Πολιορκία του Βάμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Πολιορκία του Βάμου ήταν μία ιστορική επιχείρηση των εξεγερθέντων χριστιανών Κρητικών κατά την τελευταία Κρητική Επανάσταση, το 1896, εναντίον 1600 Τούρκων που είχαν οχυρωθεί στο ομώνυμο φρούριο - Διοικητήριο, στο χωριό Βάμος, 25 χλμ. Α. των Χανίων, στις βόρειες υπώρειες του Λευκών Ορέων, εξ ου και η ονομασία της.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την επιχείρηση αυτή οργάνωσε και συντόνιζε η λεγόμενη "Μεταπολιτευτική Επιτροπή Κρήτης" ή "Επιτροπή Μεταπολίτευσης Κρήτης" που τελούσε υπό την προεδρία του Μανούσου Κούνδουρου. Η Πολιορκία αυτή κράτησε δεκαπέντε ημέρες και παρά τις αντιδράσεις των επισκόπων της περιοχής, αλλά και των τουρκικών ενισχύσεων που κατέφθασαν, κατέληξε αε περιφανή νίκη των χριστιανών Κρητικών εξαναγκάζοντας τους Τούρκους σε φυγή. Πρόκειται για την πρώτη ουσιαστική στρατιωτική επιτυχία των χριστιανών Κρητικών στην επανάσταση εκείνη, εξ αιτίας της οποίας κατέστη αναγκαία η ναυτική παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων, λαμβάνοντας έτσι διεθνή χαρακτήρα ζητήματος για επίσπευση της οριστικής λύσης του, εξ ου και η σπουδαιότητά της.

Ιστορικό κατάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 3 Σεπτεμβρίου/15 Σεπτεμβρίου 1895, (ν.ημερ.) συνήλθε στο Κλήμα Αλικάμπου, μετά την από 20 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου του 1895 πρόσκληση – προκήρυξη του πρωτοδίκη του Βάμου Μ. Κούνδουρου μεγάλη συνάθροιση εκπροσώπων του κρητικού λαού όπου και αποφασίστηκε η υποβολή υπομνήματος περίπου δέκα βασικών αιτημάτων προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων και την ελληνική κυβέρνηση που αφορούσαν την εφαρμογή του οργανικού νόμου της Χαλέπας, που κωλυσιεργούσε η Υψηλή Πύλη. Συνέχεια αυτού ακολούθησε η εκλογή προεδρείου της λεγόμενης Μεταπολιτευτικής Επιτροπής στην οποία μετά από φιλονικίες πρόεδρος εξελέγη ο Μ. Κούνδουρος με αντιπροέδρους τους: Γ. Μυλωνογιάννη ή Μυλωνογιαννάκη (γιατρός εξ Αποκορώνου, γιος του οπλαρχηγού Ματθαίου Μυλωνογιάννη), Στ. Φωτάκη (δικηγόρος εκ Μελάμπων) και Μ Ζερβό (οπλαρχηγός) η οποία και ανέλαβε την γενικότερη δράση εξέγερσης.

Στις 11 και 19 Οκτωβρίου (π.ημερολ) σημειώνονται οι πρώτες συμπλοκές στη θέση Ασή Γωνιά μεταξύ τουρκικού στρατού και εξεγερθέντων Τον Νοέμβριο του 1895 συνάφθηκαν η μάχη του Αλικάμπου, η μάχη των Καρών Αποκορώνου και η μάχη του Πύργου Κεφάλα, συνέπεια των οποίων ήταν ο τουρκικός στρατός να καταφύγει στο Βάμο και στο Ρέθυμνο. Παράλληλα τουρκικός στρατός πολιορκηθείς στον στρατώνα Σφακίων μόλις που κατάφερε να σωθεί από τουρκικά πλοία που κατέπλευσαν και τον μετέφεραν στα Χανιά.
Εξέλιξη αυτών ήταν ο Γενικός Διοικητής Καραθεοδωρής πασάς να υποβάλει παραίτηση στο τέλος Δεκεμβρίου του 1895. Οι ειδήσεις των απανωτών αυτών γεγονότων δημιούργησαν εύλογα μεγάλη συγκίνηση στην Ελλάδα με συλλαλητήρια στην Αθήνα για αποστολή βοήθειας.

Το χωριό Βάμος, με τους πέριξ οικισμούς του, Κανδυλιανά, Μαμουνιανά και Τσικολιανά, λόγω της γεωγραφικής και στρατηγικής του θέσης είχε αναδειχθεί από τον Σάββα πασά το 1866 σε διοικητικό κέντρο – πρωτεύουσα του νομού Σφακίων στο οποίο είχε ανεγείρει μεγάλο διοικητήριο (σαράι) με μεγάλο στρατώνα με αποθήκες και δεξαμενές, τζαμί αλλά και σχολεία ακόμα και παρθεναγωγείο. Στο Βάμο είχαν την έδρα τους δικαστικές, οικονομικές και στρατιωτικές αρχές της οθωμανικής διοίκησης της ευρύτερης περιοχής. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεχόταν και τις περισσότερες επιθέσεις των εξεγερμένων κάθε φορά Κρητικών, όπως το 1878 όπου τα δημόσια κτίρια υπέστησαν μεγάλη καταστροφή, την αποκατάσταση των οποίων έκανε ο Μαχμούτ πασάς το 1892.

