο εντός των περιοχών του. Τον Μάρτιο, πιστώνοντας τον Ριχάρδο και έναν άλλο βαρόνο, τον Ρενώ Λοπίνους, ο Ροβέρτος παραχώρησε 300 tarì σε ετήσιο εισόδημα από την Casa Genzana στο Μοντεκασσίνο[21].

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1129 ο Ριχάρδος υπέγραψε μια συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας με το Δουκάτο της Νάπολης[4][22]. Το 1134 υπέγραψε μια συνθήκη με τον άρχοντα του Monte Circeo κατά των πολιτών της Τερρακίνα [4]. Το ίδιο έτος αποκατέστησε επίσης περιουσία που είχε ληφθεί από μια εκκλησία στην πόλη[10]. Μέχρι το 1137 ο Ριχάρδος φαίνεται να έχει παρουσιαστεί στον Βασιλιά Ρογήρο Β΄ της Σικελίας, και δεν υπάρχει καμία καταγραφή των κυβερνώντων προξένων της Γκαέτα μετά το 1135[4]. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ούτε έγγραφο του Ριχάρδου ως δούκας της Γκαέτα μετά τον Μάιο του 1135, αλλά έζησε τουλάχιστον μέχρι το 1140 ή το 1141, προφανώς εξακολουθούσε να κυβερνά[5][11][23]. Το 1137, η Δημοκρατία της Πίζας απηύθυνε επιστολή στους προξένους της Γκαέτα, προτρέποντάς τους να μην επιτεθούν στη Νάπολη, κάτι που έχει νόημα μόνο αν είχε χαλάσει η ειρήνη με τη Νάπολη και ο Ριχάρδος είχε ευθυγραμμιστεί με τον Ρογήρο[4]. Το 1137 ο Ριχάρδος συμπαρατάχθηκε με τον αυτοκράτορα Λοθάριο Β΄ όταν ο τελευταίος εισέβαλε στη νότια Ιταλία[24]. Το 1140, ορισμένα πλοία της Γκαέτα έκαναν επιδρομή στην ακτή των Γενουάτων, αλλά εκείνη τη χρονιά ο δούκας αναγκάστηκε να αποτίνει φόρο τιμής και να ορκιστεί πίστη όχι μόνο στον Βασιλιά Ρογήρο, αλλά και στους γιους του Δούκα Ρογήρου Γ΄ της Απουλίας και του πρόσφατα εγκατεστημένου Πρίγκιπα Αλφόνσο της Κάπουα Στη συνέχεια, ο Ριχάρδος ήταν υποτελής του βασιλιά[2][4]. Όταν πέθανε, το δουκάτο του πέρασε στο στέμμα και σταδιακά ενσωματώθηκε στο βασίλειο ως βασιλική πόλη[25].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Falkenhausen 1989.
  2. 2,0 2,1 Houben 2002, σελ. 67.
  3. Bloch 1986, σελίδες 116, 1508.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 Skinner 1995b, σελ. 317.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 Bloch 1986, σελ. 398.
  6. Loud 1996, σελίδες 332–33.
  7. Skinner 1995a, σελ. 159.
  8. Chalandon 1907, vol. I, p. 316.
  9. Bloch 1986, σελ. 187.
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Skinner 2002, σελίδες 84–85.
  11. 11,0 11,1 11,2 Grierson, Blackburn & Travaini 2009, σελ. 70.
  12. Oldfield 2009, σελ. 261.
  13. 13,0 13,1 Skinner 1995b, σελ. 318.
  14. 14,0 14,1 Grierson, Blackburn & Travaini 2009, σελ. 71.
  15. Grierson, Blackburn & Travaini 2009, σελ. 602.
  16. Skinner 1995b, σελ. 313.
  17. Chalandon 1907, vol. I, p. 324.
  18. Bloch 1986, σελίδες 177–79.
  19. Bloch 1986, σελ. 399.
  20. Bloch 1986, σελ. 212.
  21. Loud 1981, σελ. 141.
  22. Chalandon 1907, vol. II, p. 13.
  23. Loud 1996, σελ. 332.
  24. Loud 1996, σελ. 335.
  25. Houben 2002, σελ. 67 n. 17.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]