Μετά τα παραπάνω γεγονότα του τελευταίου τριμήνου του 1895 και τον διορισμό του μουσουλμάνου Τουρχάν πασά στη θέση του Καραθεοδωρή πασά, συνεχιζόμενης έτσι της απραξίας των Μεγάλων Δυνάμεων στην εφαρμογή των όρων του υπομνήματος που είχε υποβάλει η Μεταπολιτευτική Επιτροπή της Κρήτης, αποφάσισε η τελευταία, μεταβαλλόμενη σε επαναστατική επιτροπή, τη συνέχιση εντονότερου αγώνα με την κατάληψη του Βάμου, την κατάλυση της οθωμανικής διοίκησης με σκοπό την αυτονόμηση της Κρήτης.

Την ιδέα της "Αυτονόμησης" προωθούσε και ο Άγγλος πρόξενος στην Κρήτη σε αντίθεση με εκείνη της Ένωσης" που προωθούσε απροκάλυπτα η Εθνική Εταιρεία στην Αθήνα και που φαινόταν λιγότερο ρεαλιστική με τα τότε δεδομένα.

Μάχες – Πολιορκία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 4/16 Μαΐου (π.ημ/ν.ημερ.) του 1896 υπό κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών συνεδρίασε στο Νίππο Αποκορώνου, (33 χλμ. ΝΑ. των Χανίων), η Μεταπολιτευτική Επιτροπή με μεγάλη συνάθροιση Κρητικών προκειμένου να λάβει την τελική απόφαση κατάληψης του Βάμου. Στη συνεδρίαση αυτή, στον περίβολο του ναού του χωριού, προσήλθαν και οι επίσκοποι «Κυδωνίας και Αποκορώνου» Νικηφόρος και «Κισσάμου και Σελίνου» Δωρόθεος οι οποίοι ζητούσαν την διάλυση της συνάθροισης και την αποφυγή επαναστατικών δράσεων μεταφέροντας εντολή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Στη προτροπή αυτή οι συγκεντρωθέντες εξανέστησαν ζητώντας με πρωτοστάτη τον Παπα-Μαλέκο ακόμα και τον θάνατο του Νικηφόρου και όσων άλλων ήταν αντίθετοι της επανάστασης, μεταξύ των οποίων ήταν και ο νεαρός δικηγόρος Ε. Βενιζέλος. Τελικά η συνεδρίαση έληξε με την απόφαση της άμεσης κατάληψης του Βάμου.

Την μεθεπομένη στις 6 Μαΐου/18 Μαΐου (π.ημερ./ν.ημερ.) (1896) περίπου 25 οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων τα μέλη του προεδρείου της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής έχοντας συγκεντρώσει περί τους 1400 εξεγερμένους Κρητικούς κυρίως από τα πέριξ χωριά ξεκίνησαν να προσβάλουν όλα τα γύρω του Βάμου υψώματα που αποτελούσαν τουρκικές οχυρώσεις προστασίας του Βάμου από τυχόν ένοπλες προσβολές.
Από την περιγραφή της όλης αυτής επιχείρησης που διασώθηκε στο ιστορικό ημερολόγιο που έγραψε ο γραμματέας της Επιτροπής και οπλαρχηγός Ιωσήφ Λεκανίδης (που αποτελεί και τη βασικότερη πηγή ιστορικής έρευνας της επιχείρησης αυτής) αξίζει να επισημανθούν: α) Οι προσβολές των οχυρωματικών υψωμάτων ξεκίνησαν ταυτόχρονα από την πρώτη ημέρα με δυναμική αριθμητική παρουσία των εξεγερμένων, ώστε να εξαναγκάζουν τους Τούρκους σε υπερκατανάλωση πολεμοφοδίων και φυγή. β) Οι επιθέσεις γίνονταν κατά γραμμές επίθεσης (κύματα βολών), κάνοντας μνεία σε σπαρτιατικές γραμμές άμυνας, που πρόκειται για πρωτόγνωρη τακτική στον ελλαδικό χώρο σε επίθεση, τακτική συνεχούς πυρός. γ) Σημειώθηκαν ακόμα και συμπλοκές με τα χέρια που σημαίνει ότι εξ αρχής δεν είχαν όλοι όπλα.
Από δε τη δεύτερη ημέρα η πίεση προς τους Τούρκους που υπολογίζονταν σε 1600 άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα αισθητή όταν μάλιστα κάποιοι περισσότερο θαρραλέοι οπλαρχηγοί και αγωνιστές εισήλθαν μέσα στο Βάμο όπου με κλιμακωτές οχυρώσεις σε οικίες άρχισαν να προσεγγίζουν τα δημόσια κτίρια απειλώντας τα με πυρπόληση. Σπουδαίος υπήρξε ο ηρωισμός του Παπα-Μαλέκου που κατάφερε να εισβάλλει στον φούρνο και να κατασχέσει όλο τον άρτο που προοριζόταν για τους πολιορκούμενους. Την επιχείρηση αυτή επανέλαβε μία φορά ακόμα, ενώ κάποιοι άλλοι εισέβαλαν στις τουρκικές αποθήκες απ΄ όπου και κατέσχεσαν διάφορες ποσότητες τροφίμων, (όσπρια, άλευρα, βούτυρα κ.λπ.), ενδύματα, καθώς και περίπου 300 όπλα τύπου μαρτίνι και 250 σκηνές.

Ημέρα με την ημέρα η κατάσταση άρχισε ν΄ αγριεύει ενώ οι πέριξ μάχες να εξελίσσονται σκληρότερες. Όταν ο σαλπιγκτής του τουρκικού διοικητηρίου άρχισε να σαλπίζει σύμπτυξη των μονάδων και βοήθεια από άλλα φρούρια η πολεμική ιαχή των εξεγερμένων Κρητικών «απάνωτων μωρέ !» κυριαρχούσε σε όλα τα πεδία που ενισχύονταν στο μεταξύ και από άλλους Κρητικούς των γύρω περιοχών όπως Αποκορωνιώτες, Καλαμιτσιανοί, Σελιανοί κ.ά. στους οποίους είχαν διανεμηθεί όπλα που είχαν σταλεί από την Αθήνα.

Σε βοήθεια των Τούρκων του Βάμου, προσέτρεξαν δύναμη 1200 αλγερινών που αποβιβάστηκε από τουρκικό πλοίο στη παραλία των Καλυβίων, μία δύναμη τουρκικής χωροφυλακής υπό τον Εμήν πασά καθώς και δύναμη τουρκαλβανών υπό τον Χουσεΐν Μπάτρη. Την έφοδο αυτών προσπάθησε να καλύψει το βαρύ πυροβόλο του φρουρίου Ιτζεντίν, που ξεκίνησε να βάλλει εναντίον των θέσεων των εξεγερμένων Κρητικών καθώς και τα πυροβόλα του τουρκικού πολεμικού πλοίου.
Στην αντιμετώπιση των τουρκικών αυτών ενισχύσεων ακολούθησαν σφοδρές μάχες επί ένα δεκαήμερο που επεκτάθηκαν από Αλμυρίδα και Τζιβαρά μέχρι Αρμένων και Στύλου που κατέληξε σε άτακτη φυγή των Τούρκων εγκαταλείποντας στα πεδία περί τους 800 νεκρούς και τραυματίες, τρεις σημαίες, 50 σκηνές, πολυάριθμα όπλα και πυρομαχικά τα οποία και περιήλθαν στους Κρήτες.

Στο μεταξύ από τις πρώτες ημέρες της επιχείρησης οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων, στους οποίους είχε γνωστοποιηθεί το υπόμνημα της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής, ενημερώνοντας σχετικά τις κυβερνήσεις τους, εξουσιοδοτήθηκαν για απ΄ ευθείας συνεννοήσεις με τους πολιορκούντες για τερματισμό των επιχειρήσεων, θέση όμως που αρνήθηκε η Υψηλή Πύλη αποφασίζοντας σε δυναμική λύση με αποστολή στρατού. Στην εξέλιξη αυτή οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να στείλουν στη περιοχή θωρηκτά πλοία τα οποία και άρχισαν να καταπλέουν στο τέλος του ίδιου μήνα.

Αντίποινα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την έκτη ημέρα των επιχειρήσεων της πολιορκίας του Βάμου και των γύρω μαχών στις 11 Μαΐου/23 και 24 Μαΐου (ν. ημερ.) ξέσπασαν στα Χανιά μεγάλες λεηλασίες και σφαγές των Χριστιανών από τον μουσουλμανικό όχλο που επεκτάθηκαν και στα περίχωρα.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.ΙΕ΄, σελ.185.
  • Κ. Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τομ.8ος.
  • Douglas Dakin «Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923» Μεταφρ. Α. Ξανθόπουλου, Β΄έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) - Αθήνα 1984, σελ.229.
  • Κ. Ρος (πολεμικός αταποκριτής): "1897 - Με τους Έλληνες στη Θεσσαλία" Λονδίνο 1897, επανέκδοση στην ελληνική 1997, σελ.203.